Κόρη Ναζί: Το 1967 στο χωριό Λα Ιγκλέρα της Βολιβίας, ο συνταγματάρχης του βολιβιανού στρατού, Ρομπέρτο Κιντανίλια Περέιρα, πλησίασε τον Φέλιξ Ροντρίγκες. Ο τελευταίος ήταν υψηλόβαθμο στέλεχος της CIA. Με στόμφο του ανακοίνωσε: «Σενιόρ, μέσα στο σχολείο βρίσκεται αιχμάλωτος, έπειτα από καταδίωξη και μάχη με τις δυνάμεις μας, ο νούμερο ένα επικίνδυνος εχθρός των χωρών μας. Ακολουθήστε με, παρακαλώ».
Οι δυο άνδρες πέρασαν από την πόρτα του σχολείου, το οποίο είχε μεταβληθεί σε φρούριο. Φαντάροι με τα όπλα στο χέρι φυλούσαν σκοπιά και άλλοι είχαν ζώσει τον εξωτερικό χώρο και περιπολούσαν. Καταμεσής μιας αίθουσας που είχε αδειάσει από τα θρανία και υπήρχε μόνο ο μαυροπίνακας και ένας Εσταυρωμένος στον τοίχο, καθόταν ήρεμος, σχεδόν χαμογελαστός ένας μαυρομάλλης άνδρας. Το αριστερό του πόδι τον πονούσε φριχτά και το αίμα από τη σφαίρα που τον είχε τραυματίσει, είχε καταβρέξει το σκούρο χακί, στρατιωτικό του παντελόνι. Η έκφρασή του όμως συνέχιζε να είναι γαλήνια.
Ο φαντάρος στην πόρτα της αίθουσας έκανε στην άκρη και ο Κιντανίλια μαζί με τον Ροντρίγκες μπήκαν μέσα. Οι υπόλοιποι στρατιώτες που βρίσκονταν στην αίθουσα εξαφανίστηκαν σε ελάχιστα δευτερόλεπτα αφήνοντας μόνους τους τρεις άνδρες. «Σενιόρ» είπε ο συνταγματάρχης «σας παρουσιάζω τον αιχμάλωτο. Χάρη στην αμέριστη βοήθειά σας ο ταραξίας Ερνέστο Τσε Γκεβάρα βρίσκεται στα χέρια μας. Τον συλλάβαμε προχθές στην περιοχή της χαράδρας του ξεροπόταμου Quebrada del Churo».
Ο Ροντρίγκες δεν πίστευε στα μάτια του. Είχε μπροστά του τον άνδρα που είχε ξεφτιλίσει τις ΗΠΑ στην Κούβα λίγα χρόνια πριν. Είχε μπροστά του τον γιατρό από την Αργεντινή που το όνομά του και μόνο έκανε τους νέους σε όλο τον κόσμο να βράζει το αίμα τους και δημιουργούσε πρόβλημα σε ολόκληρη τη δυτική κοινωνία, και προπαντός στα συμφέροντα των ΗΠΑ. Είχε μπροστά του έναν επικίνδυνο άνδρα. «Εύγε, συνταγματάρχα» αρκέστηκε να πει ο Ροντρίγκες και βγήκε από την αίθουσα. Αμέσως, με ένα ελικόπτερο που τον περίμενε με αναμμένες τις μηχανές στο προαύλιο του σχολείου, απογειώθηκε για το Βαλεγκράντε για να ενημερώσει τους ανωτέρους του στις ΗΠΑ.
Ο Κιντανίλια ξαναμπήκε μέσα στο σχολείο. Πήγε στη γεμάτη από στρατιώτες αίθουσα και άρχισε να κοροϊδεύει τον Τσε: «Ήταν θέμα ωρών να πέσεις στα χέρια μας. Είσαι ένα κατακάθι που του πρέπει ο θάνατος, σιχαμένε» πρόλαβε να πει και, πριν κάποιος από τους φαντάρους καταλάβει τι συμβαίνει, ο αιχμάλωτος, που δεν ήταν δεμένος, σηκώθηκε αστραπιαία από την καρέκλα και άστραψε ένα χαστούκι στον θρασύδειλο συνταγματάρχη. Ύστερα ξανακάθισε ήρεμα.
Ο Κιντανίλια βγήκε κατακόκκινος και ντροπιασμένος από την αίθουσα. Πήγε στο γραφείο του διευθυντή του σχολείου όπου είχε εγκαταστήσει το «αρχηγείο» του και ύστερα από μια σύντομη σύσκεψη με τους αξιωματικούς Οβάλντο, Μιγκέλ Αγιορόα και Αντρές Σελντίσες, αποφάσισαν την εκτέλεση του αιχμαλώτου. Ο συνταγματάρχης ενημέρωσε τον δικτάτορα της χώρας και προϊστάμενό του, στρατηγό Ρενέ Μπαριέντος, ο οποίος συμφώνησε αμέσως και άναψε το «πράσινο φως».
«Φωνάξτε μου τον λοχία Μάριο Τεράν» πρόσταξε ο συνταγματάρχης στον φαντάρο έξω από το γραφείο του και σε λίγα λεπτά ένας άνδρας που η ανάσα του βρομούσε αλκοόλ προσπαθούσε να σταθεί προσοχή μπροστά του. «Τεράν, η πατρίδα σού αναθέτει ένα ύψιστο καθήκον. Θα την απαλλάξεις από έναν βρομιάρη κομμουνιστή που θέλει να σας πάρει τα σπίτια και να σας πετάξει στους δρόμους. Είναι στην αίθουσα του πρώτου ορόφου, ξέρεις τι πρέπει να κάνεις» είπε ο συνταγματάρχης και ο Τεράν, σαν να βρισκόταν ξαφνικά σε πλήρη διαύγεια, χαιρέτισε και εξαφανίστηκε με σταθερό βήμα.
Ο συνταγματάρχης κάθισε αναπαυτικά στην καρέκλα του, άναψε ένα τσιγάρο και χαμογέλασε. Από τον πρώτο όροφο ακούστηκε μια δυνατή φωνή: «Ήρθατε να με σκοτώσετε. Ρίξε, δειλέ, έναν άντρα θα σκοτώσεις». Μια ριπή από πολυβόλο έκανε τη φωνή να σωπάσει. Στη συνέχεια δυο μεμονωμένοι πυροβολισμοί. Ο Ερνέστο Τσε Γκεβάρα είχε δολοφονηθεί με 9 σφαίρες. Γαζώθηκε από το στέρνο μέχρι την κοιλιά, ενώ δυο σφαίρες στον κρόταφο και τον αυχένα τον αποτελείωσαν. Το ρολόι στο γραφείο του διευθυντή έδειχνε μία ώρα μετά το μεσημέρι…
Το κουδούνι του εντυπωσιακού σπιτιού στην οδό Σαρλοτμπούρκερ 17 χτύπησε αρκετές φορές. Το χιόνι και το τσουχτερό κρύο έξω έκαναν τον επισκέπτη να μην αντέχει να περιμένει για πολλή ώρα στον χιονιά. Το οίκημα φιλοξενούσε δυο εξέχοντα στελέχη του κόμματος των Ναζί. Την προσωπική σκηνοθέτιδα και φωτογράφο του ίδιου του Αδόλφου Χίτλερ, την ‘Ελενα Μπέρτα Αμάλιε «Λένι» Ρίφενσταλ, και το δεξί της χέρι, τον κινηματογραφιστή Χανς Ερτλ.
Η πόρτα άνοιξε και ο λοχαγός με τη στολή των Υπηρεσιών Ασφαλείας (SD) των Ες-Ες μπήκε και τίναξε το χιόνι από το παλτό του. Μια παιδική φωνούλα από ένα κοριτσάκι τριών χρόνων που έτρεχε και κατέβαινε τα σκαλοπάτια της πολυτελούς κατοικίας, έκανε τον λοχαγό να αφήσει τα δώρα στο πάτωμα, να σκύψει και να πάρει στην αγκαλιά του το παιδάκι.
«Θείε Κλάους, ήρθες. Πόσο μου έλειψες, αγαπημένε μου θειούλη» του είπε και τον γέμισε φιλιά. «Βρε, κάθισε να σε δω, πόσο μεγάλωσες εσύ» είπε ο Γερμανός αξιωματικός. «’Εγινες ολόκληρη γυναίκα από την τελευταία φορά που σε είδα στο Μόναχο. Πάρε αυτό, είναι για σένα» και στο χέρι του εμφανίσθηκε διά μαγείας μια παιδική κούκλα τυλιγμένη σε πολυτελές αμπαλάζ. «Πάμε επάνω, ο μπαμπάς και η μαμά σε περιμένουν. Το φαγητό έχει σερβιριστεί και πεινάω πολύ» είπε το κοριτσάκι με μια αθωότητα και τράβηξε τον άνδρα από το χέρι.
Εκείνο το βράδυ η μικρή Μόνικα Ερτλ, μόλις τελείωσε το φαγητό της, παρακάλεσε τη μητέρα της να μην πάει αμέσως για ύπνο. Βολεύτηκε στα μπράτσα της πολυθρόνας όπου καθόταν ο «θείος Κλάους» και απολάμβανε το μπράντι του ενώ συζητούσε με τους γονείς της, δίπλα στο αναμμένο τζάκι. Το τι έλεγαν οι μεγάλοι, η μικρή Μόνικα δεν το καταλάβαινε και ούτε και την ένοιαζε. Άκουγε σποραδικά λέξεις όπως «φύρερ», «Γερμανία», «Πολωνία», «Εβραίοι», μέχρι που παραδόθηκε στην αγκαλιά του Μορφέα ευτυχισμένη…
Αργότερα η μητέρα της την πήγε στο κρεβάτι της και καθώς επέστρεφε στο σαλόνι ο Χανς και ο Κλάους γελούσαν: «Κανείς δεν μπορεί να αντισταθεί στους στρατιώτες μας, Χανς. Και αυτό το ξέρουν και οι Άγγλοι και οι Γάλλοι και οι Ρώσοι. Σε λίγο καιρό θα πίνουμε τον καφέ μας κάτω από τον Πύργο του Άιφελ, αγαπητέ μου…».
Λίγους μήνες μετά, όταν ο πόλεμος είχε ξεσπάσει για τα καλά σε κάθε γωνιά της Ευρώπης, ο «θείος Κλάους» τηλεγράφησε στην οικογένεια Ερτλ: «Αγαπημένοι μου φίλοι, πιστός στο όραμα του Φύρερ μας, ακολουθώ τα νικηφόρα στρατεύματά μας. Χανς, η υπόσχεση για τον καφέ κάτω από τον Πύργο του Άιφελ ισχύει ακόμη. Εξάλλου δεν βρίσκομαι μακριά από εκεί. Μετατέθηκα στη Λυών. Με εκτίμηση, Κλάους Μπάρμπι».
Ο γενικός πρόξενος της Βολιβίας στη Γερμανία καθόταν στο μεγάλο γραφείο του και έπινε τον καφέ φίλτρου που μόλις του είχε φέρει η γραμματέας του. «Ηλίθιοι Γερμανοί, δεν ξέρουν να πίνουν καφέ» σκέφτηκε, έκανε μια γκριμάτσα αηδίας και έσκυψε στα χαρτιά του. Ήταν ευχαριστημένος από τη ζωή του. Είχε έναν καλό μισθό και μια εξαιρετική θέση με κύρος. Όμως κάτι του έτρωγε τα σωθικά. Ένας αόριστος φόβος για εκδίκηση από τα όσα είχε κάνει ως αξιωματικός του στρατού στη χώρα του. Όχι, οι βασανισμοί και οι δολοφονίες που είχε διαπράξει δεν τον τρόμαζαν. Η εκδίκηση όμως από κάποιο θύμα του ή συγγενή θύματός του τού έσφιγγε το στομάχι.
Η πόρτα χτύπησε και η γραμματέας του τού ανακοίνωσε πως μια Γερμανίδα θέλει να τον δει για να ρυθμίσει τη βίζα της. Σκόπευε να επισκεφθεί τη Βολιβία. «Πες της να περάσει» είπε. Όταν την είδε, το σαγόνι του κρέμασε. Ίσιωσε με τον δείκτη και τον αντίχειρά του, το λεπτό, φροντισμένο μαύρο μουστάκι του και προέταξε το σαγόνι του ώστε να μη φαίνεται το προγούλι του. «Καθίστε, σε τι μπορώ να σας εξυπηρετήσω;» τη ρώτησε, χωρίς να πάρει τα μάτια του από το λευκό πουκάμισο της γυναίκας, που είχε ανοίξει τα πάνω κουμπιά και διαγραφόταν ένα εντυπωσιακότατο μπούστο. Ήταν ξανθιά, με ένα υπέροχο πρόσωπο και ένα εκπληκτικό κορμί.
Ο πρόξενος ξεροκατάπιε, σήκωσε το δάχτυλό του πριν η γυναίκα μιλήσει και από την ενδοσυνεννόηση είπε στη γραμματέα του να φέρει άλλον έναν καφέ. «Λοιπόν, δεσποινίς…». «Ερτλ, Μόνικα Ερτλ» του απάντησε η γυναίκα και συνέχισε: «Ενδιαφέρομαι να επισκεφτώ τη Βολιβία για ένα ντοκιμαντέρ. Ξέρετε, είχα μείνει εκεί με τον πατέρα μου μετά τον πόλεμο. Μεταναστεύσαμε εκεί για κάποια χρόνια μέχρι να ηρεμήσει η κατάσταση. Δικαστήρια πολέμου, Αμερικάνοι, Ρώσοι, Αντιλαμβάνεστε».
«Πώς, πώς» είπε ο πρόξενος και από μέσα του αναρωτήθηκε ποιος να ήταν ο πατέρας της. «Λοιπόν, κυρία Ερτλ, μπορώ να σας εξυπηρετήσω εγώ για το θέμα της βίζας. Ορίστε η κάρτα μου. Έχει και το προσωπικό μου τηλέφωνο επάνω εάν τυχόν θελήσετε να πάμε για κανέναν καφέ και να με ξεναγήσετε στο Αμβούργο, που ακόμη το ανακαλύπτω».
Η γυναίκα πήρε την κάρτα και διάβασε: Ρομπέρτο Κιντανίλια Περέιρα, γενικός πρόξενος Βολιβίας. Επιτέλους, τον είχε εντοπίσει. Μπροστά της είχε τον δολοφόνο του άνδρα που θαύμαζε και λάτρεψε περισσότερο από κάθε τι στη ζωή της. Εξάλλου τον είχε δει σε τόσες φωτογραφίες επάνω από το νεκροκρέβατο, δίπλα στον νεκρό Τσε, να φουσκώνει σαν φασιανός για το «ανδραγάθημά» του. Ήταν ο άνθρωπος που έκοψε τα δυο χέρια του γιατρού από την Αργεντινή και τα φύλαξε σε φορμόλη. Ναι, αυτός ήταν.
Από το μυαλό της πέρασε με ταχύτητα η Βολιβία. Τότε που έφυγε για εκεί από τη Γερμανία με τον πατέρα της, τότε που έμαθε για τον Τσε, τότε που η ζωή της άλλαξε και τα παράτησε όλα και βγήκε στο βουνό με το ψευδώνυμο «Ίμιλα η Ινδιάνα». Ευαίσθητη και ανήσυχη, υπέφερε για όλα όσα η οικογένειά της αδιαφορούσε: τις κοινωνικές ανισότητες, την αδικία, τους φτωχούς αγρότες και εργάτες, τους καταπιεσμένους Ινδιάνους. Έγινε αντάρτισσα, πέρασε στην παρανομία και έβαλε έναν στόχο στη ζωή της. Να βρει τον δολοφόνο του Τσε.
Με σταθερό χέρι έβγαλε από την τσάντα της ένα μικρό θηρίο. Ένα colt cobra 38 special, που είχε προμηθευτεί από τη Ζυρίχη, από τον ακτιβιστή εκδότη Τζιάκομο Φελτρινέλι. Σημάδεψε τον πρόξενο, ο οποίος είχε χάσει το χρώμα του και έτρεμε. Το προγούλι του κουνιόταν ακανόνιστα. «Vitoria o muerte, σενιόρ» του είπε και τον πυροβόλησε τρεις φορές.
Στο στήθος του πρώην συνταγματάρχη σχηματίστηκε ένα V από τρεις μαύρες τρύπες που είχαν αρχίσει ήδη να ματώνουν. Η Μόνικα πήγε επάνω από το άψυχο κορμί, έβγαλε την ξανθιά περούκα της και την άφησε στο γραφείο. «Φασίστα» μονολόγησε και εξαφανίστηκε.
«Είσαι τρελή; Κυκλοφορείς έτσι έξω σαν να μη συμβαίνει τίποτε; Θα σε συλλάβουν πριν το καταλάβεις. Είσαι η νούμερο ένα επικηρυγμένη γυναίκα στη χώρα. 20.000 δολάρια δίνουν έστω για μια πληροφορία για το άτομό σου κι εσύ κυκλοφορείς έτσι και μου χτυπάς την πόρτα; Πέρασε μέσα». Ο Γάλλος Ρεζίς Ντεμπρέ, προσωπικός φίλος του Τσε, μόνιμος κάτοικος Βολιβίας, άνοιξε γρήγορα την πόρτα και, μόλις η γυναίκα πέρασε, κοίταξε δεξιά – αριστερά να βεβαιωθεί ότι δεν τους είχε δει κάποιο μάτι, την έκλεισε και κλείδωσε.
Ο Ρεζίς αγκάλιασε τρυφερά τη Μόνικα. Είχαν χαθεί για χρόνια. Εκείνη ήταν πλέον καταζητούμενη για τη δολοφονία του Ρομπέρτο Κιντανίλια Περέιρα, εκείνος ένας Γάλλος διανοούμενος που βοηθούσε τους Ινδιάνους.
Ύστερα από ώρα και αφού αντάλλαξαν τα νέα τους, ο Ρεζίς σοβάρεψε: «Μόνικα… Βρίσκεται εδώ». Η γυναίκα τον κοίταξε αιφνιδιασμένη: «Ποιος είναι εδώ;». Ο Ρεζίς, χωρίς περιστροφές, απάντησε: «Ο άνθρωπος που ψάχνει χρόνια τώρα ολόκληρη η Γαλλία. Ο χασάπης της Λυών. Ο Κλάους Μπάρμπι. Είναι σύμβουλος των μυστικών υπηρεσιών της Βολιβίας με το όνομα Κλάους Άλτμαν. Αντιλαμβάνεσαι τι σημαίνει αυτό;». Η γυναίκα πάγωσε. Το μυαλό της γύρισε πολλά χρόνια πίσω, στο μεγάλο σπίτι με το τζάκι στο Βερολίνο λίγο πριν από τον πόλεμο, όταν ήταν μικρό κοριτσάκι. «Ο θείος Κλάους» ψέλλισε «ο φίλος του μπαμπά…».
Ο Ρεζίς και η Μόνικα τους επόμενους μήνες παρακολουθούσαν μέρα – νύχτα τον «χασάπη της Λυών». Ήθελαν να τον απαγάγουν στα πρότυπα του Άιχμαν και να τον στείλουν στη Γαλλία να δικαστεί για εγκλήματα πολέμου. Δεν τα κατάφεραν. Κάποιος από την ομάδα τούς πρόδωσε. Ο Κλάους Μπάρμπι είχε παντού ανθρώπους. Στις 12 Μαΐου του 1973 οι μυστικές υπηρεσίες και ειδικές δυνάμεις του στρατού, υπό την καθοδήγηση του «θείου Κλάους», της έστησαν ενέδρα και την εκτέλεσαν εν ψυχρώ. Ήταν 36 ετών.
Μια κατάρα θανάτου «κυνήγησε» τους υπόλοιπους δολοφόνους του Τσε Γκεβάρα:
Ο δικτάτορας της Βολιβίας, στρατηγός Ρενέ Μπαριέντος, κάηκε ζωντανός μέσα στο ελικόπτερό του, το οποίο κατέπεσε στις 29 Απριλίου του 1969, κοντά στον οικισμό της Άρκε. Ο Μιγκέλ Αγιορόα, μία μέρα μετά την τρίτη επέτειο του θανάτου του Τσε, σκοτώθηκε σε αυτοκινητικό δυστύχημα.
Ο Φέλιξ Ροντρίγκες, ο επικεφαλής του κλιμακίου της CIA, μόλις επέστρεψε στις ΗΠΑ, άρχισε να υποφέρει από κρίσεις άσθματος, που τον ταλαιπωρούν μέχρι σήμερα στα βαθιά γεράματά του. Κανείς γιατρός δεν μπόρεσε ποτέ να εντοπίσει την αιτία. Ο Κλάους Μπάρμπι εκδόθηκε το 1983 στη Γαλλία. Δικάστηκε τέσσερα χρόνια αργότερα στη Λυών. Ο «θείος Κλάους» αντιμετώπισε συνολικά 41 κατηγορίες για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη. Πέθανε φυλακισμένος στις 25 Σεπτεμβρίου 1991 από λευχαιμία.
Ο λοχίας Μάριο Τεράν παραιτήθηκε από τον στρατό λίγους μήνες μετά την εκτέλεση του Τσε. Ύστερα από λίγο καιρό ο κόσμος τον έβλεπε να περιφέρεται ρακένδυτος και αλκοολικός στους δρόμους της Κοτσαμπάμπα, του τόπου καταγωγής του. Νοσηλεύτηκε πολλές φορές σε ψυχιατρείο. Τα βράδια ξυπνούσε κάθιδρος, έκλαιγε και φώναζε το όνομα του ανθρώπου που εκτέλεσε. Το 2006, σχεδόν τυφλός από καταρράκτη και πάμπτωχος, αφέθηκε στα χέρια Κουβανών εθελοντών γιατρών που τον εγχείρησαν και ξαναβρήκε την όρασή του…
Το νεκρό κορμί της Μόνικα Ερτλ φωτογραφήθηκε από τους εκτελεστές της διάτρητο από σφαίρες. Αργότερα το πέταξαν άταφο κάπου στη ζούγκλα. Σήμερα στο γερμανικό κοιμητήριο της Λα Παζ μπορεί κάποιος να διαβάσει το όνομά της σε μια ταφόπλακα. Το μνήμα της είναι άδειο.