Ο εκατομμυριούχος ψεύτης μετανάστης είναι ο άνδρας που έστησε μία από τις μεγαλύτερες κομπίνες στην ιστορία, χωρίς, ωστόσο, η ιστορία του να έχει αίσιο τέλος.
Άνθρωποι που κάνουν ή προσπαθούν να κάνουν απάτες υπήρχαν και θα υπάρχουν πάντα. Αλλά όταν ένα συγκεκριμένο είδος κομπίνας παίρνει το όνομα αυτού που την έκανε, τότε ίσως είναι λιγότερο απατεώνας από τους υπόλοιπους.
Ο Charles Ponzi γεννήθηκε στην Πάρμα της Ιταλίας το 1882 και σπούδασε σε πανεπιστήμιο της Ρώμης. Πιστεύεται ότι μετανάστευσε στις ΗΠΑ, το 1903, όταν και έφτασε στην Βοστόνη με το SS Vancouver.
Όπως δήλωσε αργότερα στους New York Times, έχασε σχεδόν όλα του τα λεφτά στον τζόγο, ενώ ταξίδευε για την Αμερική. «Έφτασα στην Αμερική με 2,5 δολάρια στην τσέπη και με 1 εκατομμύριο δολάρια σε ελπίδες. Και αυτές οι ελπίδες δεν με άφησαν ποτέ».
Ο Ponzi είχε ένα έμφυτο χάρισμα και μια τεράστια αυτοπεποίθηση. Και τα δυο τον βοήθησαν για να στήσει μια από τις μεγαλύτερες κομπίνες στην ιστορία.
Αρχικά δούλεψε ως λαντζέρης μέχρι να μετακομίσει στο Μόντρεαλ του Καναδά. Εκεί βρήκε δουλειά ως ταμίας σε μια τράπεζα, η οποία «εξυπηρετούσε» του Ιταλούς μετανάστες, βάζοντας πολύ υψηλούς τόκους. Η τράπεζα όμως πτώχευσε και ο Ponzi βρέθηκε πάλι απένταρος. Συνελήφθη προσπαθώντας να πλαστογραφήσει μια επιταγή και καταδικάστηκε για τρία χρόνια στην φυλακή του Κεμπέκ.
Το φυσικό ταλέντο του στα ψέματα ήταν έκδηλο. Όσο ήταν στην φυλακή, έγραφε στη μητέρα του πως δούλευε εκεί κι όχι πως ήταν τρόφιμος. Όταν βγήκε δεν πέρασε πολύ καιρός ώστε να ξαναπεράσει το κατώφλι της. Αυτή τη φορά συνελήφθη να περνά παράνομους μετανάστες από τον Καναδά στις ΗΠΑ, περνώντας άλλα δυο χρόνια σε φυλακή της Ατλάντα.
Όταν επέστρεψε στην Βοστώνη, σκέφτηκε την κομπίνα που πήρε το όνομά του και του χάρισε μια θέση στην ιστορία. Έλαβε από η Ισπανία ένα international reply coupon, ένα κουπόνι που μπορούσε να αναταλλάξει με γραμματόσημα από μια άλλη χώρα. Σκέφτηκε λοιπόν να αγοράζει τέτοια κουπόνια και να τα πουλάει για ακριβότερα γραμματόσημα σε μια άλλη χώρα.
Θα έστελνε λοιπόν λεφτά σε συνεργάτες σε κάποια άλλη χώρα. Εκείνοι θα αγόραζαν τα IRC και θα του τα έστελναν στις ΗΠΑ. Εκεί ο ίδιος θα τα αντάλλαζε για γραμματόσημα που θα κόστιζαν περισσότερο απ’ όσα το κουπόνι και ύστερα θα πουλούσε τα γραμματόσημα. Το κέρδος του ήταν 400%.
Η κομπίνα του μπορεί να απέδιδε αλλά ο ίδιος δεν ήταν ικανοποιημένος. Έτσι, θέλησε να βρει επενδυτές για να αυξήσει κι άλλο τα έσοδά του. Υποσχέθηκε στους υποψήφιους επενδυτές κέρδη 50% σε 45 ημέρες και 100% σε 90 ημέρες. Τους πρώτους επενδυτές ο Ponzi τους πλήρωνε με χρήματα από άλλους επενδυτές που έβρισκε, ώστε να μην είναι δυσαρεστημένοι. Τα πραγματικά κέρδη βέβαια τα κρατούσε για τον εαυτό του. Έλεγε παντού και συνεχώς ψέματα για να πείσει όλο και περισσότερους.
Η κομπίνα του τον έκανε πλούσιο. Αγόρασε μια έπαυλη με πισίνα στην Μασαχουσέτη, με κάποιες αναφορές να λένε πως κέρδιζε μέχρι και 250 χιλιάδες δολάρια την ημέρα!
Η κομπίνα αποκαλύφθηκε το 1920, όταν η εφημερίδα The Boston Post άρχισε να ερευνά τον τρόπο λειτουργίας της επιχείρησής του. Η έρευνα έκανε τους επενδυτές να ζητήσουν το σύνολο των κερδών τους, με σκοπό να μην αναμειχθούν περαιτέρω. Το Αύγουστο του ίδιου χρόνου, ο Ponzi συνελήφθη και του απαγγέλθηκαν 86 κατηγορίες για απάτη. Τότε είχε στην άκρη 7 εκατομμύρια δολάρια, ένα τεράστιο ποσό για την εποχή.
Καταδικάστηκε σε 14 χρόνια κάθειρξης. Η γυναίκα του ζήτησε διαζύγιο. Το 1934 αποφυλακίστηκε και 15 χρόνια αργότερα, σε ηλικία 67 ετών, πέθανε απένταρος στο Ρίο Ντε Τζανέιρο της Βραζιλίας. Από τότε οι αρχές ονομάζουν κάθε παρόμοια υπόθεση ως «Ponzi Scheme», δηλαδή ως «Κομπίνα του Ponzi».