Λογιστής του θανάτου: Βρισκόμαστε στην εποχή έπειτα από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Εκείνη την περίοδο υπήρξε αντιζηλία από δύο υπερδυνάμεις. Έτσι, έχουν δημιουργηθεί ανάγκες συλλογής κάθε πληροφορίας που θα έβλαπτε τον εχθρό. Επιπλέον, εναλλακτικά η απόκρυψη μιας πληροφορίας που θα ευνοούσε το αντίπαλο δέος.
Η μεταπολεμική πραγματικότητα όμως έχει γεννήσει και μια μεγάλη ανάγκη. Ειδικά, αυτό ισχύει για το έθνος. Είναι αυτή της «θείας δίκης» για τη γενοκτονία που υπέστη από τη ναζιστική κτηνωδία. Στο Ισραήλ δημιουργείται το ειδικό «σώμα» των Εκδικητών (Nokmim). Στόχος είναι ο εντοπισμός εγκληματιών πολέμου. Εκείνων, που είτε έχουν διαφύγει τη σύλληψη από αμέλεια των Συμμάχων, είτε έχουν αλλάξει ταυτότητα και κρύβονται.
Ένας εξ’ αυτών ήταν διαπιστωμένα ο διαβόητος Άντολφ Άιχμαν. Ο συνταγματάρχης των SS και επικεφαλής του Γραφείου Εβραϊκών Υποθέσεων της Γκεστάπο. Εκείνος, εκτίναξε την καριέρα του ως ο «εγκέφαλος» του Ολοκαυτώματος. Οι Ισραηλινοί έχουν ξεκινήσει ένα ανελέητο κυνήγι όσων δεν δικάστηκαν στη Νυρεμβέργη. Θεωρούνται υπεύθυνοι για τη θανάτωση 6 εκατομμυρίων ομοφύλων τους.
Νούμερο 1 καταζητούμενος στη λίστα τους είναι ο Αϊχμαν. Ήταν ο επονομαζόμενος «λογιστής του θανάτου». Ο αρχιτέκτονας της «Τελικής λύσης» ήταν ο ψυχρός τεχνοκράτης. Ήρθε αντιμέτωπος με το πρόβλημα της θανάτωσης «10.000 Εβραίων την ημέρα χωρίς οι συγκρατούμενοί τους να προβάλλουν αντίσταση». Μάλιστα, συνέλαβε και προώθησε το τρομακτικό σύστημα των «στεγανών ντουζ».
Η διοχέτευση φονικού αερίου Zyklon Β, σε συνδυασμό με τα ειδικά σχεδιασμένα ταχυκρεματόρια, επέτρεψαν στους Ναζί να εξοντώσουν πάνω από 1 εκατομμύριο άτομα μόνο στο στρατόπεδο Άουσβιτς – Μπιρκενάου. Το πρόβλημα για τους επίδοξους τιμωρούς ήταν ότι είχαν χαθεί τα ίχνη του. Ο αόρατος επί 14 χρόνια Άιχμαν είχε διαφύγει στην Αργεντινή. Εκεί, όπου απολάμβανε μια ξένοιαστη ζωή.
Όπως αποδείχτηκε χρόνια αργότερα, ήταν ένα από τα εκατοντάδες πρωτοκλασάτα στελέχη του Γ’ Ράιχ. Εκείνα που είχαν ακολουθήσει ένα υπερατλαντικό «μονοπάτι» διαφυγής. Ένα «μονοπάτι» στρωμένο από τις μυστικές υπηρεσίες των Αμερικανών, (που τότε δεν λεγόταν ακόμα CIA, αλλά OSS) και το… Βατικανό!
Ως ορκισμένοι αντικομμουνιστές, οι επιφανείς Ναζί, θεωρήθηκε, ότι διέθεταν πολύτιμη τεχνογνωσία – χρήσιμη στο νέο «υπέρ πάντων αγώνα» κατά των μισητών (και άθεων), τέως συμμάχων, Σοβιετικών κομμουνιστών. Η νέα σύγκρουση ήταν εξίσου αδυσώπητη, με τη διαφορά ότι διεξαγόταν με όρους συνωμοτικούς. Ήταν τέτοια η ένταση του ανταγωνισμού και ο παραλογισμός του μίσους, που χρόνια αργότερα θα μετονομαζόταν σε Ψυχρό Πόλεμο.
Το 2006 η CIA, μετά από πολυετείς πιέσεις του Κογκρέσου, προέβη σε συγκλονιστικές αποκαλύψεις μέσα από 27.000 -κρυφές μέχρι πρότινος- σελίδες υλικού. Απεδείχθη τότε ότι ο δήθεν «κυνηγημένος» Αϊχμαν ζούσε, τουλάχιστον από το 1952, σαν «βασιλιάς» στο Μπουένος Άιρες, με το ψευδώνυμο Ρικάρντο Κλέμενς, όντας στο μισθολόγιο της CIA!
Όχι μόνον γνώριζαν οι Αμερικανοί το κρησφύγετο και το ψευδώνυμο του φυγόδικου ναζιστή, αλλά έκαναν τα πάντα για να το αποκρύψουν από τους φίλους και συμμάχους τους Ισραηλινούς. Σύμφωνα με τα απόρρητα έγγραφα της CIA, ο μεγαλύτερος φόβος των Αμερικανών ήταν να κατέδιδε ο Αϊχμαν τι εστί Χανς Γκλόμπκε.
Επρόκειτο για έναν πρώην συνεργάτη του στο Ολοκαύτωμα, που όχι μόνο δεν απέδρασε από την Ευρώπη, αλλά παρέμεινε στη Γερμανία και χάρη στην «εύνοια» των νέων αφεντικών του έγινε το 1960 το «δεξί χέρι» του καγκελάριου Κόνραντ Αντενάουερ. Κατέλαβε το πανίσχυρο πόστο του συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας, αποτελώντας ουσιαστικά τον κύριο σύνδεσμο επικοινωνίας μεταξύ Βόννης, ΝΑΤΟ και CIA, στο αποκορύφωμα του Ψυχρού Πολέμου!
Ο Γκλόμπκε δεν ήταν όμως ο μοναδικός πρώην συνεργάτης του Αϊχμαν στην Υπηρεσία Εβραϊκών Υποθέσεων του Γ’ Ράιχ, που είχε καταλάβει αξιώματα στη Δυτική Γερμανία. Αμερικανοί και Γερμανοί έτρεμαν το ενδεχόμενο να αποκαλύψει ο Αϊχμαν αυτά τα ονόματα, σε περίπτωση που έπεφτε στα χέρια των Ισραηλινών κι έτσι ο πραγματικός λόγος της «γραφειοκρατικής αδράνειας» που κρατούσε κρυφή την κρυψώνα του ήταν η Ομερτά.
Ο Άιχμαν θα είχε πιθανότατα παραμείνει ασύλληπτος. Το ίδιο συνέβη και σε πολλούς ομοϊδεάτες τους. Αν δεν τον «κάρφωνε» στη Μοσάντ ο Φριτς Μπάουερ, ένας Γερμανός πράκτορας που φέρεται να ήταν αηδιασμένος από την αδράνεια των προϊσταμένων του στη μυστική υπηρεσία BND. Κάποιες άλλες ιστορικές πηγές θέλουν τον ίδιο τον τότε Καγκελάριο, Κόνραντ Αντενάουερ. Μάλιστα, είναι ο πραγματικός καταδότης του Άιχμαν, ως αντάλλαγμα για να μην αποκαλυφθούν άλλοι αξιωματούχοι της κυβέρνησής του, που είχαν συνεργαστεί με τον Χίτλερ.
Τα γεγονότα έχουν πάντως ως εξής: Από το 1951 τις προσπάθειες των «Εκδικητών» συνέδραμε η νεοσύστατη Μοσάντ. Η υπηρεσία μυστικών πληροφοριών του Ισραήλ, που έχει ιδρύσει ο πρώτος πρωθυπουργός της χώρας, Δαυίδ Μπεν Γκουριόν. Το 1959 ο Μπάουερ παρέδωσε στη Μοσάντ τον φάκελο που αποκάλυπτε την πραγματική ταυτότητα του Ρικάρντο Κλέμεντ. Εκείνος διήγαγε μαζί με την οικογένειά του πλουσιοπάροχο βίο στο Μπουένος Άιρες.
Από εκεί και πέρα τα πάντα ήταν βγαλμένα από σενάριο κατασκοπευτικής κινηματογραφικής παραγωγής. Πράκτορες της Μοσάντ αφίχθησαν με άκρα μυστικότητα στην Αργεντινή. Άρχισαν να παρακολουθούν τον «Κλέμεντ». Για να μην κινήσουν υποψίες, έστησαν ένα γραφείο ταξιδιών κοντά στη γειτονιά του. Το έκαναν, έχοντας σχεδιάσει να τον μεταφέρουν ζωντανό στο Ισραήλ για να δικαστεί.
Αφού βεβαιώθηκαν ότι ο άνθρωπος που παρακολουθούσαν ήταν ο Άιχμαν. Έθεσαν σε εφαρμογή το σχέδιο σύλληψής του. Το βράδυ της 11ης Μαΐου του 1960, δύο αυτοκίνητα με αναμμένες μηχανές τον περίμεναν έξω από το σπίτι του. Αυτό, έγινε κατά την επιστροφή από την τοπική αντιπροσωπεία «Mercedes-Benz», όπου εργαζόταν.
Όταν έφθασε, ένας από τους πράκτορες τον φώναξε με το όνομα του και όταν ο Άιχμαν γύρισε, δέχτηκε μία δυνατή γροθιά στο πρόσωπο, με αποτέλεσμα να πέσει ουρλιάζοντας από τον πόνο. Πριν καταλάβει καν τι είχε συμβεί, οι πράκτορες τον έβαλαν σηκωτό σε ένα από τα δύο αυτοκίνητα και αφού του έδεσαν μάτια, χέρια και πόδια, τον οδήγησαν σε ασφαλές κρησφύγετο.
Διασφαλίζοντας ότι δεν πρόκειται να αυτοκτονήσει με δηλητήριο, περίμεναν την κατάλληλη ευκαιρία για να τον φυγαδεύσουν, χωρίς να γίνουν αντιληπτοί από τις αρχές της Αργεντινής. Η οικογένειά του τον αναζήτησε, τηλεφωνώντας σε νοσοκομεία και κλινικές, απέφυγε, όμως, να ειδοποιήσει την Αστυνομία.
Δέκα μέρες αργότερα, η Μοσάντ τον φόρτωσε ναρκωμένο σε ένα εμπορικό αεροσκάφος της «Ελ Αλ» και τον οδήγησε στην Ιερουσαλήμ. Στις 23 Μαΐου 1960 ο Μπεν Γκουριόν προκαλεί σάλο, ανακοινώνοντας στην ισραηλινή Βουλή και σε όλο τον κόσμο τη σύλληψη του «Αδόλφου Νο 2».
Η Αργεντινή διαμαρτύρεται για την απαγωγή του Άιχμαν και ύστερα από άκαρπες διαπραγματεύσεις με το Ισραήλ, ζητεί σύγκληση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, υποστηρίζοντας ότι παραβιάσθηκαν τα κυριαρχικά δικαιώματα της, αλλά και το Διεθνές Δίκαιο, που απαγόρευε την απαγωγή πολίτη από επικράτεια ουδέτερης χώρας, χωρίς ενημέρωση των αρχών της.
Στη διαμάχη που ακολούθησε, το Ισραήλ παραδέχθηκε την παραβίαση, αλλά δικαιολογήθηκε ότι η παράνομη απαγωγή έγινε από οργάνωση Εβραίων πολιτών (εννοώντας τους «Εκδικητές») και όχι από κρατικούς υπαλλήλους. Το Συμβούλιο Ασφαλείας εξέδωσε συμβιβαστικό ψήφισμα, με το οποίο πρότεινε «επανόρθωση» από το Ισραήλ και δημόσια δίκη του Άιχμαν.
Το Ισραήλ ζήτησε «συγνώμη» από την Αργεντινή, αλλά αρνήθηκε να επιστρέψει τον κρατούμενο. Αντ’ αυτού, προχώρησε κανονικά στο σχεδιασμό του, παραπέμποντας τον σε δίκη, η οποία ξεκίνησε στις 11 Απριλίου. Αμέσως μετά την αιφνιδιαστική απαγωγή του Αϊχμαν και τη μεταφορά του στην Ιερουσαλήμ, τα αρχεία δείχνουν πως η CIA διέταξε επείγουσα έρευνα στους φακέλους της, προς αναζήτηση τυχών ενοχοποιητικών για την ίδια στοιχείων.
Το αποτέλεσμα ήταν να «ανακαλύψει» με τρόμο πως σχεδόν όλο το επιτελείο του Αϊχμαν ήταν στη δούλεψή της! Πολλοί από αυτούς, όπως ο συνεργάτης τού Χίμλερ, Ότο Μπόλσγουινγκ, ανήκαν στην περιβόητη «οργάνωση Γκέλεν» (πρόδρομο της BND), αρχηγός της οποίας ήταν ο ίδιος ο Ράινχαρντ Γκέλεν, επικεφαλής της στρατιωτικής κατασκοπείας των Ναζί στο ανατολικό μέτωπο.
«Οι μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ θεωρούσαν τον Γκέλεν αυθεντία στον Κόκκινο Στρατό και γι’ αυτό προσέλαβαν τον ίδιο και δεκάδες ακόμη εγκληματίες πολέμου στο συγκεκριμένο δίκτυο», εξήγησε τότε ο Ρόμπερτ Γουλφ, ένας από τους ιστορικούς που πίεσαν για τη δημοσιοποίηση των αποχαρακτηρισμένων εγγράφων.
Κατά τη δίκη του Άιχμαν, η οποία απασχόλησε σύσσωμη τη διεθνή κοινή γνώμη, ο κατηγορούμενος βρισκόταν έγκλειστος σε ειδικά κατασκευασμένο γυάλινο αλεξίσφαιρο κλωβό. Για την εποχή ήταν εκπληκτικά τα μέτρα ασφάλειας, επειδή αφενός πολλοί εξαγριωμένοι Ισραηλινοί ήθελαν να τον λιντσάρουν, αφετέρου άλλοι πρώην Ναζί ήθελαν επίσης να τον σκοτώσουν για να μην προβεί σε αποκαλύψεις.
Η κατηγορία αφορούσε 15 αδικήματα, ανάμεσα στα οποία εγκλήματα κατά της Ανθρωπότητας, εγκλήματα κατά των Εβραίων και συμμετοχή σε εκτός νόμου οργάνωση (την SS). Η υπεράσπιση του Άιχμαν στράφηκε στο γεγονός ότι, ως υφιστάμενος, εκτελούσε απλώς διαταγές ανωτέρων του. Ωστόσο, οι ισχυρισμοί αυτοί καταρρίφθηκαν από πρώην συνεργάτες του στην SS, οι οποίοι κατέθεσαν όσα σχετικά είχαν δει.
Ο Κατήγορος προσεκόμισε, επίσης, μεγάλο όγκο εγγράφων, με τα οποία απεδείκνυε την εμπλοκή του κατηγορουμένου στις μαζικές δολοφονίες. Η διαδικασία ολοκληρώθηκε τον Αύγουστο του 1961, αλλά η απόφαση ανακοινώθηκε τέσσερις μήνες μετά. Το δικαστήριο έκρινε τον Άιχμαν ένοχο για όλες τις κατηγορίες και τον καταδίκασε σε θάνατο με απαγχονισμό. Ο καταδικασμένος απευθύνει δύο αιτήσεις χάριτος, μία στο Ανώτατο Δικαστήριο και μία στον τότε Ισραηλινό ηγέτη Γιτζάκ Μπεν-Ζβι, οι οποίες απορρίφθηκαν.
Στις 31 Μαΐου 1962, ο «λογιστής του θανάτου» πλήρωσε για τις θηριωδίες που διέταξε, αφήνοντας την τελευταία πνοή του στην κρεμάλα των φυλακών της πόλης Ράμλα. Η «Νέμεσις» είχε νικήσει τον ψυχροπολεμικό παραλογισμό και ένα από τα πιο τα πιο «αμαρτωλά» σχέδια συγκάλυψης στην παγκόσμια Ιστορία.
Έξι εκατομμύρια ψυχές σκίρτησαν από εξιλέωση, καθώς οι στάχτες της αποτεφρωμένης σορού του απανθρώπου διασκορπίστηκαν στα νερά της Μεσογείου «για να αποτραπεί η κατασκευή οποιουδήποτε μνημείου θα μπορούσε να θυμίζει τον αρχιτέκτονα του Ολοκαυτώματος».
Σε αυτή την περίπτωση η Ιστορία δεν είχε γραφεί από τους νικητές, αλλά από τους εκδικητές.