Ο Νίνο Τσερούτι απεβίωσε σε ηλικία 91 ετών αφήνοντας πίσω του μια φιλοσοφία και αισθητική που άφησε εποχή στο χώρο της υψηλής ραπτικής. Διαχειριζόταν την ιταλική οικογενειακή επιχείρηση Lanificio Fratelli Cerruti, η οποία ιδρύθηκε το 1881 από τον παππού του.
Της: Έπη Τρίμη
Γεννημένος στις 25 Σεπτεμβρίου 1930 στην Μπιέλα ο Νίνο Τσερούτι αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τις φιλοσοφικές του σπουδές σε ηλικία 20 ετών, μετά το θάνατο του πατέρα του Σίλβιο, για να αναλάβει το οικογενειακό εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας και έτσι να θάψει το όνειρό του να γίνει δημοσιογράφος.
Ο Νίνο Τσερούτι ήταν ο πιο «Γάλλος Ιταλός» σχεδιαστής μόδας όταν άνοιξε την πρώτη του μπουτίκ το 1967 στο Παρίσι, Place de la Madeleine, το σημείο εκκίνησης μιας πολυτελούς μάρκας που γρήγορα έγινε παγκόσμια.
Λένε πως το μήλο θα πέσει κάτω από τη μηλιά και ο τελειομανής Νίνο Τσερούτι αποφάσισε να χρησιμοποιεί τα μάλλινα υφάσματα, άριστων προδιαγραφών παράγοντας ενδύματα υψηλών απαιτήσεων για τους πελάτες του εισβάλοντας στο prêt-à-porter.
Ο Νίνο Τσερούτι προκειμένου να συνεργαστεί με κορυφαίους ράφτες έστελνε υφάσματα σε 2.000 άτομα και στη συνέχεια αξιολογούσε το τελικό αποτέλεσμα ώστε να προσλάβει τους πιο ταλαντούχος και λεπτολόγους. Το 1962 ίδρυσε μαζί με την Osvaldo Testa το εμπορικό σήμα Flying Cross, την πρώτη «Γραμμή Σχεδιαστών». Στα μέσα της δεκαετίας του ’60 στο Lanificio Fratelli Cerruti επωφελήθηκε από τη συνεργασία νέων ονομάτων στην ιταλική μόδα, προσλαμβάνοντας ως σχεδιαστή τον νεοφερμένο Giorgio Armani στην πρώτη του μπουτίκ που άνοιξε το 1967. Αμέσως μετά το Cerruti 1881 βρίσκεται στην Place de la Madeleine στο Παρίσι.
Ο μόδιστρος και βασιλιάς της πολυτέλειας όταν ανέλαβε την οικογενειακή επιχείρηση επέλεξε ράφτες για την εταιρεία του με έναν ανορθόδοξο τρόπο καθώς για να καταλήξει στην ομάδα του έστελνε υφάσματα σε 2.000 άτομα για να του ράψουν τις δημιουργίες του. Αφού έπαιρνε στα χέρια του τα ραμμένα ενδύματα έκανε το ξεκαθάρισμά του καθώς ο στόχος του ήταν να χρησιμοποιήσει μόνο τους πιο ταλαντούχους και ακριβείς.
Το ανδρικό κοστούμι, που έγινε πρότυπο για άλλες γενιές σχεδιαστών με το brand Hitman, κατασκευάστηκε για πρώτη φορά το 1957. Αυτό το κοστούμι απαιτούσε έως και 60 ώρες χειρωνακτική εργασία από τους ράφτες για μαζική παραγωγή. Μάλιστα οι κουμπότρυπες ράβονταν με το χέρι, στη συνέχεια ράβονταν τα μανίκια και τέλος τα πέτα.
Είναι αξιοσημείωτο πως από ένα μικρό οικογενειακό εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας που ιδρύθηκε το 1881, έγινε μια τεράστια επωνυμία μόδας. Από σεβασμό προς τους συγγενείς του που ίδρυσαν την επιχείρηση, το 1967 ο Νίνο Τσερούτι πρόσθεσε τον αριθμό 1881 στο εμπορικό σήμα Cerutti 1881.
Το 1975 ξεκίνησε η παραγωγή και διανομή πλεκτών, μπλουζών της casual σειράς: Cerruti 1881 Brothers. Στα μέσα της δεκαετίας του 1970, δημιούργησε τις πρώτες γυναικείες συλλογές του, οι οποίες 20 χρόνια αργότερα θα αντιπροσώπευαν το 20% του κύκλου εργασιών του ομίλου. Σταδιακά, διεύρυνε την επικράτειά του, λανσάροντας αρώματα, ρολόγια, παπούτσια, ακόμη και κοσμήματα.
«Τα παντελόνια έχουν δώσει στις γυναίκες ελευθερία», λέει ο σχεδιαστής, ο οποίος τα είχε σχεδιάσει για μάρκες όπως η Coco Chanel. Εκείνη την εποχή, «ήταν μια γενναία επιλογή για τις γυναίκες επειδή σε ορισμένα εστιατόρια, οι γυναίκες ντυμένες με παντελόνια δεν είχαν δικαίωμα εισόδου».
Ο δημιουργός αρωμάτων του brand που φέρει το όνομά του δημιουργεί επίσης μια νέα σειρά αθλητικών ενδυμάτων αφιερωμένα στο τένις και το σκι, χορηγώντας τα ρούχα σε παγκοσμίου φήμης αθλητές όπως ο Αμερικανός τενίστας Jimmy Connors και ο Σουηδός σκιέρ Ingemar Stenmark. Η δημοτικότητα της μάρκας εκτοξεύτηκε το 1994, όταν το brand έγινε ο επίσημος σχεδιαστής της ομάδας Formula 1 της Ferrari.
Στη δεκαετία του 1980, η εταιρία Cerruti άρχισε να ντύνει όλους τους stars στη μεγάλη οθόνη. Από την Μπόνι και τον Κλάιντ, Όμορφη Γυναίκα στο Βασικό Ένστικτο, το εμπορικό σήμα Cerruti σχεδίασε ρούχα για ηθοποιούς όπως ο Μάικλ Ντάγκλας, ο Τζακ Νίκολσον, ο Τομ Χανκς, ο Μπρους Γουίλις, Σάρον Στόουν, Τζούλια Ρόμπερτς, Ρόμπερτ Ρέντφορντ, Χάρισον Φορντ, Αλ Πατσίνο και Ζαν Πολ Μπελμοντό.
«Για να έχεις στιλ πρέπει να συνδυάζεις κουλτούρα και τέχνη», σύμφωνα με τον Νίνο Τσερούτι.
Ο «Signor Nino», όπως τον αποκαλούσαν στοργικά οι υπάλληλοί του και πατριάρχης της ιταλικής μόδας δεν αποχωριζόταν ποτέ από το αγαπημένο του κίτρινο πουλόβερ που φορούσε σε κάθε επίδειξη μόδας του.
Μεταξύ άλλων τον Αύγουστο του 2006 η Cerruti πωλήθηκε τελικά στην αμερικανική εταιρεία ιδιωτικών κεφαλαίων MatlinPatterson. Ο MatlinPatterson σκόπευε να δώσει νέα πνοή στο εμπορικό σήμα Cerruti προσλαμβάνοντας τον Nicolas Andreas Taralis, πρώην σχεδιαστή του Dior, ο οποίος κατείχε επίσης την υπογραφή του οίκου μόδας Homme ως δημιουργικό διευθυντή, όπως αναφέρει η wilkipedia.
Τον Οκτώβριο του 2007, ο Taralis αντικαταστάθηκε από τον Βέλγο Jean Paul Knott, πρώην σχεδιαστή της krizia και του Yves Saint Laurent. Προσλαμβάνει, επίσης, τον σχεδιαστή Louis Féraud.
Μετά την αναχώρησή του το 2000, ο κ. Cerruti επικεντρώθηκε στην οικογενειακή επιχείρηση κλωστοϋφαντουργίας Lanificio Fratelli Cerruti, η οποία βρίσκεται στην Biella. Δεν έκοψε όλους τους δεσμούς με τον οίκο μόδας και πάντα παρακολουθούσε τις επιδείξεις μόδας Cerruti που έτσι και αλλιώς είχαν την πρωτοκαθεδρία. Το 2004, η εταιρεία Lanificio Fratelli Cerruti αγόρασε την ιταλική εταιρεία σχεδιασμού επίπλων Baleri.
Το 2000 ο Νίνο Τσερούτι τιμήθηκε ως Cavaliere del Lavoro από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Το 2001 η Cerruti Holding πούλησε το εμπορικό σήμα Cerruti 1881 για να επικεντρωθεί στο Lanificio Fratelli Cerruti όπου ο Νίνο Τσερούτι εργάστηκε ως πρόεδρος.
Ο Νίνο Τσερούτι πέθανε στο νοσοκομείο Vercelli στη βορειοδυτική περιοχή του Piedmont, όπου είχε εισαχθεί για εγχείρηση στο ισχίο, αναφέρει το sputniknews.gr. Η μόδα και το στιλ ήταν γι΄ αυτόν ο λόγος της ύπαρξής του κερδίζοντας την παγκόσμια απήχηση το 1957, στην παρουσίαση της πρώτης του σειράς ρούχων, του Hitman στο Μιλάνο.