Οι Έλληνες επιβάτες του Τιτανικού είναι μία από τις εκατοντάδες ιστορίες που ακούστηκαν για το διασημότερο ναυάγιο όλων των εποχών, αλλά έχουν ξεχαστεί.
Ο Τιτανικός θεωρείται ακόμη και σήμερα το διασημότερο ναυάγιο όλων των εποχών, καθώς πρόκειται για το πιο σύγχρονο πλοίο της εποχής του, που βυθίστηκε πριν καν ολοκληρώσει το παρθενικό του ταξίδι.
Δεκάδες βιβλία και άλλα τόσα ντοκιμαντέρ, πολλές ταινίες ανάμεσα στις οποίες και η πιο γνωστή που σάρωσε τα Όσκαρ, χιλιάδες άρθρα και αναλύσεις, ποιήματα, τραγούδια, πίνακες ζωγραφικής και έργα τέχνης ακόμα και μια… ντουζίνα θεωρίες συνωμοσίας για το τι πραγματικά έγινε και ο Τιτανικός βρέθηκε από εκεί που ταξίδευε όλο περηφάνια, στον παγωμένο βυθό του Ατλαντικού.
Περίπου 107 χρόνια μετά το παρθενικό και έσχατο ταξίδι ενός τεχνολογικού θαύματος για εκείνη την εποχή, έχουν ειπωθεί και έχουν γραφτεί σχεδόν τα πάντα. Πολλές είναι οι ιστορίες που έχουν γίνει γνωστές. Σχεδόν όλες έχουν μέσα τους το στοιχείο της τραγικότητας για το οποίο μιλήσαμε νωρίτερα.
Κάποιες από αυτές τις ιστορίες είναι οι πλέον γνωστές. Κάποιες άλλες έχουν περάσει σε δεύτερη μοίρα. Υπάρχουν και εκείνες που είναι εντελώς ξεχασμένες. Μια από αυτές είναι και εκείνη των τεσσάρων Ελλήνων που ξεκίνησαν για ένα καλύτερο αύριο αλλά βρέθηκαν στη λίστα των νεκρών του διασημότερου ναυαγίου.
Θα πει κάποιος -και σωστά- πως όταν χάθηκαν τουλάχιστον 1.500 άνθρωποι, είναι μικρόψυχο να μιλάς μόνο για τέσσερις. Αυτή η ιστορία των τεσσάρων Ελλήνων, ωστόσο, έχει την δικιά της αξία και επιπλέον η «εντοπιότητα» ήταν και παραμένει ένα από τα κριτήρια της «σωστής είδησης».
Η παραγγελία για την κατασκευή του δόθηκε στα τέλη του καλοκαιριού του 1908. Τέλη Μαρτίου του 1909 ξεκίνησε η ναυπήγησή του η οποία ολοκληρώθηκε με την καθέλκυσή του περίπου δυο χρόνια αργότερα.
Ο Τιτανικός ήταν ένα πραγματικό τεχνολογικό θαύμα για την εποχή του. Υπερπολυτελές πλοίο 269 μέτρων και 52,3 τόνων που έφτανε συνολικά τα 53,3 μέτρα ύψος, διέθετε επτά καταστρώματα και «έπιανε» 44 χιλιόμετρα ανά ώρα μέγιστη ταχύτητα.
Συνολικά ο Τιτανικός μπορούσε να «κουβαλήσει» 2.435 επιβάτες και 892 άτομα πλήρωμα. Διέθετε και 20 σωστικές λέμβους. Χωρούσαν μόλις 1.178 ανθρώπους. Κρίθηκε πως δεν χρειαζόταν μέριμνα για παραπάνω καθώς το πλοίο ήταν… αβύθιστο.
Στις 10 Απριλίου 1912 ξεκίνησε από το Σαουθάμπτον το παρθενικό του ταξίδι με προορισμό τη Νέα Υόρκη, όπου σύμφωνα με τους υπολογισμούς θα έφτανε πέντε ημέρες αργότερα. Το βράδυ της τέταρτης ημέρας, ωστόσο, έμελλε να είναι και το τελευταίο.
Ο Τιτανικός προσέκρουσε σε παγόβουνο. Μέσα σε 2 ώρες και 40 λεπτά είχε βυθιστεί. Μόλις 705 από τους 2.224 επιβάτες κατάφεραν να σωθούν. Τουλάχιστον 1.500 πέθαναν. Ανάμεσα σε αυτούς και τέσσερις Έλληνες.
Η Ελλάδα εκείνης της περιόδου ήταν μια χώρα που το μεγαλύτερο κομμάτι του πληθυσμού της βίωνε τη φτώχεια και την ανέχεια στο πετσί του. Ήταν άλλωστε μια εποχή που η χώρα βρισκόταν στα πρόθυρα των βαλκανικών πολέμων (ο πρώτος εκ των οποίων θα ξεκινούσε μερικούς μήνες μετά το παρθενικό ταξίδι του Τιτανικού).
Πολλοί ήταν οι νέοι άνθρωποι που έψαχναν τη μια και μοναδική ευκαιρία που θα τους δινόταν για να κυνηγήσουν το όνειρο για ένα καλύτερο αύριο.
Σε αυτή την κατηγορία ανήκαν και τέσσερις νεαροί από το μικρό χωριό Άγιος Σώστης του δήμου Οιχαλίας, στη Μεσσηνία.
Το 2006 στο Ζάππειο Μέγαρο, πραγματοποιήθηκε μια έκθεση κειμηλίων του ναυαγίου και εκεί δόθηκαν στη δημοσιότητα οι πληροφορίες που θα διαβάσετε παρακάτω και προέρχονται από την έρευνα που έκανε η Ρένα Γιατροπούλου.
Ο Βασίλης Καταβέλος ήταν μόλις 18 χρονών τότε. Αποφάσισε να πάει στις ΗΠΑ μετά από… φήμες που του μεταφέρθηκαν πως ο μικρότερος αδελφός του, Παναγιώτης, που βρισκόταν ήδη εκεί έκανε… άσωτη ζωή. Ακολουθώντας τη συμβουλή του συγχωριανού του, Παναγιώτη Λυμπερόπουλου, δέχθηκε να ταξιδέψει μαζί του.
Στις ανησυχίες του Βασίλη για το κόστος του υπεραντλαντικού ταξιδιού, ο Παναγιώτης Λυμπερόπουλος τον καθησύχασε του λέγοντάς του πως τα εισιτήρια της τρίτης θέσης δεν ήταν τόσο ακριβά. Έτσι, ο Βασίλης πούλησε μερικά πρόβατα, αγόρασε το εισιτήριο και ταξίδεψε μέχρι τη Μασσαλία με τον Π. Λυμπερόπουλο και δύο αδέλφια, κατοίκους του Αγίου Σώστη.
Στον Τιτανικό επιβιβάστηκε από το λιμάνι του Χερβούργου με αριθμό εισιτηρίου 2682 Γ’ Θέση. Ο αδελφός του, Παναγιώτης, ήταν ο πρώτος που έμαθε για τον θάνατό του από τις εφημερίδες που πουλούσε. Λίγες εβδομάδες μετά το ναυάγιο η σορός του ανασύρθηκε από το πλοίο Μακέι-Μπένετ, αλλά επειδή δεν πρόλαβε να αναγνωριστεί από την οικογένειά του ποντίστηκε στη θάλασσα στις 22 Απριλίου 1912. Ο αδελφός του παρέλαβε απλά μια τσατσάρα και το πιστοποιητικό γεννήσεως του Βασίλη.
Ο 33χρονος Παναγιώτης Λυμπερόπουλος ζούσε αρκετά χρόνια στη Νέα Υόρκη. Είχε μια καλή ζωή και είχε καταφέρει ν’ ανοίξει το δικό του εργαστήριο μεταλλικών χειροτεχνημάτων. Στην πατρίδα του είχε γυρίσει τον Απρίλιο του 1912, προκειμένου να βαφτίσει τον γιο του Κώστα στην εκκλησία του Άη Γιάννη.
Πριν το Πάσχα εκείνης της χρονιάς και παρά την επιμονή της γυναίκας του, Αγγελικής, να μείνει να περάσουν μαζί τις ημέρες των γιορτών, εκείνος αποφάσισε να ταξιδέψει με τον Τιτανικό. Η γυναίκα του είχε προαίσθημα πως κάτι κακό θα συμβεί και τον παρακαλούσε να μη φύγει. Αυτός, όμως, ήταν αποφασισμένος και όταν πλέον έφτασαν στο λιμάνι της Μασσαλίας με τον Βασίλη Καταβέλο της έγραψε πως «θα ταξιδέψουμε με το καλύτερο ατμόπλοιο του κόσμου» προκειμένου να την καθησυχάσει.
Στον Τιτανικό επιβιβάστηκε από το λιμάνι του Χερβούργου με αριθμό εισιτηρίου 2683 Γ’ Θέση. Όταν το πλοίο χτύπησε το παγόβουνο, ο Λυμπερόπουλος εγκατέλειψε την Γ΄ θέση. Με τη βοήθεια των αγγλικών που γνώριζε, φόρεσε ένα σωσίβιο και έπεσε στα παγωμένα νερά. Κολύμπησε μέχρι μια σωσίβια λέμβο, όπου βρίσκονταν άλλα τρία άτομα.
Δυστυχώς, η λέμβος παρασύρθηκε από τα νερά και δεν βρέθηκε παρά δύο μήνες μετά σε μια ακτή του Καναδά. Οι ναυαγοί ήταν φυσικά νεκροί και είχαν δεθεί στη λέμβο με τις ζώνες των παντελονιών τους. Τα σωσίβιά τους ήταν σκισμένα με τα δόντια τους, πιθανώς σε μια προσπάθεια να ξεγελάσουν την πείνα τους. Η γυναίκα του και ο γιος του Παναγιώτη Λυμπερόπουλου παρέλαβαν τα αντικείμενα που βρέθηκαν στις τσέπες του: τη βέρα του, μια χρυσή καρφίτσα, ένα ρολόι, μια ατζέντα και κάποια χρήματα. Ο ίδιος ετάφη σε νεκροταφείο του Καναδά.
Ο τρίτος των Ελλήνων, Απόστολος Χρονόπουλος ήταν 26 ετών τότε. Είχε πάει πρώτη φορά στην Αμερική σε ηλικία 18 ετών και δούλευε διερμηνέας σε μια βιοτεχνία. Είχε αποφασίσει να πάρει μαζί του τον μικρότερο αδελφό του, Δημήτρη Χρονόπουλο, ο οποίος ήταν 21 ετών το 1912.
Αρχικά, τα δύο αδέλφια επρόκειτο να ταξιδέψουν στην Αμερική με κάποιο άλλο υπερωκεάνιο, αλλά όταν έφτασαν στη Μασσαλία με τον Παναγιώτη Λυμπερόπουλο και τον Βασίλη Καταβέλο, ο πρώτος τούς έπεισε να αλλάξουν τα εισιτήριά τους και να ταξιδέψουν με τον Τιτανικό για να φτάσουν πιο γρήγορα. Η τύχη των δύο αδελφών δεν έγινε γνωστή. Δεν γνωρίζει κανείς εάν παρασύρθηκαν μαζί με τον Τιτανικό στο βυθό ή εάν οι σοροί τους βρέθηκαν και ποντίστηκαν στη θάλασσα.
Σήμερα, στο ορεινό χωριό του Αγίου Σώστη στη Μεσσηνία υπάρχει ένα μικρό μνημείο (δημιουργήθηκε μόλις το 2001) για τους τέσσερις άντρες-θύματα του Τιτανικού. «Εις μνήμην των τεσσάρων Ελλήνων θυμάτων του Τιτανικού του έτους 1912 αναζητούντων καλυτέραν τύχην εις ΗΠΑ δι΄εαυτούς και οικογενείας των. Βασιλείου Γ. Καταβέλου-Παναγιώτου Κ. Λυμπεροπούλου-Δημητρίου Μ. Χρονοπούλου» γράφει.