Σύζυγος Τζέι Σίμπσον: Η σύζυγος του Τζέι Σίμπσον, Νικόλ Μπράουν Σίμπσον, βρέθηκε νεκτή στα σκαλοπάτια από το σπίτι της, μια καλοκαιρινή νύχτα του 1994. Η σορός της βρέθηκε μέσα σε μια λίμνη αίματος. Η ίδια φαίνονταν βίαια κατακρεουργημένη. Δεν μπορούσε καν να διακρίνει κάποιος τη σπονδυλική στήλη της. Λίγα μέτρα πιο πέρα και σε παρόμοια κατάσταση ανακαλύφτηκε από τις αρχές, μετά το τηλεφώνημα ενός γείτονα, και ο Ρόναλντ Γκολντμαν.
Ήταν ένας από τους σερβιτόρους που εργαζόταν στο αγαπημένο εστιατόριο της Νικολ, το οποίο εκείνη και η παρέα της είχαν επισκεφτεί λίγες ώρες νωρίτερα. Οι κακές γλώσσες ήθελαν τους δυο να έχουν έρθει κοντά μετά το διαζύγιο της Νικόλ από τον σούπερ σταρ σύζυγο της Τζει Σίμπσον. Η οικογένεια της, όμως, ακόμα και σήμερα υποστηρίζει ότι ο νεαρός άνδρας βρέθηκε απλά τη λάθος στιγμή στο λάθος μέρος, χάνοντας την ζωή του, επειδή είχε απλά προσφερθεί να επιστρέψει στην οικία της Νικόλ τα γυαλιά ηλίου που είχε ξεχάσει.
Όποια και να είναι η αλήθεια, η αποτρόπαια σκηνή που αντίκρισαν οι αστυνομικοί αποτύπωνε με τον πλέον δραματικό τρόπο έναν επίλογο που δεν άρμοζε με την πρότερη ζωή της εντυπωσιακής Νικόλ. Μια ζωή, η οποία παρέπεμπε σε κλασικό χολιγουντιανό στόρι. Αν και γεννήθηκε στη Δυτική Γερμανία, λίγο μετά τη γέννησή της οι γονείς της μετακόμισαν στις ΗΠΑ. Αμέσως μετά την ενηλικίωσή της αποφάσισε να ασχοληθεί με το μόντελινγκ, αν και αναγκαζόταν να εργάζεται τα βράδια ως σερβιτόρα.
Την περίοδο εκείνη γνώρισε τον μετέπειτα σύζυγό της, έναν από τους αγαπημένους αθλητές της χώρας. Παρ’ ότι ήταν ήδη παντρεμένος με τρία παιδιά, ερωτεύθηκε την νεαρή κοπέλα, εγκαταλείποντας τα πάντα για χάρη τους. Ο λαμπερός γάμος τους και η ακόμα πιο εντυπωσιακή ζωή τους, η οποία περιελάμβανε επαύλεις, ταξίδια, πολυτελή πάρτι και διάσημους φίλους έμοιαζε να πραγματώνει την απόλυτη επίτευξη του αμερικανικού ονείρου. Πίσω από τα τρυφερά ενσταντανέ του ζευγαριού, αποδείχθηκε ότι κρυβόταν μία πολύ διαφορετική πραγματικότητ
Αυτή ξεδιπλώνεται στα μυστικά ημερολόγια της άτυχης Νικόλ που φέρνει για πρώτη φορά στη δημοσιότητα η αδελφή της θανούσας. Κατά τη διάρκεια των 16 χρόνων του γάμου της υπέστη φρικτές σκηνές ζηλοφθονίας, σωματική και ψυχική βία. Τα ημερολόγια βρέθηκαν σε ένα θησαυροφυλάκιο, μαζί με φωτογραφίες από το γεμάτο μώλωπες πρόσωπό της. Η Νικόλ αρχίζει να καταθέτει τις σκέψεις της από τα τέλη του 1978.
«Κατέστρεψε το αυτοκίνητό μου, ύστερα από την επίσκεψή μου σε έναν κοινό γνωστό. Αν και ήταν, μόλις 8 το απόγευμα, φοβήθηκα να βγω από το αυτοκίνητο. Το να με πετάει στο πάτωμα, να με κλωτσάει και να με χτυπάει για ώρες μετατράπηκε σε καθημερινό γεγονός για εμένα».
Έναν χρόνο μετά τον γάμο τους καταγράφει ένα ιδιαίτερα σκληρό περιστατικό. «Πήγαμε σε ένα φιλικό ζευγάρι. Ήπιαμε ποτά και επιστέψαμε. Όταν μπήκαμε μέσα με χτυπούσε για αρκετή ώρα, χωρίς προειδοποίηση. Μου ξέσκισε το πουλόβερ μου. Την επόμενη ημέρα αναγκάστηκα να πάω στο νοσοκομείο, υποστηρίζοντας στους γιατρούς ότι έπεσα από το ποδήλατο».
Όταν ήταν μόλις δύο μήνες έγκυος με τον γιό τους Τζάστιν, ο σύζυγος της Νικόλ απαίτησε να κάνει έκτρωση, ενώ την σημάδεψε με ένα όπλο. Συχνά-πυκνά την έδιωχνε από το σπίτι. Της φώναζε «φύγε από το σπίτι μου χοντρή, γαμ… αγελάδα». Παρά την κακομεταχείριση, η Νικόλ δικαιολογούσε διαρκώς την συμπεριφορά του. Όταν, μάλιστα, η οικογένειά της πρότεινε να τον εγκαταλείψει και να επιστρέψει στην πατρική εστία, εκείνη αρνήθηκε. Πίστεψε ότι μετά το διαζύγιό τους, θα μπορούσε τουλάχιστον να απολαύσει μία γαλήνια οικογενειακή ζωη.
Ο απεχθής θανάτός της καταγράφηκε ως ένα από τα ειδεχθέστερα εγκλήματα. Η μετέπειτα δίκη επίσης έγραψε ιστορία στα δικαστικά χρονικά.