Η πανδημία του κορονοϊού αναμφίβολα θα γραφτεί στην ιστορία μαζί με τις πανδημίες που ταλάνισαν εδώ και αιώνες την ανθρωπότητα. Έχει την ίδια ιστορική βαρύτητα με την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, την κατάρρευση των δίδυμων πύργων στην Αμερική, την Lehman Brothers, το κραχ του 29 και τα 1Ο χρόνια της κρίσης. Στην ουσία πρόκειται για μια αλλαγή ολόκληρης της ανθρωπότητας τόσο σε κοινωνικό, όσο και σε οικονομικό πλαίσιο. Παράλληλα, θα βιώσουμε τη μοναχικότητα και τη διάλυση της Ενωμένης Ευρώπης.
Κάθε χώρα προσπαθεί να καταπολεμήσει την εξάπλωσή της, ενώ συγχρόνως λαμβάνει μέτρα για να περιορίσει τις επιπτώσεις στην οικονομία. Η μία χώρα μετά την άλλη σφραγίζει τα σύνορά της και επιβάλλει περιοριστικά μέτρα για συναθροίσεις που οδηγούν στο προσωρινό κλείσιμο χιλιάδων επιχειρήσεων. Τις τελευταίες εβδομάδες η κατάσταση στην Ευρώπη και στην Αμερική χειροτέρευσε αισθητά, με τα κρούσματα να αυξάνονται και αυτοκινητοβιομηχανίες να κλείνουν λόγω διακοπής της εφοδιαστικής τους αλυσίδας. Ο φόβος εξάπλωσης του ιού και η καραντίνα που επιβλήθηκε έχουν επιφέρει μεγάλο πλήγμα στην εμπιστοσύνη, στην οικονομική δραστηριότητα και στις αγορές.
Η χώρα μας θα βρεθεί και πάλι σε δυσκολότερη θέση, όπως και το 2008, και τώρα ξέρουμε τι ακολούθησε.
Αν, μάλιστα, λάβουμε υπόψη μας ότι ήδη η οικονομία μας, από το τελευταίο τρίμηνο του 2019, υποχωρεί σε σχέση με τους συμφωνημένους στόχους, τότε τα προβλήματα θα είναι εκρηκτικά. Η τεράστια πτώση στα χρηματιστήρια παγκοσμίως αντανακλά όχι απλώς την υποβάθμιση των προσδοκιών για επιχειρηματικά κέρδη αλλά τον φόβο γενικευμένης πιστωτικής κρίσης.
Ο κορονοϊός δοκιμάζει κρατικούς μηχανισμούς και κυβερνήσεις, με τον ίδιο τρόπο θα οδηγήσει σε μόνιμες αλλαγές σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο με τρόπους που θα κριθούν μόνο εκ των υστέρων.
Ακόμα κι έτσι όμως, με το πέπλο μυστηρίου που καλύπτει συνήθως μια κρίση παγκόσμιων διαστάσεων την ώρα που συμβαίνει, κάποιοι έχουν ήδη μια άποψη για το πώς θα είναι ο κόσμος μας όταν βγει από την τραγική περιπέτεια που διανύουμε.
Το Foreign Policy ρώτησε ακαδημαϊκούς και στοχαστές για την επαύριο του COVID-19, ποιες είναι οι προβλέψεις τους κοντολογίς για έναν κόσμο που μόλις και ανατέλλει…
Κάποιοι μάλιστα ηγέτες, μας λέει ο ακαδημαϊκός, θα το σκεφτούν δυο φορές να απεμπολήσουν τις αυξημένες εξουσίες που τους χάρισε η κρίση.
Η Νότια Κορέα και Σιγκαπούρη έχουν ανταποκριθεί μέχρι στιγμής καλύτερα από τον καθένα στην πανδημία και η Κίνα αντέδρασε τελικά σωστά, παρά τα αρχικά λάθη.
Η αντίδραση σε Ευρώπη και ΗΠΑ, από την άλλη, ήταν αργή και αποσπασματική, κρίνει πάντα ο Stephen Walt, κλωνίζοντας τελικά την παντοδυναμία της Δύσης. «Αυτό που δεν θα αλλάξει είναι η θεμελιωδώς συγκρουσιακή φύση της παγκόσμιας πολιτικής. Οι προηγούμενες επιδημίες δεν σταμάτησαν τον ανταγωνισμό των μεγάλων δυνάμεων ούτε εγκαινίασαν μια νέα εποχή παγκόσμιας συνεργασίας», παρατηρεί.
«Τελικά», όσο οι πολίτες στρέφονται στις εθνικές κυβερνήσεις για βοήθεια, η πανδημία «θα δημιουργήσει έναν κόσμο λιγότερο ανοιχτό, με λιγότερη ευημερία και λιγότερο ελεύθερο»…
Η οικονομική και στρατιωτική ανάπτυξη της Κίνας είχε προκαλέσει ήδη την πολεμική αντίδραση της Αμερικής, μας λέει ο Niblett, που προσπαθούσε να αναγκάσει τους συμμάχους της να κάνουν το ίδιο. Η πανδημία του κορονοϊού ωθεί σήμερα κυβερνήσεις, κοινωνίες και εταιρίες να ενδυναμώσουν την ικανότητά τους να επιβιώνουν σε παρατεταμένες περιόδους οικονομικής απομόνωσης.
«Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, μοιάζει εξαιρετικά απίθανο να επιστρέψει ο κόσμος στην ιδέα της αμοιβαία επωφελούς παγκοσμιοποίησης που καθόρισε τις αρχές του 21ου αιώνα», παρατηρεί. Και χωρίς κίνητρα να προστατευθούν τα κοινά οφέλη της διεθνοποιημένης οικονομίας, η αρχιτεκτονική της παγκοσμιοποίησης θα ατροφήσει γρήγορα.
Το μεγάλο ζητούμενο, για τον Robin Niblett, είναι πώς θα αντιδράσουν οι ισχυροί ηγέτες.
Οι ηγέτες που θα αποδείξουν στο λαό τους ότι διαχειρίστηκαν αποτελεσματικά την κρίση, καταλήγει, θα το εξαργυρώσουν σε πολιτικό κεφάλαιο. Όσοι αποτύχουν όμως δύσκολα θα αντισταθούν στον πειρασμό να κατηγορήσουν άλλους για τη δική τους ανεπάρκεια…
Η πανδημία του κορονοϊού θα οξύνει τα πολιτικά πνεύματα, φέρνοντας στην επιφάνεια όλες τις ρητορικές και τα αντίπαλα στρατόπεδα. Αυτό «προφητεύει» ο G. John Ikenberry, καθηγητής πολιτικής και διεθνών σχέσεων στο Πρίνστον, πως η κρίση θα τροφοδοτήσει κάθε αντιδραστική δύναμη στη μεγάλη σκακιέρα της Δύσης.
Όσοι αντιτίθενται στον τρόπο που δουλεύει σήμερα ο κόσμος, οι εχθροί της παγκοσμιοποίησης, οι εθνικιστές, ακόμα και οι φιλελεύθεροι διεθνιστές, όλοι θα αποκομίσουν ισχυρές ενδείξεις ότι οι απόψεις τους είναι σωστές.
«Με δεδομένη την οικονομική καταστροφή και την κοινωνική κατάρρευση που ξεδιπλώνεται, είναι δύσκολο να δεις κάτι άλλο από την ενίσχυση του εθνικισμού, τον ανταγωνισμό των μεγάλων δυνάμεων κ.λπ.», παρατηρεί.
Η παγκόσμια οικονομική ύφεση του 1929 ήταν μια κατάσταση διεθνούς οικονομικής ύφεσης που διήρκεσε από ένα μέχρι δέκα χρόνια σε διάφορες χώρες του κόσμου. Επρόκειτο για τη μεγαλύτερη οικονομική ύφεση της σύγχρονης ιστορίας και χρησιμοποιείται στον 21ο αιώνα ως παράδειγμα για το πόσο οδυνηρή μπορεί να είναι μια οικονομική καταστροφή. Η “Μεγάλη Ύφεση”, όπως χαρακτηρίστηκε στις ΗΠΑ, σύμφωνα με τους αναλυτές προκλήθηκε μετά από το χρηματιστηριακό κραχ, που ξεκίνησε στις 24 Οκτωβρίου του 1929. Το τέρμα της κρίσης στις ΗΠΑ ταυτίστηκε με το έναυσμα της πολεμικής οικονομίας του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου γύρω στο 1939.
Βρίσκοντας αναλογίες με το παγκόσμιο οικονομικό κραχ της δεκαετίας του 1930 ο Ikenberry επιχειρηματολογεί πως το ίδιο θα γίνει και τώρα. Η τότε κατάρρευση έδειξε πόσο διασυνδεδεμένες ήταν οι κοινωνίες και πόσο τρωτές φυσικά στη «μόλυνση», γι’ αυτό και ηγέτες όπως ο Φραγκλίνος Ρούσβελτ απάντησαν στο πρόβλημα σκαρώνοντας μια νέα παγκόσμια τάξη με διεθνιστικό πρόσημο.
Η μεταπολεμική αυτή τάξη ανέλαβε να φτιάξει ένα ανοιχτό μεν σύστημα, με δικλείδες ασφαλείας ωστόσο και ικανότητες να διαχειρίζεται την αλληλοεξάρτηση των δυτικών κρατών. Κανείς δεν μπορούσε πια να κρύβεται εντός των συνόρων του, σημειώνει ο ακαδημαϊκός, όλοι έπρεπε να συνεργαστούν σε πολλαπλά επίπεδα δημιουργώντας μια πραγματικά παγκόσμια υποδομή.
«Οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι άλλες δυτικές δημοκρατίες ίσως ταξιδέψουν στις ίδιες αλληλουχίες αντιδράσεων, πυροδοτούμενες από μια ασταθή έννοια ευπάθειας. Η αντίδραση μπορεί να είναι πιο εθνικιστική αρχικά, αλλά μακροπρόθεσμα οι δημοκρατίες θα βγουν από το καβούκι τους για να βρουν έναν νέο τύπο πραγματιστικού και προστατευτικού διεθνισμού»…
Τα περισσότερα κράτη θα γίνουν εσωστρεφή, τουλάχιστον για κάποια χρόνια, καθώς οι κυβερνήσεις τους θα λειτουργήσουν ενδοσκοπικά, κοιτώντας δηλαδή τι συμβαίνει εντός των συνόρων τους αντί στη διεθνή γεωπολιτική σκακιέρα. Αυτό προβλέπει ο Richard Haass, πρόεδρος του περιβόητου αμερικανικού think tank Council on Foreign Relations.
«Περιμένω μεγαλύτερες κινήσεις στην κατεύθυνση της επιλεκτικής αυτάρκειας (και, ως αποτέλεσμα, της αποσύνδεσης), με δεδομένο πόσο τρωτή είναι η εφοδιαστική αλυσίδα. Ακόμα μεγαλύτερη αντίδραση στη μαζική μετανάστευση. Και μικρότερη προθυμία ή δέσμευση για την αντιμετώπιση περιφερειακών ή παγκόσμιων προβλημάτων», τονίζει.
Πολλές θα είναι οι χώρες που δύσκολα θα ξανασηκώσουν κεφάλι από την οικονομική καταστροφή που θα επιφέρει ο κορονοϊός, διαβλέπει, και αυτή η κρατική αδυναμία και οι αποτυχημένες κοινωνίες θα επικρατήσουν τελικά σε ένα καλό τμήμα του κόσμου.
Η τωρινή κρίση θα συμβάλει περαιτέρω στην επιδείνωση των παγκόσμιων σχέσεων και την εξασθένιση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. «Μια κρίση που έχει τις ρίζες της στην παγκοσμιοποίηση θα αποδυναμώσει αντί να προσθέσει στην προθυμία του κόσμου και την ικανότητά του να τη διαχειριστεί», καταλήγει…