Παγκόσμια πανδημία: Το 1918 η πορεία του ιού της «Ισπανικής Γρίπης» δεν είχε καταγραφεί από τον Τύπο της Ευρώπης. Ο λόγος ήταν για να μην επηρεαστούν οι πολίτες, λόγω και του Μεγάλου Πολέμου. Έτσι, οι πολίτες βρέθηκαν απροστάτευτοι. Δηλαδή, ήταν έρμαια της τύχης τους.
Κάθε είδους υποδομή έχει ουσιαστικά διαλυθεί μετά το καταστροφικό πέρασμα του «Μεγάλου Πολέμου». Ένας αόρατος εχθρός έρχεται να αποτελειώσει τους ήδη καταρρακωμένους ανθρώπους. Ο ιός της γρίπης παραμένει ένας εξαιρετικά δυσκολοκατάβλητος αντίπαλος για τους γιατρούς. Αλλάζει, μεταβάλλεται, προσαρμόζεται, αντεπιτίθεται και αρνείται να παραδοθεί και να πεθάνει. Αντίθετα, σαν μετρ της εξαπάτησης, μεταμφιέζεται σε ένα απλό κρυολόγημα και σκοτώνει όταν βρει την ευκαιρία.
Το 1918, κάπου στην Ανατολική Ασία έπεφταν οι πρώτοι νεκροί από την γρίπη. Μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα αναφέρθηκε το πρώτο κρούσμα στην Ευρώπη που ήταν ένας Άγγλος στρατιώτης που ερχόταν από θητεία στη Γαλλία. Όσο ο καιρός περνούσε τόσο μεγάλωνε ο αριθμός των θυμάτων. Και όσο το στράτευμα μετακινούνταν, τόσο εξαπλωνόταν ο ιός, χωρίς ακόμη να γνωρίζει κανείς τι ακριβώς συμβαίνει.
Η ομερτά της σιωπής έσπασε από τους Ίβηρες οι οποίοι ήταν και οι πρώτοι που μίλησαν για τον ιό ενημερώνοντας τον πληθυσμό για αυτό που έρχεται. Χωρίς να έχουν στο μυαλό τους την πλήρη εικόνα της πανδημίας που βρισκόταν προ των πυλών.
Για την ιστορία από τον ιό μολύνθηκε περίπου το 1/3 των κατοίκων του πλανήτη με τα επίσημα στοιχεία να κάνουν λόγο για 21.640.000 θανάτους ενώ ανεπίσημες πηγές αναφέρουν ότι και πάνω από 50 εκατ. άνθρωποι μολύνθηκαν.
Οι υγειονομικές αρχές προσπαθούσαν να ανταπεξέλθουν στον ιό με διάφορους τρόπους. Γαργάρες, κοφτές βεντούζες, αντισηπτικές εισπνοές, τακτική αλλαγή εσωρούχων και συστηματική καθαριότητα των χεριών ήταν κάποιες από τις συμβουλές των γιατρών αυτές τις μεθόδους συμβούλευσαν οι γιατροί προκειμένου να αντιμετωπίσει ο κόσμος μία από τις μεγαλύτερες πανδημίες που έζησε η ανθρωπότητα.
Το καλοκαίρι του 1918 γίνοντι οι πρώτες αναφορές στον Ελληνικό Τύπο για την Ισπανική Γρίπη. Γράφει η εφημερίδα «Ωρα» στις 14 Ιουνίου: «Εάν ακούση κανείς τους συμπολίτες, θα υποθέσει ότι η περίφημος Ισπανική επιδημία ενέσκηψε και εις το Ιοστέφανον Αστυ. Ο κάθε συμπολίτης μόλις αισθανθή υγραινομένους τους ρώθωνάς του από ελαφρόν συνάχι ή του πονέση λίγο το κεφάλι, κολακεύεται να πιστεύει ότι απέκτησε την αξιοπερίεργον αυτή επιδημίαν… Επέπρωτο εν τούτοις εις την αλλοπρόσαλλον εποχή μας να ίδωμεν και αυτό. Επιδημίας της μόδας».
Η «Ακρόπολις» με τη σειρά της κάνει λόγο για: «Από την Ισπανία περιμένουμε να μας έρθει μια άλλη γρίππη πιο σοβαρή από εκείνη που ξέρουμε, η γρίππη που μαστίζει τώρα τον Ισπανικό στρατό. Οι γιατροί και οι φαρμακοποιοί τρίβουν τα χέρια τους. Αλλά και οι χασάπηδες και οι μανάβηδες κτλ.».
Τα άσχημα μαντάτα δεν αργούν να φτάσουν. Στις 31 Ιουλίου αναφέρεται θανατηφόρο κρούσμα της στην Αθήνα. Το δεύτερο κύμα της γρίπης, αυτό που ξεκίνησε τον Αύγουστο και κορυφώθηκε τον Οκτώβριο, τον μήνα με τα περισσότερα θύματα παγκοσμίως, είναι αυτό που θα χτυπήσει σοβαρά και τη χώρα μας.
– 4 Οκτωβρίου: Γίνονται οι πρώτες αναφορές με γενικές οδηγίες πρόληψης.
– 8 Οκτωβρίου: Κρούσματα στα Τρίκαλα, «την Αργολιδοκορινθίαν, την Αχαιολήδια και την Αιτωλοακαρνανίαν». Τα σχολεία κλείνουν σε Δυτική Μακεδονία, Τρίκαλα και Πάτρα κατόπιν διαταγής του υπουργείου Παιδείας.Αν και δεν γίνεται καμιά αναφορά στον Τύπο για τη γρίπη στην Αθήνα, οι ημερήσιοι θάνατοι –που καταγράφονται επιμελώς μαζί με την αιτία δίπλα στους γάμους– διπλασιάζονται.
– 16 Οκτωβρίου: Πολλοί θάνατοι στην επαρχία και συγκεκριμένα στην Πάτρα όπου κλείνουν τα σχολεία.
– 18 Οκτωβρίου: Αναβάλλεται η έναρξη των μαθημάτων του Πανεπιστημίου, κλείνει το Ωδείο, διακόπτονται οι συνεδριάσεις των δικαστηρίων. Η επιδημία είναι προ των πυλών της Αθήνας. Κλείνουν τα καφενεία της πλατείας Ομονοίας, διατάσσεται να ληφθεί πρόνοια για την αραίωση των πελατών των στιλβωτών υποδημάτων και στους ιδιοκτήτες των κινηματογράφων να επιτρέπουν μόνο τους μισούς θεατές.
Σύμφωνα με τα τηλεγραφήματα υπάρχουν επίσης κρούσματα στον Βόλο, την Αρτα, τον Τύρναβο και τη Λάρισα, με την Πάτρα να συνεχίζει να βρίσκεται σε έξαρση με 47 θανάτους την ημέρα και τα Ιωάννινα με 40.
– 24 Οκτωβρίου: Ο τότε υπουργός Εσωτερικών Σίμος διαβάζει: «Βρέθηκε το φάρμακο για την ασθένεια. Ο ιατρός Σέιλερ εκ Βιέννης δι’ ενέσεων σουμπλιμέ (σ.σ. άχνης υδραργύρου) επέτυχε ελλάτωσιν της θνησιμότητος από ογδόντα τοις εκατό στο μηδέν».
– 27 Οκτωβρίου: Άμεση εφαρμογή των ενέσεων. Ο διευθυντής του Ευαγγελισμού δοκιμάζει σε 26 αρρώστους ενέσεις, με άριστα όπως ανακοινώνει αποτελέσματα.
Στις λίστες των πόλεων με το ξέσπασμα της γρίπης προστίθενται Πύργος, Ναύπλιο, Βέροια, Κάλαμος και τα Χανιά.
Από τα μέσα Οκτωβρίου μέχρι και τις αρχές Νοεμβρίου του 1918 η γρίπη βρίσκεται στο αποκορύφωμά της αλλά δεν υπάρχουν καταγεγραμμένα τα θύματα.
Χαρακτηριστικό είναι ένα σπάνιο επιτόπιο ρεπορτάζ της εποχής στην πλατεία Βάθης. Έξι μέλη μιας οικογένειας έχουν όλα νοσήσει και ο ιατρός Κοκκάκης αναφέρει ότι στις λαϊκές συνοικίες η γρίπη ρίχνει τον κόσμο κάτω οικογενειακώς και ότι ο ίδιος χρησιμοποιεί για θεραπεία μόνο κοφτές βεντούζες.
Το νησί της Σκύρου ήταν από τις περιοχές της Ελλάδας που η γρίπη χτύπησε με την μεγαλύτερη σφοδρότητα. Στις καταγραφές που υπάρχουν γίνεται λόγος για σχεδόν καθολική μόλυνση του πληθυσμού από τον ιό. Από τους 3.200 κατοίκους του νησιού στα τέλη Οκτωβρίου οι 3.000 νοσούν. Οι άνθρωποι πεθαίνουν ξαφνικά εκεί που τρώνε, που κάθονται, που προσεύχονται. Μάνες, πατεράδες και γιαγιάδες κουβαλάνε τα φέρετρα των παιδιών, ενώ την άλλη μέρα πέφτουν άψυχοι και εκείνοι.
Ενώ οι νεκροί πολλαπλασιάζονται με ρυθμούς που οι κοινωνίες δεν μπορούν να σηκώσουν το κουβάλημα των νεκρών αρχίζει να αποτελεί το νούμερο ένα ζήτημα. Επιστρατεύονται βαρκες, κοφίνια, σκάλες και πόρτες. Το νεκροταφείο γεμίζει, οι εκκλησίες το ίδιο. Δεν έχουν φάρμακα, δεν έχουν τρόφιμα.
Τα πρώτα αισιόδοξα τηλεγραφήματα άρχισαν να καταφθάνουν από τις 5 Νοεμβρίου. Στις 15 Νοεμβρίου η γρίπη δεν έχει κανένα κρούσμα στην Πάτρα, την Κέρκυρα, έχει στασιμότητα σε Αθήνα και Πειραιά, ενώ βρίσκεται ακόμη σε ένταση σε Ανατολική Μακεδονία, Ζάκυνθο, Ηπειρο, Νάξο, Αρτα και τη Σκύρο, χωρίς όμως να μετρά τόσα θύματα.
Ο Τύπος της εποχής κατέγραψε την ύφεση του ιού με τον τίτλο: «Η γρίπη ξεψυχά».