Η 13χρονη Μάρθα έχασε τη ζωή της, έπειτα από έναν τραυματισμό που μπορούσε να αντιμετωπιστεί, αλλά εξαιτίας ανεπανόρθωτων λαθών που έκαναν οι γιατροί.
Το καλοκαίρι του 2021, η Μάρθα Μάιλς τραυματίστηκε πέφτοντας με το ποδήλατο ΚΑΙ Η κατάστασή της μπορούσε εύκολα να αντιμετωπιστεί στο νοσοκομείο, ωστόσο, το ένα μετά το άλλο τα λάθη των γιατρών, γράφει η μητέρα της, είχαν ως τραγική κατάληξη να φύγει το άτυχο κορίτσι από τη ζωή.
Η μητέρα της, Μερόπι Μάιλς, έχει δώσει αγώνα μετά τον θάνατο της κόρης της, για να υιοθετηθεί από το εθνικό σύστημα υγείας της Βρετανίας (NHS) ένας κανόνας που θα επιτρέπει σε ασθενείς ή τους συνοδούς τους να ζητήσουν στο νοσοκομείο μια δεύτερη γνώμη, από άλλους γιατρούς, όταν ανησυχούν πως η κατάστασή τους επιδεινώνεται και δεν γίνονται όσα πρέπει για να αντιμετωπιστεί αυτό.
Όπως χαρακτηριστικά υπογράμμισε «η κόρη μου πέθανε άσκοπα στο νοσοκομείο. Πιστεύουμε ότι αυτή η αλλαγή θα την έσωζε», γράφει σε άρθρο της που δημοσιεύθηκε στον Guardian πριν από λίγες ημέρες.
Στο Κουίνσλαντ της Αυστραλίας, επισημαίνει, υιοθετήθηκε αυτός ο κανόνας μετά τον θάνατο του Ράιαν Σόντερς, αφού αγνοήθηκαν οι ανησυχίες των γονιών του. Πλέον, οι συγγενείς ασθενών μπορούν να καλούν σε μια τηλεφωνική γραμμή και να ζητούν δεύτερη γνώμη, αν ανησυχούν.
Κάθε ημέρα, ο πατέρας του κοριτσιού, Πολ Λέιτι, αναρωτιέται «μπορώ να συγχωρήσω τους γιατρούς και το νοσοκομείο που την απογοήτευσαν τόσο πολύ; Ο θάνατος της Μάρθα μπορούσε να αποφευχθεί. Και δεύτερον, μπορώ να συγχωρήσω τον εαυτό μου που απέτυχα να τη σώσω;», γράφει σε άρθρο του που δημοσιεύθηκε στην ίδια βρετανική εφημερίδα, για τη 13χρονη Μάρθα, που πέθανε από σηπτικό σοκ.
Σε ένα άρθρο της, που δημοσιεύθηκε το 2022 στον Guardian, η Μερόπι Μάιλς είχε περιγράψει αναλυτικά τα όσα συνέβησαν από τον τραυματισμό της κόρης της, μέχρι τη στιγμή που άφησε την τελευταία της πνοή. «Είχαμε τόση εμπιστοσύνη, νιώθουμε τόσο ηλίθιοι: Πώς τα σοκαριστικά λάθη του νοσοκομείου προκάλεσαν τον θάνατο της κόρης μας», είναι ο τίτλος αυτού του άρθρου.
«Στις αρχές του καλοκαιριού του 2021, η 13χρονη κόρη μου, Μάρθα, συναντούσε τους φίλους της στο πάρκο, έφτιαχνε ανόητα βίντεο στο κινητό της και έπαιζε. Περνούσε τις ημέρες της διαβάζοντας βιβλία και απομνημονεύοντας στίχους τραγουδιών. Αναρωτιόταν φωναχτά αν θα γίνει συγγραφέας, μηχανικός ή σκηνοθέτις. Στο τέλος του καλοκαιριού ήταν νεκρή, έπειτα από σοκαριστικά λάθη που έκανε ένα από τα κορυφαία νοσοκομεία της Βρετανίας», σημειώνει η μητέρα της σε εκείνο άρθρο.
Σε αυτό, περιγράφει «όταν έχεις τυφλή πίστη στους γιατρούς και μαθαίνεις πολύ αργά αυτό που θα έπρεπε να ξέρεις για να σώσεις τη ζωή του παιδιού σου. Ελπίζω η ιστορία της Μάρθα να αλλάξει κάπως το πώς σκέφτονται μερικοί άνθρωποι για την ιατρική περίθαλψη. Και μπορεί να σώσει μια ζωή».
Τα όσα συνέβησαν στη 13χρονη Μάρθα δεν είχαν καμία σχέση με ανεπαρκείς πόρους του νοσοκομείου ή εξαντλημένους γιατρούς και νοσηλευτές, επισημαίνει. «Όσες φορές κι αν μου πουν ότι ήταν δουλειά των γιατρών να φροντίσουν τη Μάρθα, βαθιά μέσα μου ξέρω ότι αν είχα ενεργήσει διαφορετικά θα ζούσε ακόμη, η ζωή μου δεν θα είχε διαλυθεί. Δεν είναι ότι πιστεύω πως εγώ ευθύνομαι. Το νοσοκομείο παραβίασε το καθήκον του και μίλησε για “καταστροφικό λάθος”. Αλλά, αν γνώριζα καλύτερα πώς λειτουργούν τα νοσοκομεία και πώς φέρονται κάποιοι γιατροί, η κόρη μου θα ήταν μαζί μου τώρα», σημειώνει.
Εκείνο το καλοκαίρι, η οικογένεια νοίκιασε ένα εξοχικό στην Ουαλία. Τη δεύτερη ημέρα, πήγαν με τα ποδήλατα σε ένα γνωστό μονοπάτι ως την παραλία, έκαναν μπάνιο και γύρισαν. Κατά την επιστροφή, η 13χρονη Μάρθα γλίστρησε σε ένα κομμάτι άμμου και έπεσε. Άρχισε να βγάζει ήχους σαν κάποιος που είναι πολύ λαχανιασμένος, περιγράφει η μητέρα της.
Επειδή περνούσαν άλλοι ποδηλάτες, το κορίτσι σύρθηκε στην άκρη του μονοπατιού για να συνέλθει. Δεν ένιωσε καλύτερα, οπότε την πήγαν σε ιατρική δομή για ελαφρά τραύματα. Όταν σήκωσε την μπλούζα της για να εξεταστεί, είδαν ένα κόκκινο σημάδι στο στομάχι της. Πέφτοντας, είχε προσγειωθεί πάνω στο τιμόνι του ποδηλάτου. Δεν υπήρχε αίμα, ούτε είχε κοπεί, φαινόταν μόνο ένα κυκλικό σημάδι.
Η νοσηλεύτρια περιέγραψε τηλεφωνικά σε έναν γιατρό τον τραυματισμό και εκείνος είπε ότι δεν χρειαζόταν να δει τη 13χρονη Μάρθα και συνταγογράφησε παρακεταμόλη. «Αναρωτήθηκα αν έπρεπε να κάνω φασαρία και να επιμείνω να τη δει ο γιατρός, αλλά δεν το έκανα. Στις 02:00 τα ξημερώματα η Μάρθα ένιωθε άρρωστη και πονούσε, οπότε αποφασίσαμε ότι έπρεπε να την πάμε σε νοσοκομείο. Δεν μπορούσε να κατηφορίσει ως το αυτοκίνητο, οπότε τη μετέφερε ο μπαμπάς της».
Στο νοσοκομείο στο Άμπεριστγουιθ, αποφάσισαν να κάνουν εξετάσεις και να την κρατήσουν το βράδυ για παρακολούθηση. «Ακόμη φανταζόμουν πως ήταν για προληπτικούς λόγους, αλλά τα ξημερώματα ένας γιατρός με σοβαρή έκφραση μας είπε ότι η Μάρθα πιθανότατα είχε παγκρεατικό τραύμα». Είχε πέσει με τέτοια δύναμη που το πάγκρεας είχε πιεστεί προς τη σπονδυλική στήλη, προκαλώντας πληγή.
«Ήξερα αμέσως ότι ήταν σοβαρός τραυματισμός, αλλά είχα απόλυτη πίστη στο σύστημα. Ήμουν τόσο σίγουρη για την ανάρρωσή της, που άρχισα να βγάζω φωτογραφίες, για να τις δείχνει όταν θα διηγούνταν την καλοκαιρινή περιπέτειά της. Στη μία κοιμάται στο δωμάτιό της στο νοσοκομείο στο Άμπεριστγουιθ, στην άλλη είναι έξω από το ελικόπτερο που μας μετέφερε στο πανεπιστημιακό νοσοκομείο στο Κάρντιφ».
Στο Κάρντιφ την έβαλαν στη μονάδα εντατικής θεραπείας και τη συνέδεσαν με μηχανήματα «που είχα δει μόνο σε τηλεοπτικές σειρές. Μια νοσηλεύτρια ήταν μαζί της διαρκώς. Κανένας μας δεν είχε νοσηλευτεί ποτέ και ήμουν πανικόβλητη, αλλά ένας από τους γιατρούς με έπιασε από τους ώμους και μου είπε “Θα είναι μερικές ζόρικες ημέρες, αλλά θα είναι εντάξει”», γράφει.
«Ήδη έψαχνα στο Google. To τραύμα παγκρέατος στους ενήλικες συναντάται μαζί με βλάβες σε άλλα όργανα, σε θύματα τροχαίων ή πυροβολισμών. Σκέφτηκα το “Ο” στο στομάχι της, ένα τραύμα σφαίρας, χωρίς σφαίρα. Στα παιδιά τις περισσότερες φορές σχετίζεται με τραυματισμούς από ποδήλατο, από κόλπα και άλματα που πήγαν στραβά. Αυτό που έχει σημασία είναι να εντοπιστεί ο τραυματισμός γρήγορα, προτού το παγκρεατικό υγρό προκαλέσει μεγάλη ζημιά. Ήμουν τόσο ανακουφισμένη που πήγαμε μέσα στη νύχτα στο νοσοκομείο», περιγράφει.
Από το Κάρντιφ, η 13χρονη Μάρθα μεταφέρθηκε με ελικόπτερο στο νοσοκομείο King’s College στο Λονδίνο, ένα από τα εξειδικευμένα κέντρα για παιδιά με τραύμα παγκρέατος, στην Αγγλία. Τοποθετήθηκε σε πτέρυγα καλά χρηματοδοτημένη από το NHS, από δωρεές και τα νοσήλια που πληρώνουν ασθενείς από άλλες χώρες. Η πτέρυγα είχε νέο εξοπλισμό, περιγράφει η μητέρα της. «“Είστε στο καλύτερο μέρος”, μας είπαν επανειλημμένα. “Είμαστε τόσο τυχεροί που είμαστε εδώ”, λέγαμε ο ένας στον άλλο».
Ο τραυματισμός της Μάρθα ήταν αντιμετωπίσιμος. Ήταν το πρώτο παιδί που πέθανε από αυτό στο νοσοκομείο King’s College. Ο θάνατός της, που μπορούσε να αποτραπεί είναι ένα παράδειγμα αυτού που αξιωματούχος του νοσοκομείου περιέγραψε στους γονείς με τη βάρβαρη φράση «ένα κακό αποτέλεσμα».
Οι γονείς της εναλλάξ έμεναν μαζί της όλο το 24ωρο. Κάθε ημέρα τους έλεγαν πως δεν υπήρχε αμφιβολία για την ανάρρωσή της, ήταν απλά θέμα χρόνου και υπομονής. «Συχνά βλέπαμε διαφορετικό γιατρό κάθε ημέρα. Πού και πού αναρωτιόμουν ποιος είχε τη συνολική ευθύνη για τη φροντίδα της Μάρθα. Τώρα εύχομαι να μην είχα μείνει σε αυτό. Κάθε πρωί, κατά τις επισκέψεις, ρωτούσαμε τους γιατρούς για το πώς πήγαινε η θεραπεία. Μετά τη φρόντιζαν οι ειδικευόμενοι. Φαίνονταν σίγουροι, οπότε υπέθετα ότι ήξεραν τα πάντα για τη φροντίδα της Μάρθα. Ήμουν τόσο αφελής που δεν συνειδητοποιούσα καν ότι ειδικεύονται», αναφέρει.
Μερικές εβδομάδες μετά, το σαββατοκύριακο στις 21-22 Αυγούστου, η 13χρονη Μάρθα ανέβασε πυρετό. Έτρεμε, είχε διάρροια και έκανε εμετό. Οι γιατροί της έδωσαν αντιβιοτικά και είπαν ότι θα ξεπεράσει τη λοίμωξη σε 72 ώρες.
Όμως, την Τετάρτη είχε ακόμη πυρετό και κάτι ακόμη πιο ανησυχητικό. Άρχισε να αιμορραγεί εκεί που ήταν τα σωληνάκια τόσο στο χέρι όσο και στην κοιλιά της. Το αίμα έτρεχε από τους επιδέσμους στις πιτζάμες και τα σεντόνια. «Αυτή η αιμορραγία, μάθαμε αφού πέθανε, είναι πολύ σπάνια σε αυτό τον τραυματισμό και αποτελεί σύμπτωμα σοβαρής σηψαιμίας», γράφει η μητέρα.
Αν και οι γιατροί ήξεραν ότι είχε σηψαιμία, ποτέ δεν χρησιμοποίησαν αυτή τη λέξη όταν μιλούσαν στους γονείς. Έλεγαν απλά ότι επρόκειτο για λοίμωξη. «Εύχομαι να το είχαν κάνει, γιατί θα είχα ανακαλύψει περισσότερα. Μιλούσαν για φυσιολογική παρενέργεια λοίμωξης». Εκείνη την ημέρα- έμαθαν μετά οι γονείς της- όλα τα συμπτώματα συνηγορούσαν πως έπρεπε να συζητηθεί η μεταφορά της Μάρθα στη μονάδα εντατικής θεραπείας.
Αλλά η 13χρονη Μάρθα έμεινε στην πτέρυγα και συνέχισε να αιμορραγεί. «Μια εξέταση έδειξε λίγο υγρό γύρω από την καρδιά της, άλλο ένα σημάδι σηψαιμίας όπως μάθαμε αργότερα. Η σοβαρή σηψαιμία είναι πιο συχνά επικίνδυνη όταν οι ασθενείς δεν φτάνουν στη ΜΕΘ. Η Μάρθα μπορούσε εύκολα να είχε μεταφερθεί στην εντατική, που ήταν στο τέλος του διαδρόμου και υπήρχαν άδεια κρεβάτια. Αλλά οι γιατροί προτίμησαν να μην γίνει αυτό», τονίζει η μητέρα.
Με τα φάρμακα που της έδωσαν, η αιμορραγία σταμάτησε το πρωί της Παρασκευής. Αλλά ο πυρετός επέμενε. «Οι γιατροί δεν ήξεραν την πηγή της λοίμωξης και το σαββατοκύριακο πλησίαζε. Σε εκείνο το σημείο κάναμε τη σύνδεση ανάμεσα στη λοίμωξη και το χειρότερο σενάριο: σηπτικό σοκ, μία από τις συχνότερες αιτίες θανάτου σε νοσοκομεία. Έψαξα τη γιατρό που είχε βάρδια και της είπα “Ανησυχώ ότι η Μάρθα θα πάθει σηπτικό σοκ το σαββατοκύριακο και κανένας σας δεν θα είναι εδώ”. Η γιατρός κοίταξε μια οθόνη με αριθμούς. “Δεν ανησυχώ για σηψαιμία. Είναι απλά μια φυσιολογική λοίμωξη”», είπε.
«Καθησυχάστηκα ξανά, όταν ο επικεφαλής των γιατρών είπε στον Πολ (τον πατέρα) το πρωί του Σαββάτου “έτσι συμβαίνει με αυτό τον τραυματισμό. Λοιμώξεις έρχονται και φεύγουν”. Αλλά ο πυρετός της Μάρθα συνεχίστηκε και αργότερα, όταν προσπάθησε να σταθεί, ζαλίστηκε», περιγράφει η Μερόπι Μάιλς.
«Το πρωί της Κυριακής είδα τον καθηγητή να μιλά χαμηλόφωνα με χειρουργό έξω από τον θάλαμο της Μάρθα. Αργότερα ανακαλύψαμε ότι ήταν πολύ χειρότερα από ότι ανέμεναν. Αλλά δεν αποκάλυψαν τίποτα σε εμένα, ούτε τους ξαναείδα αυτούς τους δύο την υπόλοιπη μέρα. Άφησαν τη Μάρθα στα χέρια δύο ειδικευόμενων γιατρών».
Μέχρι το μεσημέρι είχε ανεξήγητη σηψαιμία, υψηλό πυρετό, χαμηλή πίεση και ταχυκαρδία. Σε εκείνο το σημείο θα έπρεπε να είχε μεταφερθεί στη μονάδα εντατικής θεραπείας, όπως είπε στη μητέρα ο συντάκτης της έκθεσης του νοσοκομείου.
Όμως ο καθηγητής που ήταν επικεφαλής εκείνη την ημέρα πήγε στο σπίτι του νωρίς το απόγευμα και δεν σκέφτηκε καν τη μεταφορά στην εντατική. Η έκθεση του νοσοκομείου αποκάλυψε ότι οι γιατροί της πτέρυγας είχαν απαξιωτική συμπεριφορά απέναντι σε άλλους συναδέλφους τους από τη ΜΕΘ. «Αυτό τους έκανε απρόθυμους να κάνουν το σωστό πράγμα και να εμπλέξουν τη ΜΕΘ. Η Μάρθα εν μέρει πέθανε εξαιτίας μεγάλων εγωισμών», αναφέρει χαρακτηριστικά η μητέρα.
Νωρίς το απόγευμα της Κυριακής το κορίτσι εμφάνισε ένα κόκκινο εξάνθημα. Εξαπλώθηκε στα πόδια, τον λαιμό και τον κορμό της. Το εξάνθημα είναι προειδοποιητικό σημάδι για σηψαιμία. «Παρόλα αυτά, ο ειδικευόμενος γιατρός, χωρίς καμία εμπειρία από τέτοια κατάσταση και παρά τα άλλα συμπτώματα της Μάρθα, κάπως έπεισε τον εαυτό του ότι το εξάνθημα ήταν μια καθυστερημένη αντίδραση σε φάρμακο. Του έκανα ξεκάθαρο ότι ανησυχούσα ότι ήταν εξάνθημα από τη σηψαιμία, αλλά αυτό δεν έκανε διαφορά».
Αναζητώντας έναν σύμμαχο, η μητέρα απευθύνθηκε σε νοσηλεύτρια. «“Ανησυχώ ότι έχει κάνει λάθος. Το ψάχνω στο ίντερνετ”, της είπα. “Μην ψάχνεις στο ίντερνετ, το μόνο που θα κάνεις είναι να ανησυχείς. Εμπιστεύσου τους γιατρούς, ξέρουν τι κάνουν”, απάντησε. Ακολούθησα αυτή τη συμβουλή. Αποδείχθηκε ότι ήταν η χειρότερη που θα πάρω σε όλη μου τη ζωή».
Στις 17:00, τα συμπτώματα της Μάρθα στην κλίμακα αξιολόγησης για εισαγωγή στην εντατική είχαν άθροισμα 8 (με μέγιστο το 12). Δεν το είπαν στους γονείς, αλλά ο ειδικευόμενος τηλεφώνησε στον καθηγητή και τον ενημέρωσε, αλλά εκείνος δεν πήγε στο νοσοκομείο. Ξαναμίλησαν αργότερα, αλλά δεν έκριναν ότι χρειάζεται να αλλάξει κάτι στη φροντίδα του κοριτσιού. «Εξαιτίας της αυστηρής ιεραρχίας που υπάρχει στα νοσοκομεία, κανένας από την πτέρυγα δεν πήρε την πρωτοβουλία. Δεν τη μετακίνησαν», γράφει η μητέρα.
«Το βράδυ, όταν ο καθηγητής έκανε το συνηθισμένο τηλεφώνημα στον επικεφαλής της ΜΕΘ, περιέγραψε εν μέρει την κατάσταση της Μάρθα. Δεν αναφέρθηκε στην αιμορραγία, ούτε είπε ότι το εξάνθημα ήταν κάτι νέο. Μετέφερε τις λεπτομέρειες μόνο για να τον ενημερώσει και είπε ότι δεν χρειάζεται να την επισκεφθούν γιατροί της εντατικής. Ο επικεφαλής της ΜΕΘ μπορούσε μόνο να απαντήσει ότι υπήρχε διαθέσιμο κρεβάτι, αν προέκυπτε η ανάγκη». Κατά τη διάρκεια της έρευνας που έγινε μετά τον θάνατο της Μάρθα, ρώτησαν τον επικεφαλής της ΜΕΘ αν το κορίτσι θα είχε μεταφερθεί στην εντατική, αν ο καθηγητής του είχε δώσει την πλήρη εικόνα. «Χωρίς αμφιβολία, 100%», απάντησε.
Μετά τον θάνατο της Μάρθα, ο καθηγητής ήταν πολύ απρόθυμος να χρησιμοποιήσει τη λέξη «λάθος» για να περιγράψει τις ενέργειές του. Παρότι το λάθος του αναγνωρίστηκε από συναδέλφους του, σημειώνει η Μερόπι Μάιλς. Άλλοι γιατροί επίσης έκαναν λάθη. Η έκθεση του νοσοκομείου κατέληξε ότι σε τουλάχιστον πέντε περιπτώσεις η περίθαλψη της Μάρθα έπρεπε να περιλαμβάνει τη ΜΕΘ. Παρόλα αυτά, κανένας γιατρός δεν ενημέρωσε τη μητέρα πως η κόρη της είχε σοβαρό πρόβλημα.
«Κανένας μας δεν ξέραμε πως η ΜΕΘ ήταν το κατάλληλο σημείο για να βρίσκεται. Ούτε ξέραμε αρκετά για να διαφωνήσουμε, να επιμείνουμε ότι έπρεπε να μεταφερθεί εκεί. Έτσι, καταλήξαμε να αποτύχουμε στο πιο σημαντικό καθήκον μας ως γονείς. Να προστατεύσουμε το παιδί μας όταν κινδύνευε. Θα έχω πάντα αυτή την ενοχή», αναφέρει χαρακτηριστικά.
«Εκείνο το βράδυ ήρθε μια νέα ειδικευόμενη γιατρός που συνεργαζόταν με τον καθηγητή. Της είχαν καταστήσει σαφές ότι έπρεπε να παρακολουθείται συνέχεια η Μάρθα. Αποφασίστηκε να μην γίνει μια κρίσιμη εξέταση αίματος. Ποιος ξέρει γιατί; Θα μπορούσε εύκολα αυτό να είχε σώσει τη ζωή της Μάρθα», λέει η μητέρα.
Αυτή η ειδικευόμενη γιατρός δεν επισκέφθηκε ούτε μια φορά η 13χρονη Μάρθα, για να δει την ασθενή που ήταν σε πιο κρίσιμη κατάσταση στην πτέρυγα, παρότι μια νοσηλεύτρια της μετέφερε ανησυχητικές παρατηρήσεις.
«Υποσχέθηκα ξανά στη Μάρθα ότι θα περάσει. “Το έχεις πει τόσες πολλές φορές, που έγινε ανούσιο”, απάντησε. Μέσα στη νύχτα, η δίψα της έγινε άσβεστη. “Νερό”, ψιθύριζε επανειλημμένα. Γέμιζα μπουκάλια, αλλά δεν φαινόταν να μπορεί να ξεδιψάσει. “Πίνει τρελές ποσότητες νερού”, είπα στη νοσηλεύτρια. Ήμουν εξαντλημένη και δεν συνειδητοποίησα ότι ήταν άλλο ένα σημάδι καταστροφής. Παρόλα αυτά, η ειδικευόμενη δεν περπάτησε λίγα μέτρα για να έρθει να δει την κόρη μου», συνεχίζει.
«Στις 05:45 η Μάρθα μου είπε ότι έπρεπε να πάει στην τουαλέτα. Τη στιγμή που προσπάθησε να καθίσει, το σώμα της σφίχτηκε και τα μάτια της γύρισαν. Την έπιασα τη στιγμή που άρχισαν οι συσπάσεις. Το σώμα της τινάχτηκε στα χέρια μου και μετά βίας μπορούσα να κρατήσω το βάρος της, ενώ είχε διάρροια. Η κρίση προκλήθηκε επειδή δεν έφτανε αρκετό αίμα στον εγκέφαλό της», περιγράφει η μητέρα.
«Πανικοβλήθηκα για πρώτη φορά και άρχισα να ουρλιάζω. Συνήλθε λίγες στιγμές αργότερα και οι νοσοκόμες έτρεξαν πάνω της. Η επικεφαλής νοσηλεύτρια μου είπε ότι η κόρη μου δεν θα πεθάνει και ότι πρέπει να συνέλθω. Έπλυνα το πρόσωπό μου και γύρισα στον θάλαμο. Η Μάρθα με κοίταξε έντρομη και είπε ήρεμα “Φαίνεται ότι δεν διορθώνεται”. Αυτές οι λέξεις με ξυπνάνε μέσα στη νύχτα, σε ένα κύμα τρόμου και πανικού».
Μόνο τότε έκαναν εξέταση αίματος στο κορίτσι και η ειδικευόμενη γιατρός συνειδητοποίησε ότι η ασθενής διέτρεχε κίνδυνο. Μετέφεραν τη Μάρθα στην εντατική, αλλά ήταν πολύ αργά για να σπάσει ο κύκλος του σηπτικού σοκ. «Στην εντατική, της έβαλαν οξυγόνο, της έσπρωξαν ένα σωληνάκι στον λαιμό. “Σε αγαπώ, σε αγαπώ, σε αγαπώ”, της είπα ξανά και ξανά. Και ξαφνικά, έπεσε σε ένα κώμα από το οποίο δεν θα συνερχόταν ποτέ».
Το ίδιο βράδυ η 13χρονη Μάρθα μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο παίδων Great Ormond Street, όπου συνδέθηκε με μηχανήματα. Αλλά αυτό δεν είχε αποτέλεσμα. Πέθανε τις πρώτες πρωινές ώρες της Τρίτης.
«Ξέρω πολλές από τις λεπτομέρειες για την επιδείνωση της Μάρθα, λόγω της έκθεσης, των ερωτήσεων που κάναμε μετά τον θάνατό της και της έρευνας που κατέληξε ότι οι γιατροί απέτυχαν να λάβουν υπόψη τα προειδοποιητικά σημάδια και να τη μεταφέρουν στην εντατική. Σημαντικές ερωτήσεις έμειναν αναπάντητες», γράφει η μητέρα της.
«Δεν μπορώ να σταματήσω να σκέφτομαι το γεγονός ότι ο θάνατος της Μάρθα μπορούσε να αποτραπεί. Όσο παράδοξο ή αναίσθητο αν φαίνεται, διαπιστώνω ότι ζηλεύω τις συνθήκες θανάτου άλλων παιδιών. Ένας πατέρας, που η κόρη του πέθανε από επιθετική μορφή καρκίνου των οστών, μου είπε ότι παρηγορήθηκε όταν έμαθε ότι ο προπονητής της Ισπανίας έχασε το παιδί του από την ίδια ασθένεια. “Αν εκείνος δεν μπορούσε να κάνει κάτι, με όλη τα χρήματα και τη φήμη που είχε στη διάθεσή του, δεν υπάρχει τίποτα που θα μπορούσε να γίνει”, μου είπε. Δεν έχω τέτοια παρηγοριά.
Η εμπιστοσύνη μας στους γιατρούς θα έπρεπε να έχει όρια, τονίζει η Μερόπι Μάιλς. Η ιατρική είναι όπως όλες οι άλλες δουλειές, συμπληρώνει. «Υπάρχουν πολλοί ταλαντούχοι εργαζόμενοι στο NHS, αλλά υπάρχουν και εκείνοι που είναι λιγότερο αφοσιωμένοι και ικανοί. Κάποιοι γιατροί είναι ήρωες, αλλά πρέπει να σταματήσουμε να τους βλέπουμε όλους έτσι», συνεχίζει.
Καλεί τον κόσμο να μην φοβάται να αμφισβητήσει αποφάσεις των γιατρών, αν υπάρχει λόγος. «Αγνοήστε τη συμβουλή και ψάξτε τα πάντα στο ίντερνετ. Googlaρετε σαν τρελοί, μάθετε, κάντε ερωτήσεις και αν δεν είστε βέβαιοι, επιμείνετε για μια δεύτερη ή τρίτη γνώμη», υπογραμμίζει.
«Αν κάτι φαίνεται να πηγαίνει στραβά, βάλτε τις φωνές. Στη δική μας περίπτωση, ήταν τόσο μεγάλο το κόστος γιατί δεν το κάναμε. Είχαμε τόση εμπιστοσύνη, νιώθουμε τόσο ηλίθιοι», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Η ζωή μετά τον θάνατο του παιδιού σου είναι σαν να βρίσκεσαι σε ένα νησί, ξεχωριστά από την ενδοχώρα όπου ζουν οι «κανονικοί άνθρωποι», της είπε ένας άλλος γονιός που πενθεί. Θες τόσο πολύ να γυρίσεις εκεί, αλλά ποτέ δεν μπορείς. Έχεις κολλήσει στο νησί για πάντα, σημειώνει.
«Τώρα, ζω στο νησί. Αντί να έχω τη Μάρθα στο σπίτι, επισκεπτόμαστε τον τάφο της. Οι άνθρωποι που είναι θαμμένοι κοντά της έζησαν επτά ή οχτώ δεκαετίες. Η Μάρθα θα έπρεπε να είχε βγει περπατώντας από το νοσοκομείο, όπως όλα τα άλλα παιδιά που είχαν τον ίδιο τραυματισμό», τονίζει.
«Μου αρέσει να φαντάζομαι έναν κόσμο στον οποίο η Μάρθα μεταφέρθηκε εγκαίρως στην εντατική και σώθηκε η ζωή της. Σε αυτό το παράλληλο σύμπαν, η κόρη μου γιορτάζει τα 14α γενέθλιά της, αριστεύει στις εξετάσεις της, πηγαίνει σε ένα καλό πανεπιστήμιο. Μπορώ να τη δω να γελά πίνοντας ποτό, να διασκεδάζει τη φοιτητική ζωή. Σε αυτή τη φαντασίωση, η Μάρθα έχει καριέρα και τα παιδιά που ξέρω ότι ήθελε. Μας επισκέπτεται τα σαββατοκύριακα και θυμόμαστε εκείνες τις εβδομάδες που κάποτε ήταν στο νοσοκομείο. Πόσο θα ήθελα να ζω σε αυτό τον κόσμο», καταλήγει η Μερόπι Μάιλς.