Ο Ρομπέρτο Σαβιάνο είναι ο δημοσιογράφος που πήρε την αυτοκτονική απόφαση να βγάλει στη φόρα τα άπλυτα της “Καμόρα” και να τα βάλει με την ιταλική μαφία.
Η απήχηση ήταν τεράστια. Το πρωτότυπο – ως παράλογα τολμηρό – βιβλίο έγινε ανάρπαστο. Έχει μεταφραστεί σε 52 γλώσσες και πουλήσει περισσότερα από 10 εκατομμύρια αντίτυπα.
Συμπεριλήφθηκε στις best seller λίστες εννέα διαφορετικών χωρών, μεταξύ των οποίων βέβαια η Ιταλία, όπου ξεπούλησε ξανά και ξανά, φτάνοντας τα 2,5 εκατ. «κομμάτια» σε κυκλοφορία.
Η μεγαλειώδης επιτυχία του συγγραφέα Ρομπέρτο Σαβιάνο όμως ήταν ταυτόχρονα και η «κατάρα» του. Για κανένα άλλο σύγγραμα που γράφτηκε ποτέ το τίμημα δεν ήταν τόσο σκληρό για το δημιουργό του, αν αυτό δεν ήταν ο θάνατος.
Μια «έννοια» με την οποία χρειάστηκε πάντως έτσι κι αλλιώς να συμφιλιωθεί ο Ιταλός δημοσιογράφος προτού πάρει τη σχεδόν αυτοκτονική απόφαση να βγάλει στη φόρα τα άπλυτα της «Καμόρα». Η πρώτη υπέρβαση του ήταν ο σαρωτικός αντίκτυπος του βιβλίου του. Η δεύτερη ότι εξακολουθεί και αναπνέει…
Ο Σαβιάνο γεννήθηκε στη Νάπολη το 1979 και μετά τις σπουδές του στη Φιλοσοφική ξεκίνησε καριέρα δημοσιογράφου το 2002. Το ρεπορτάζ που τον γοήτευσε από την αρχή ήταν το αστυνομικό και προϊόντος του χρόνου αφοσιώθηκε στην έρευνα για τη δράση του οργανωμένου εγκλήματος.
Σε καμία άλλη πόλη του κόσμου – με εξαίρεση τη Σικέλια – δεν θα μπορούσε να έχει τόσο πλούσιο υλικό όσο σε αυτήν που διαφέντευε η διαβόητη Καμόρα. Το ιδιαίτερο με την περίπτωση του βέβαια ήταν ότι το χέρι του όχι μόνο δεν… έτρεμε όταν έπρεπε να κάνει κάποια αποκάλυψη που σχετιζόταν με την πανίσχυρη Μαφία της Νάπολη, αλλά παθιαζόταν κιόλας.
Τα άρθρα του στην εφημερίδα «Corriere del Mezzogiorno» το 2005 είχαν ως αποτέλεσμα να συνεργαστεί με τις Αρχές και να χρησιμοποιηθεί σε κάποιες υποθέσεις ως αφανής μάρτυρας κατηγορίας.
Ελάχιστοι γνώριζαν τότε ότι η δημοσιογραφία ήταν ένα «παιχνιδάκι» για αυτόν, στο βαθμό της ενασχόλησης του με τις συμμορίες που λυμαίνονταν την πόλη. Η μεγάλη ιδέα είχε ωριμάσει καιρό στο μυαλό του και αποδείχτηκε ότι αυτά τα τέσσερα χρόνια εργαζόταν back round για της δώσει σάρκα και οστά.
Ο Σαβιάνο τριγύριζε σε όλη τη Νάπολη με τη βέσπα του και έναν ασύρματο συντονισμένο στην συχνότητα της αστυνομίας για να φτάνει πρώτος στον τόπο όπου κείτονταν ένα πτώμα, συνήθως θύμα του πολέμου μεταξύ των οικογενειών της Μαφίας. Είχε καταφέρει να έχει πληροφοριοδότες εντός των κυκλωμάτων που διακινούσαν ναρκωτικά, αλλά και να εξασφαλίσει συγκλονιστικές μαρτυρίες φυλακισμένων, που είχαν μπλέξει με τις νεανικές συμμορίες – την αναλώσιμη δηλαδή εμπροσθοφυλακή του οργανωμένου εγκλήματος.
Όσα είχε αναφέρει στα ρεπορτάζ του ήταν σταγόνα στον ωκεανό μπροστά σε όσα αποκάλυψε το 2006 με την έκδοση του «Γκομόρα» (στα ελληνικά κυκλοφορεί με τον τίτλο «Γόμορρα»). Πρόκειται για μια νουβέλα βασισμένη σε αληθινά γεγονότα, με «ανατριχιαστικές» λεπτομέρειες για τη δράση, την οργάνωση και την ιεραρχία της ναπολιτάνικης μαφίας. Ο πάταγος που προκλήθηκε ήταν ανάλογος με τον καθολικό αιφνιδιασμό των «Νονών». Δεν θα μπορούσε να γίνει κι αλλιώς. Αν είχαν ενδείξεις ότι υπήρχε κάποιος τόσο θρασύς που ετοιμαζόταν να σπάσει με τέτοιο τρόπο την περιβόητη Ομερτά, θα είχαν φροντίσει να του κλείσουν το στόμα.
Ασφαλώς η «καταδίκη» σε θάνατο δεν αποφεύχθηκε. Λίγες ημέρες μετά την έκδοση του βιβλίου, η μητέρα του Σαβιάνο βρήκε στο γραμματοκιβώτιο της ένα σημείωμα. Ήταν μία φωτογραφία του γιου της, με ένα πιστόλι να τον σημαδεύει στο κεφάλι, και από κάτω τη φράση: «καταδικασμένος».
Λίγο καιρό αργότερα, ο Σαβιάνο ήταν προσκεκλημένος σε μία εκδήλωση, με αφορμή την έναρξη της νέας σχολικής χρονιάς, στο Δήμο του Κάζαλ Ντι Πρίντσιπε, την πατρίδα του πιο ισχυρού μαφιόζου της Καμόρα, η οποία μάλιστα έχει και ένα από τα πιο υψηλά ποσοστά δολοφονιών στην Ιταλία. Όταν πήρε το λόγο σόκαρε τους πάντες, κατονομάζοντας μέλη της Μαφίας!
«Από το βήμα έδειξα τους αρχηγούς, αναφέροντας τα ονόματά τους δημόσια, πράγμα που οι ντόπιοι ντρέπονταν να κάνουν. Τους είπα ότι έπρεπε να φύγουν από την πόλη. Την επόμενη μέρα, μια τοπική εφημερίδα καταδίκασε τη συμπεριφορά μου ως προσβολή προς την Καμόρα»!
Παρών στην εκδήλωση ήταν και ο τότε πρόεδρος της ιταλικής Βουλής, μαζί με την προσωπική του ασφάλεια. «Μου είπαν ότι ήταν πολύ επικίνδυνο να επιστρέψω στη Νάπολη με τα μέσα μαζικής μεταφοράς και με πήραν μαζί τους. Μερικές μέρες αργότερα, κάποιος με ακολούθησε σε κάποιο δρόμο της Νάπολη και ανέβηκε μαζί μου στο λεωφορείο. Κάποια στιγμή με πλησίασε και μου είπε: “Ξέρεις ότι θα σε κάνουν να πληρώσεις ακριβά για αυτό που έκανες στο Καζάλε, έτσι;”.
Λιγότερο από ένα μήνα αργότερα, κατά την επιστροφή του από ένα φεστιβάλ βιβλίου στη Νάπολη βρήκε στο σταθμό δύο καραμπινιέρους να τον περιμένουν. Μπήκαν σε ένα θωρακισμένο αυτοκίνητο της ασφάλειας. Του είπαν ότι οι αρχές είχαν αποφασίσει πως θα είναι η προσωπική του ασφάλεια.
Το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς, τα μέλη της ασφάλειας διπλασιάστηκαν, καθώς υπήρχαν φήμες από τις φυλακές ότι η Καμόρα σχεδίαζε τη δολοφονία του. Στη φυλακή, ένα από τα “κεφάλια‘‘ της μαφίας, ο Σαλβατόρε Καντιέλο, βλέποντας μία εκπομπή του στην τηλεόραση, είπε: “Συνέχισε να μιλάς γιατί πολύ σύντομα δεν θα μπορείς να πεις κουβέντα”».
Μέσω του βιβλίου – ντοκουμέντο ο Σαβιάνο κέρδισε παγκόσμια αναγνώριση και έγινε πλούσιος. Το βιβλίο έγινε θεατρικό έργο, το οποίο του χάρισε τον τίτλο του καλύτερου νέου Ιταλού συγγραφέα στο διαγωνισμό Olimpici del Teatro 2008. Ταινία βασισμένη στο βιβλίο («Καμόρα») κέρδισε στο φεστιβάλ των Κανών το Μεγάλο Βραβείο για την πιο πρωτότυπη ταινία, καθώς επίσης και το Premio Tonino Guerra. Το 2014, η «Γκομόρα» γίνεται σειρά και μία από τις μεγαλύτερες παραγωγές της ιταλικής τηλεόρασης τις τελευταίες δεκαετίες.
Σε προσωπικό επίπεδο το κύρος του ως δημοσιογράφος εκτοξεύτηκε στη στρατόσφαιρα. Εργάζεται στην εφημερίδα «La Repubblica» και το περιοδικό «Espresso», ενώ έχει συνεργασία με ορισμένα από τα μεγαλύτερα έντυπα του κόσμου, σε ΗΠΑ (New York Times , Washington Post, Time), Μεγάλη Βρετανία (Guardian, Times), Γερμανία (Die Zeit, Der Spiegel), Ισπανία (El Pais) και Σουηδία (Expressen).
Το κόστος για όλα αυτά όμως είναι μια ζωή που από την ηλικία των 26 δεν έχει καμία διαφορά με εκείνη ενός διεθνούς φήμης εγκληματία, που αναζητά λυσαλλέα η Interpol. Από το 2006 ζει διαρκώς υπό συνεχή αστυνομική προστασία, αλλάζοντας χώρα και ταυτότητα.
Το 2008 ξεκινά η δίκη 24 μελών της Μαφίας, γνωστή ως υπόθεση «Σπάρτακος». Η έρευνα των Αρχών έχει βασιστεί στις αποκαλύψεις του βιβλίου του. Οι κατηγορούμενοι βαρύνονται με σημαντικές κατηγορίες, όπως ανθρωποκτονία, δωροδοκία σε δημόσιες υπηρεσίες και βαριές σωματικές βλάβες. Είναι η εποχή που η Καμόρα πυκνώνει τις απειλές εναντίον του – η εφημερίδα «La Repubblica» αποκαλύπτει ότι η διάσημη οικογένεια Καζαλέζι έχει ορίσει «συμβόλαιο θανάτου» για τον συγγραφέα. Τελικά, με σκανδαλώδη τρόπο αθωώνονται όλα τα ηγετικά στελέχη που έχουν καθίσει στο εδώλιο και ο Σαβιάνο αντιλαμβάνεται ότι η μάχη που έχει ξεκινήσει είναι άνιση.
«Είμαι ζωντανός – νεκρός. Υπάρχω μόνο μέσα σε τέσσερις τοίχους. Κυκλοφορώ 13 χρόνια τώρα με έναν κόκκινο στόχο στην πλάτη. Έχασα τη ζωή μου για το τίποτα. Το έχω μετανιώσει. Δεν άξιζε τον κόπο, τίποτα δεν αξίζει το να ζεις έτσι. Αλλά όταν το κάνεις δεν ξέρεις τι ακριβώς θα ακολουθήσει», δήλωσε τον περασμένο Φεβρουάριο ο 40χρονος σήμερα Σαβιάνο, ο οποίος ζει πλέον στη Νέα Υόρκη με άλλη ταυτότητα και αλλάζοντας συνεχώς κατοικίες.
Αν κάποιοι όμως περίμεναν ότι ο φόβος για τη ζωή του θα κατέληγε σε αυτολογοκρισία, αυταπατήθηκαν. Ο «επικηρυγμένος» δημοσιογράφος συνέχισε την έρευνα και το συγγραφικό έργο του, με ακόμα δύο αποκαλυπτικά βιβλία.
Το ένα είναι το «Μηδέν, Μηδέν, Μηδέν» (Zero, Zero, Zero), βιβλίο στο οποίο περιγράφει το «λευκό κόσμο» της κοκαΐνης και το πώς ελέγχεται από τα καρτέλ της Κολομβίας και του Μεξικό, που βρίσκουν πρόθυμους συνεργάτες σε κάθε γωνιά του πλανήτη: τράπεζες της Γουόλ Στριτ, εφοπλιστές σε Ιταλία και (ω ναι) Ελλάδα, απόγονοι πλούσιων επιχειρηματιών και πολιτικών. Σε 500 σελίδες ο Σαβιάνο σκίζει το πέπλο που καλύπτει έναν κόσμο που μας σύστησαν το Neftlix και των Narcos, αγγίζοντας όμως ευαίσθητες χορδές σε ότι αφορά τη στενή σχέση των ναρκέμπορων με αυτό που αποκαλούμε «υψηλή κοινωνία» και με τρόπο που κανείς ένστολος δεν πρόκειται ποτέ να κάνει δημόσια.
Το δεύτερο είναι το μυθιστόρημα «Piranhas», στο οποίο ο Σαβιάνο παρουσιάζει τον κόσμο των εφηβικών συμμοριών, που έχει στρατολογήσει η Καμόρα για τη διακίνηση ναρκωτικών. Παιδιά από 10 ετών και νέοι έως 19 έχουν αναλάβει πρωταγωνιστικό ρόλο στο οργανωμένο έγκλημα. Κάτω από την προστασία των Κάπο, σπέρνουν τον τρόμο στους δρόμους της συνοικίας Φορτσέλα, στο βασίλειο της Καμόρα. Διακινούν κόκα, ξεπλένουν χρήμα, λαδώνουν αστυνομικούς, ενώ ενίοτε αναλαμβάνουν και συμβόλαια θανάτου. Το μεγάλο τους «προσόν» είναι ότι παρότι μοιάζουν δεν είναι αναλώσιμοι. Καθώς είναι ανήλικοι, αν συλληφθούν δικάζονται με μικρές ποινές ή αθωώνονται.
«Γιατί συνεχίζω τις αποκαλύψεις; Γιατί το μόνο που μου δίνει πλέον καύσιμα είναι η εκδίκηση. Μου έχουν κλέψει τη ζωή, δεν μπορώ να κυκλοφορήσω, δεν μπορώ να μείνω στο σπίτι μου, δεν μπορώ ούτε να δουλέψω όπως θέλω. Στη Νάπολη μπορώ να επιστρέψω μόνο με τις αναμνήσεις μου. Μια συνεχής απειλή για να το βουλώσω. Ε, λοιπόν δεν το βουλώνω. Είναι το μόνο μου όπλο…», λέει ο Νο. 1 εχθρός της Μαφίας, ο οποίος ωστόσο έχει συνειδητοποιήσει ότι εκεί, στον έξω κόσμο, οι ναρκέμποροι έχουν περισσότερους συνεργούς απ’ ότι εχθρούς ακόμα και σε επίπεδο Αρχών.
«Από την μία χαίρομαι που ο κόσμος γνωρίζει περισσότερα πράγματα για τη Μαφία, από την άλλη όμως τίποτα ουσιαστικό δεν άλλαξε – ώς να πει κανείς ότι κινδύνεψε για κάποιο λόγο. H Μαφία έχει διασυνδέσεις σε όλο τον κόσμο. Ακόμα και η άνοδος της ακροδεξιάς στις γερμανικές εκλογές είναι δουλειά της γερμανικής μαφίας. Το έλεγα στην Ανγκελα Μέρκελ, αλλά δεν ήθελε να το πιστέψει. Κανείς δε θέλει να δει κατάματα τι συμβαίνει παγκοσμίως. Η Μαφία κινεί τα νήματα και πολιτικά».
Ο Ρομπέρτο Σαβιάνο πίστεψε ότι η δική του ανταρσία κόντρα στη διαφθορά και το οργανωμένο έγκλημα θα ενέπνεε τη δικαιοσύνη, στην επιδίωξη οικοδόμησης μιας κοινωνίας με λιγότερους «κακούς». Σήμερα είναι ένας από τους πιο αξιοθαύμαστους ανθρώπους στον κόσμο, αλλά και ένας απελπιστικά μοναχικός επαναστάτης που… κινδυνεύει να ανταμειφθεί για τον ηρωισμό του απλώς πέφτοντας ένδοξα στο πεδίο της μάχης.
Ο Νίκος Γκάτσος θα το έθετε διαφορετικά. Καληνύχτα Ρομπέρτο, αυτός ο κόσμος δεν θα αλλάξει ποτέ…