Ο μεγαλύτερος Έλληνας χαρτοπαίχτης από την Κεφαλλονιά, που έκανε τα καζίνο του Λας Βέγκας να αναστενάξουν. Ξεκίνησε να παίζει με 40 ευρώ και συνέχισε αήττητος για τρία χρόνια κερδίζοντας 40.000.000.
Κάπου, σε μια γειτονιά του Λας Βέγκας, σε ένα σπίτι που δεν το λες και έπαυλη, ο Άρτσι Καράς-κατά κόσμον Ανάργυρος Καραμπουρνιώτης-ξυπνάει καθημερινά, ξέροντας ότι δεν μπορεί πλέον να κάνει, αυτό που έχτισε τον μύθο του, δηλαδή να παίξει πόκερ, ζάρια ή Μπλακ Τζακ σε ένα από τα καζίνο της αμαρτωλής πόλης του αέναου τζόγου, εκεί όπου μικρομεσαίοι υπάλληλοι, ανώτερα στελέχη επιχειρήσεων και εκατομμυριούχοι ποντάρουν ανάλογα με τις δυνατότητές τους.
Ο Καράς, εδώ και τέσσερα χρόνια, είναι καταχωρημένος στην «μαύρη βίβλο» των καζίνο στη Νεβάδα, μετά από μια σειρά παρανομιών και απάτης, τις οποίες αρνείται, μιλώντας για σκευωρίες. Η άποψη του είναι ότι του την έστησαν κανονικά, επειδή ξεφτίλισε τα καζίνο και σούπερ παίχτες του αθλήματος και όπως έχει δηλώσει ποτέ δεν διανοήθηκε να «κλέψει» σε μια παρτίδα.
Ότι κι αν έγινε όμως του στέρησε για πάντα την δυνατότητα, να «τινάξει» για άλλη μια φορά την μπάνκα ενός καζίνο στον αέρα, όπως συνέβη ουκ ολίγες φορές.
Στην κυριολεκτικά μυθιστορηματική ζωή του είναι ο άνθρωπος που ξεκίνησε ένα βράδυ να παίζει με 50 δολάρια στην τσέπη και ένα δάνειο, για να καταλήξει μέσα σε τρία χρόνια με κέρδη 40.000.000 δολάρια!
Αυτό ήταν κάτι που δεν είχε ξαναγίνει ποτέ στην ιστορία του τζόγου, από έναν παίχτη, που άφησε μεταξύ πολλών άλλων ταπί και ψύχραιμους, δύο παγκόσμιους πρωταθλητές του πόκερ την ίδια μέρα!
Σήμερα στα 69 του χρόνια, παραμένει ένας μύθος που η λάμψη του μπορεί να έχει ξεθωριάσει λίγο, όπως λένε όμως όλοι όσοι τον γνώρισαν, το πέρασμα του από το Λας Βέγκας δεν θα ξεχαστεί ποτέ.
Στην δεκαετία του ’50 τα Αντυπάτα της Κεφαλονιάς ήταν μικρό φτωχό χωριό, όπου το ψωμί έβγαινε δύσκολα και σε μια οικογένεια, ακόμη και τα μικρά παιδιά αναγκάζονταν να δουλέψουν. Ο Ανάργυρος Καραμπουρνιώτης το έκανε από την ηλικία των δώδεκα ετών, όταν ο πατέρας του που ήταν χτίστης, τον έπαιρνε μαζί του στην οικοδομή.
Ο μικρός την μισούσε αυτή την δουλειά. Το τσιμέντο του είχε κάψει τα χέρια, αυτά που έπαιζε μπίλιες με τους φίλους του για να κερδίσει δυόμιση δραχμές, με τις οποίες μπορούσε να αγοράσει μια φρατζόλα ψωμί. Άντεξε τρία χρόνια, μέχρι την ημέρα που τσακώθηκε άγρια με τον πατέρα του, ο οποίος του πέταξε ένα μυστρί που πέρασε ξυστά από το κεφάλι του.
Γύρισε σπίτι, μάζεψε τα ρούχα του και έφυγε αναζητώντας την τύχη του μακριά από το σπίτι του και την Κεφαλονιά, επιλέγοντας να μπαρκάρει στα καράβια. Λόγω της ηλικίας του δούλευε ως σερβιτόρος κυρίως, για εξήντα δολάρια το μήνα και περίμενε το κατάλληλο λιμάνι για να κατέβει και να ξεκινήσει μια νέα ζωή.
Το 1967 το τελευταίο καράβι στο οποίο δούλευε «δένει» στο λιμάνι του Πόρτλαντ και ο νεαρός Ανάργυρος κατεβαίνει αναζητώντας δουλειά, περιφερόμενος αρχικά από πόλη σε πόλη, μέχρι να φτάσει στο Λος Άντζελες.
Πιάνει δουλειά-την τελευταία κανονική θα έλεγε κανείς-σε ένα εστιατόριο ως σερβιτόρος και τον ελεύθερο χρόνο του, τον σκορπάει σε ένα μαγαζί με μπιλιάρδα και μπόουλινγκ, ακριβώς απέναντι από το μαγαζί όπου τον είχαν προσλάβει.
Έχει τέτοια αντίληψη και ικανότητα που σε λίγους μήνες έχει γίνει εξπέρ στο μπιλιάρδο και τότε αρχίζει να παίζει στοιχήματα, κερδίζοντας σχεδόν αμέσως. Ο ιδιοκτήτης του εστιατορίου που δούλευε λάτρευε το συγκεκριμένο παιχνίδι και δεν είχε πρόβλημα να ποντάρει μεγάλα ποσά, αφού ήταν πλούσιος.
Έτσι, ο Ανάργυρος που στο μεταξύ είχε γίνει Άρτσι, δεν είχε κανένα πρόβλημα να τον νικά συνέχεια, αποκομίζοντας σταδιακά μεγάλα χρηματικά ποσά. Μόνο που πολύ σύντομα έγινε γνωστός με αποτέλεσμα οι παρτίδες με αντιπάλους να ελαχιστοποιηθούν, αφού κανένας δεν ήθελε να τα βάλει μαζί του.
Τότε μπήκε στην ζωή του το πόκερ, που παιζόταν σε ένα δωμάτιο στο πίσω μέρος του μαγαζιού, στο οποίο μπήκε χωρίς να έχει ιδιαίτερες γνώσεις. Είχε όμως κάτι άλλο, μια τρομερή αίσθηση για το φύλο που του ερχόταν και τόλμη στο να ρισκάρει, χωρίς να υπολογίζει το τίμημα, δύο συστατικά που τα επόμενα χρόνια άρχισαν να χτίζουν το μύθο του.
Το 1970, ο Καράς ήταν μόλις είκοσι χρονών και έπαιρνε μέρος σε παρτίδες που το άνοιγμα ήταν 5.000 δολάρια για κάθε παίχτη, έχοντας απέναντί του πολύ πιο έμπειρους αντιπάλους. Μέσα σε μια δεκαετία κέρδισε και έχασε εκατομμύρια δολάρια παίζοντας στην ευρύτερη περιοχή του Λος Άντζελες και όπως έλεγε ένας φίλος του μπορεί να κέρδιζε 1.000.000 δολάρια μια μέρα, το οποίο χανόταν την επόμενη και φτου κι απ’ την αρχή.
Το γεγονός ότι δεν φοβόταν να παίζει παρτίδες με τους καλύτερους παίχτες και με όσο πιο υψηλά πονταρίσματα, έχει την εξήγησή του, δια στόματος Άρτσι: «Δεν έδωσα ποτέ ιδιαίτερη σημασία στο χρήμα. Τα πράγματα που θέλω, υγεία, ελευθερία, αγάπη και ευτυχία, το χρήμα δεν μπορεί να τα αγοράσει. Δεν νοιώθω φόβο και παίζω σαν να μην έχω φόβο ότι θα χάσω τα λεφτά που ποντάρω».
Τον Δεκέμβριο του 1992 ο Καράς χάνει 2.000.000 δολάρια σε μια παρτίδα πόκερ υψηλού ρίσκου και μένει κυριολεκτικά με 50 δολάρια στην τσέπη του όταν φτάνει στο Λας Βέγκας, την Μέκκα του τζόγου με το αυτοκίνητό του. Θα σταματήσει στην είσοδο του καζίνο Binion’s Horseshoe στο οποίο ξεκίναγε ένα τουρνουά με μεγάλα παιχνίδια και πλούσια κέρδη, μόνο που υπήρχε ένα πρόβλημα.
Για να πάρει μέρος θα έπρεπε να έχει 10.000 δολάρια, κάτι για το οποίο φρόντισε ένας παίχτης του πόκερ που τον ήξερε καλά από το Λος Άντζελες και τον είδε στο καζίνο.
Για τα επόμενα τρία χρόνια ο Archie «The Greek» Karas όπως έγινε γνωστός, σάρωσε τα πάντα στο πέρασμά του από το Λας Βέγκας παίζοντας μπιλιάρδο, ζάρια και φυσικά πόκερ. Δεν αποκάλυψε ποτέ την ταυτότητα του εκατομμυριούχου με τον οποίο έπαιξε για ημέρες μπιλιάρδο με εννιά μπάλες και στοιχήματα που ξεκίνησαν από τις 5.000 δολάρια το παιχνίδι και έφτασαν τις 40.000!
Τα κέρδη του από την αναμέτρηση με τον «Mr. X» όπως τον αποκαλεί έφτασαν το 1.200.000 δολάρια, ενώ αμέσως μετά συμφώνησαν να παίξουν πόκερ. Μέσα σε ένα μήνα ο Καράς είχε κερδίσει από τον Mr X 4.000.000 δολάρια, ενώ περιμένοντάς τον δεν άντεχε να μην παίζει καθόλου και έτσι έριχνε τα ζάρια για δυο έως τρεις ώρες κάθε μέρα, κάτι που τον έκανε πλουσιότερο κατά 1.800.000 δολάρια. Αυτό που έμεινε στη ιστορία του τζόγου ως «The Run» μόλις είχε αρχίσει.
Πάρα πολλοί φανατικοί του τζόγου θυμούνται την ημέρα που ο Καράς κάθισε σε ένα τραπέζι του πόκερ με μάρκες αξίας 5.000.000 δολαρίων, περιμένοντας κάποιον αντίπαλο, που δεν άργησε να φανεί. Ήταν ο Στου Ούνγκαρ, δύο φορές παγκόσμιος πρωταθλητής αυτός που κάθισε απέναντι στον Έλληνα και όταν σηκώθηκε ήταν φτωχότερος κατά 500.000 δολάρια.
Την επόμενη ημέρα έγινε το αδιανόητο. Αρχικά προστέθηκε στην λίστα του Άρτσι ο κατά πολλούς καλύτερος παίχτης του πόκερ τότε στον κόσμο, ο θρυλικός Τσιπ Ριζ, που μετά από οχτώ ώρες έφυγε έχοντας κάνει κατά 500.000 δολάρια πλουσιότερο τον Ανάργυρο από τα Αντυπάτα της Κεφαλονιάς. Ο Χάνγκαρ επέστρεψε ξανά, θέλοντας να πάρει τη ρεβάνς και έχασε άλλες 700.000 από τον «δαιμονισμένο» Καρά, ενώ το νέο έκανε τον γύρο του Λας Βέγκας και όχι μόνο, σε λίγες ώρες.
Ήταν η πρώτη φορά που κάποιος κέρδιζε σε μια μέρα δύο παγκόσμιους πρωταθλητές του πόκερ, παίρνοντας τους 1.200.000 δολάρια ενώ λίγους μήνες πριν από τον θάνατό του ο Ριζ είπε σε μια συνέντευξή του: «Τα πιο πολλά χρήματα που έχασα ποτέ ήταν 2.022.000 δολάρια μέσα σε μια νύχτα. Μου τα πήρε ο Άρτσι Καράς».
Δεν ήταν ο μόνος. Πάνω από μια ντουζίνα τρομεροί παίχτες λύγισαν από την ευφυία και το κατά πολλούς απίστευτο παίξιμο του Άρτσι, που κατάφερε στο τέλος του «The Run» να έχει συγκεντρώσει κέρδη 40.000.000 δολαρίων μέσα σε τρία χρόνια παίζοντας πόκερ και ζάρια.
Πως τα έχασε; Παίζοντας φυσικά ξανά και ξανά, αφού ποτέ του δεν υπολόγισε τα λεφτά, ως κάτι πολύτιμο. Ποιος νορμάλ άνθρωπος που θα έχανε 11.000.000 δολάρια στα ζάρια μέσα σε λίγες ώρες, θα έφευγε από το καζίνο σαν μην είχε συμβεί κάτι τρομερό;
Μόνο αυτός ο τζογαδόρος με το φοβερό ένστικτο, που για τους ειδήμονες είναι ο μεγαλύτερος παίχτης heads up poker όλων των εποχών, ο οποίος έπαιξε με σαράντα από τους καλύτερους παίχτες και πρωταθλητές κόσμου, κερδίζοντας απίστευτα λεφτά και φήμη.
Το μόνο του πρόβλημα τότε που μόλις είχε περάσει τα σαράντα του χρόνια, ήταν που θα αποθήκευε όλα αυτά τα χρήματα σε θυρίδες τραπεζών, οι οποίες ήταν περιζήτητες.
Το πιο ακριβό του γεύμα έλαβε χώρα μια ημέρα που αποφάσισε να μην παίξει στο καζίνο, αλλά απλά να φάει κινέζικο. Το κακό ήταν ότι στις θυρίδες του Binion’s Horseshoe είχε φυλαγμένα αρκετά εκατομμύρια δολάρια, οπότε μετά το φαγητό δεν αντιστάθηκε και πήγε να παίξει ζάρια.
«Εκείνο το φαγητό μου κόστισε τελικά 2.500.000 δολάρια. Τόσα έχασα στα ζάρια» είπε γελώντας χρόνια αργότερα σε ένα φίλο του, που τον έπεισε να μιλήσει για τα όσα απίστευτα έζησε.
Ήταν αυτός που παραλίγο να χρεοκοπήσει ένα καζίνο-το αγαπημένο του Binion’s Horseshoe-το οποίο του ανέβαζε συνεχώς τα όρια στα ζάρια, κερδίζοντας εκατομμύρια.
Τελικά χρεοκόπησε αυτός κάνοντας βασικά λάθη όπως είπε χρόνια μετά την θρυλική τριετία 1992-1995, που ήταν ο αδιαφιλονίκητος βασιλιάς στην Μέκκα του τζόγου. Το πρώτο ήταν ότι δεν σταμάτησε κάποια στιγμή να παίζει και να πάρει ανάσες.
Το δεύτερο ότι δεν έβαλε ένα ποσό στην άκρη όχι για να το επενδύσει αλλά για να το χρησιμοποιήσει όταν το πόκερ «άνθισε» και πέρασε ακόμη και στην τηλεόραση. Έτερο μεγάλο λάθος του, ότι διατηρούσε συνέχεια μεγάλα ποσά μέσα στο καζίνο, οπότε τον «έτρωγαν» τα χέρια του και ας μην ήθελε να παίξει κάποια μέρα.
Τα 40.000.000 δολάρια που έχασε δεν πίκραναν αυτόν τον τύπο που έγραψε την δική του μοναδική ιστορία στα χρονικά του τζόγου. Αυτό που πραγματικά τον στεναχωρεί είναι ότι δεν μπορεί πλέον να μυρίσει την τσόχα σε ένα τραπέζι ή να ρίξει τα ζάρια σε ένα άλλο μέσα σε ένα καζίνο. Εκεί που έκανε πράγματα, τα οποία ακόμη και σήμερα φαντάζουν αδύνατα για φυσιολογικούς ανθρώπους, όχι όμως για τον Άρτσι από την Κεφαλονιά.