Σαλβατόρε Σκιλάτσι – Αληθινή ιστορία: Πριν από περίπου τρεις δεκαετίες, ο Σαλβατόρε Σκιλάτσι ζούσε ένα όνειρο. Ο ίδιος πραγματοποίησε το μεγάλο βήμα στην καριέρα του, σε ηλικία 25 ετών. Ήταν τότε που πήρε μεταγραφή για τη «Μεγάλη Κυρία» του Ιταλικού και Ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου. Ήταν πλέον παίκτης της Γιουβέντους, ενώ αποτελούσε και μέλος της Εθνικής ομάδος της Ιταλίας.
«Την πρώτη φορά που είδα από κοντά τον Τζάνι Ανιέλι κατάλαβα πού έχω φτάσει», ήταν η ατάκα του. Από εκεί και πέρα φρόντισε με τις εμφανίσεις του να κερδίζει το δικαίωμα να ονειρεύεται. Με 15 γκολ στην πρώτη του σεζόν στο Τορίνο ήταν ο πρώτος σκόρερ της Γιούβε. Τότε, η «Μεγάλη Κυρία» κατέκτησε το Coppa Italia και το κύπελλο UEFA.
Αρκετά για να κερδίσει μια θέση στην εθνική Ιταλίας για το εντός έδρας Μουντιάλ. Αν και με τους Ατζούρι είχε μόλις δύο συμμετοχές ως τότε. Πήγε, γνωρίζοντας ότι ξεκινούσε ως η τελευταία επιθετική επιλογή του Ατζέλιο Βιτσίνι. Όμως, τα άστρα μπήκαν στην ευθεία και όλα συνωμότησαν, ώστε ο Σκιλάτσι να βρεθεί τελικά βασικός. Ήταν εκείνο το γκολ με την Τσεχοσλοβακία στην πρεμιέρα των Ιταλών; Ήταν τυχαίο; Ήταν γραφτό;
Σημασία έχει ότι για τον «Τοτό» αυτές που θα ακολουθούσαν θα ήταν οι τέσσερις πιο τρελές εβδομάδες που μπορούσε να φανταστεί. Εκείνες που ονειρεύονταν ως παιδάκι που έπαιζε μπάλα στους δρόμους του Παλέρμο. Δεν κατάφερνε να βγάλει το σχολείο και τελικά πήγαινε στη μισητή Μεσίνα για να δοκιμάσει την τύχη του στη μπάλα.
Σε αυτές τις τέσσερις εβδομάδες, με 6 γκολ σε 7 ματς, ο Σκιλάτσι έγινε αυτός που οδηγούσε την Ιταλία προς τη δόξα. Ήταν ο «ήρωας» μιας ολόκληρης χώρας. Έγινε ο πρώτος σκόρερ του Μουντιάλ. Έγινε αυτός που αναδείχθηκε καλύτερος παίκτης του τουρνουά μπροστά από τον Ντιέγκο Μαραντόνα ή τον Λόταρ Ματέους. Έγινε τελικά ένας ποδοσφαιριστής που έβλεπε ότι η ζωή είναι όντως απρόβλεπτη. Είναι ωραίο αυτό, γιατί από την πείνα της Σικελίας, έφτασε να ζει ένα παρόν και να βλέπει μπροστά του ένα μέλλον «γεμάτο».
Παίζοντας σε μια από τις καλύτερες ομάδες της Ευρώπης, έχοντας εκτοξεύσει το στάτους του ως σέντερ φορ και με το ιταλικό πρωτάθλημα να είναι το καλύτερο του κόσμου τότε, δηλαδή και το πιο ακριβό, ο «Τοτό» τα έβλεπε όλα να στρώνονται όπως πρέπει. Μέχρι που συνειδητοποίησε ότι η ζωή είναι όντως απρόβλεπτη. Και αυτό θα το καταλάβαινε με άσχημο τρόπο. Ο έρωτας του με τη σύζυγο του, την Ρίτα Μπονακόρσο, γνωστός.
Όπως γνωστό ήταν από ένα σημείο κι έπειτα, όμως, ότι η ίδια διατηρούσε σχέση με τον Τζανλουίτζι Λεντίνι. Ήταν το ανερχόμενο αστέρι της συμπολίτισσας Τορίνο. Για τον Σαλβατόρε το «χτύπημα» ήταν μεγάλο, αφού τα πρωτοσέλιδα άλλαξαν ύφος απέναντι του. Δεν τον κατηγορούσαν για κάτι. Απλά ο Σκιλάτσι δεν πόζαρε πλέον στις εφημερίδες ή στα κανάλια ως ο άνθρωπος που οδηγεί την Ιταλία προς τη δόξα. Ο ίδιος πόζαρε ως ο απατημένος σταρ.
Για έναν Σικελό που κάποτε «τρελάθηκε» όταν ο προπονητής του, Τζιοβάνι Τραπατόνι, του είπε ότι «σκοτώσατε ακόμη και τον Φαλκόνε». Για έναν άνθρωπο που δε δίστασε να ρίξει κουτουλιά στον συμπαίκτη του, Ρομπέρτο Μπάτζιο. Ο λόγος ήταν τα νεύρα του. Το πρόβλημα ήταν μεγάλο. Όχι, απαραίτητα με τη σύζυγο του ή με τον Λεντίνι, αλλά με τη συνείδηση του, την αξιοπρέπεια του, τη ντροπή του. Και αυτή, η ντροπή, ήταν που τον έστειλε όχι απλά μακριά από τη Γιουβέντους, αφού πήγε στην Ιντερ, αλλά μακριά από την Ιταλία, αποφασίζοντας να αποδεχθεί την πρόταση της Τζουμπίλο Ιβάτα το 1994.
Η επιλογή, θεωρητικά, έγινε για τα λεφτά, αλλά δεν ήταν έτσι. Ο ίδιος, άλλωστε, έχει παραδεχθεί ότι ήθελε να φύγει όσο το δυνατόν πιο μακριά από την Ιταλία, μη μπορώντας να διαχειριστεί το γεγονός ότι σε κάθε γήπεδο της χώρας, αυτοί που λίγα καλοκαίρια πριν φορούσαν τη φανέλα του, έλεγαν το όνομα του 1.000 φορές την ημέρα και είχαν εναποθέσει πάνω του τις ελπίδες για να γίνουν ξανά Campioni del mondo, ήταν πλέον αυτοί που τον χλεύαζαν για τα προσωπικά του.
Ήταν η στιγμή που ο Σκιλάτσι θα συνειδητοποιούσε ακόμη μία φορά ότι η ζωή είναι απρόβλεπτη και θα τον έστελνε στην άλλη άκρη του κόσμου. Είναι όμως και δίκαιη, αν θέλουμε να σχολιάσουμε το συγκεκριμένο θέμα, αφού είναι μια ιστορία που δεν είχε κανένα νικητή παρά μόνο χαμένους. Ο Λεντίνι, αυτός που θα γινόταν η πιο ακριβή μεταγραφή ever το 1992 υπογράφοντας στη Μίλαν, είδε την καριέρα του να καταστρέφεται το 1993 λόγω ενός σοβαρού ατυχήματος με το αυτοκίνητο του, ενώ η Ρίτα είδε το ιταλικό κράτος να της παίρνει τη βίλα λόγω χρεών έπειτα από ένα δάνειο και συνειδητοποίησε ότι οι πόρτες δεν ήταν ανοιχτή για αυτή, με συνέπεια να καταλήξει να κοιμάται σε ένα τροχόσπιτο, το οποίο αποτελεί και το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο της. Κι ας μην είναι δικό της…
Από το καλοκαίρι του 1989 που υπέγραψε στη Γιουβέντους, μέχρι το καλοκαίρι του 1994 που έφυγε για την Ιαπωνία, με ενδιάμεσους σταθμούς το Μουντιάλ του 1990 και τη μεταγραφή στην Ιντερ το 1992, ο Σαλβατόρε Σκιλάτσι χαμογέλασε κάνοντας όνειρα για μια καριέρα με τίτλους και χρήματα, πίστεψε και έκλαψε βλέποντας ότι ζει μέσα σε ένα καλοκαίρι αυτό που κάθε παιδί με μια μπάλα στα πόδια φαντασιώνεται, φοβήθηκε τον κόσμο και την άποψη του για αυτόν, «τσακίστηκε» αποφασίζοντας να τα αφήσει όλα πίσω του, χωρίς να έχει κρατήσει τίποτα, ούτε τίτλους ούτε λεφτά, για τον ίδιο.
Είδε, κατάλαβε με λίγα λόγια, ότι το ωραίο στη ζωή έχει να κάνει με το απρόβλεπτο. Και αν θέλουμε, τώρα που φτάσαμε στο τέλος, να κάνουμε φιλοσοφικές αναζητήσεις, θα πούμε ότι αυτό μάλλον τον κάνει και πλούσιο. Χωρίς λεφτά.