Αμερικανίδα Μήδεια: Στις 27 Μαΐου του 1961 ο Αμερικανός λοχίας Τζόελ Μπέικερ επέστρεψε στο σπίτι του στο Καλαμάκι μάζι με έναν συνάδελφό του. Η πόρτα του σπιτιού του ήταν φρακαρισμένη με μια εφημερίδα και χρειάστηκε αρκετή δύναμη για να μπορέσει να την ανοίξει.
Ήταν βράδυ και στο σπίτι επικρατούσε απόλυτη ησυχία, κάτι που δεν ήταν σύνηθες, αφού τα τρία παιδιά του δεν έπεφταν ποτέ νωρίς για ύπνο τα Σάββατα. Ο άνδρας κατευθύνθηκε στην κουζίνα του σπιτιού και όταν άνοιξε την πόρτα, αντίκρισε ένα σοκαριστικό θέαμα. Η 28χρονη σύζυγος του Νίτα Μπέικερ βρισκόταν πεσμένη στο πάτωμα μέσα σε μια λίμνη αίματος. Πανικόβλητος τότε ο άνδρας έτρεξε στα δωμάτια των παιδιών του.
Ο μικρός του γιος Τζο βρισκόταν στο κρεβάτι του μπρούμυτα. Όταν τον άγγιξε κατάλαβε πως δεν ανέπνεε. «Τον αναποδογύρισα και με τρόμο είδα τα αίματα», θα πει αργότερα ο άνδρας.
Περιγράφοντας πως βρήκε νεκρές τις κόρες του Σουζάνα και Κίτυ είπε: “Τα πρόσωπά τους ήταν κάτασπρα”. Ο Τζόελ Μπέικερ έπαθε νευρικό κλονισμό και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο της αμερικάνικης βάσης, όπου υπηρετούσε. Σε διπλανό δωμάτιο μεταφέρθηκε και η σύζυγος του η οποία ήταν ελαφρά τραυματισμένη από μαχαίρι. Όπως προέκυψε στη συνέχεια, είχε επιχειρήσει να αυτοκτονήσει κόβωντας την καρωτίδα της.
Η γυναίκα του είχε μάθει ότι ο σύζυγός της την απατούσε και προσπάθησε να δώσει τέλος στη ζωή της, αλλά δεν τα κατάφερε. Όταν είδε το αίμα της να κυλάει έχασε τις αισθήσεις της. Λίγο νωρίτερα, όμως, είχε βάλει τέλος στη ζωή των τριών παιδιών της την ώρα που κοιμόντουσαν, πνίγοντας τα με ένα κορδόνι. Μόνο ο γιος της προσπάθησε να αντισταθεί και κατάφερε να την γρατζουνίσει στο χέρι, αλλά δεν μπόρεσε να της ξεφύγει.
Στο τραπέζι της κουζίνας η Νίτα Μπέικερ, είχε αφήσει μια Βίβλο στην οποία είχε υπογραμμίσει αποσπάσματα που αναφέρονταν στη μοιχεία. Επίσης, βρέθηκε και ένα σημείωμα που απευθυνόταν στον άντρα της στον οποίο επέρριπτε την ευθύνη για την αποτρόπαια πράξη της.
Μεταξύ άλλων η νεαρή γυναίκα, έγραψε: «Ελπίζω τώρα να είσαι ευχαριστημένος με αυτό που έγινε. Στα παιδιά μας εξασφάλισα ένα ήσυχο και χριστιανικό καταφύγιο, ώστε να μείνουν μακριά από το βούρκο μέσα στον οποίο είχε κυλιστεί ο πατέρας τους. Βαρέθηκα, να ζω σε αυτό το σπίτι με τον εφιάλτη των καθημερινών οργίων του. Είναι βέβαια τρομερό αυτό που έκανα και μεγάλη ντροπή για μένα να αναγκάζομαι να αφαιρέσω τη ζωή από αυτά τα τόσο όμορφα και καλά παιδιά, για τα οποία ξέρεις πόσο υπέφερα και υποφέρω στον άλλο κόσμο, γιατί με έσπρωξες να τους κόψω το νήμα της ζωής τους για να μην τα αφήσω να μεγαλώσουν και μάθουν τι έκανες. Έκανα υπομονή χρόνια ολόκληρα. Πίστευα στα λόγια σου πως δεν ήταν τίποτα και ότι εξακολουθούσες να μου είσαι πιστός. Με γελούσες με τα γλυκόλογα σου, τώρα όμως, πάνε τα ψέματα. Είναι καιρός που τα ξέρω όλα, δεν με γελάς. Ξέρω τι έκανες κάθε βράδυ με εκείνη ή εκείνες. Τώρα που δεν έχεις κανέναν να ασχοληθείς μπορείς χα! χα! να συνεχίσεις τα όργια σου. Κανείς δεν θα σε γκρινιάζει. Γλέντα όσο θέλεις και όπως θέλεις. Εγώ και τα παιδιά θα είμαστε μακριά και δεν θα βλέπουμε το κατάντημα σου».
Η τριπλή δολοφονία έγινε πρωτοσέλιδο, συγκλόνισε την κοινή γνώμη, ενώ οι δημοσιογράφοι της εποχής άρχισαν να την αποκαλούν «Μήδεια του Καλαμακίου».
Η Νίτα ήταν υπόδειγμα μητέρας και συζύγου και ο γοητευτικός Τζόελ Μπέικερ έμοιαζε να νοιάζεται για εκείνη. Είχαν παντρευτεί όταν η Νίτα ήταν μόλις 18 ετών. «Το αίσθημα μας ήταν δυνατό και σχεδόν αμέσως παντρευτήκαμε», είχε δηλώσει ο Μπέικερ στους αστυνομικούς. Τα παιδιά συμπλήρωναν την ευτυχία τους. Αργότερα όμως ο λοχίας ισχυρίστηκε ότι η καθημερινότητα τους ήταν, μάλλον, ανιαρή.
«Η γυναίκα μου διασκέδαζε με το να διαβάζει θρησκευτικά βιβλία. Μας χώριζε ένα μεγάλο και αγεφύρωτο ψυχικό χάσμα. Περνούσαμε μια ζωή ήσυχη και αδιάφορη, χωρίς να υπάρχει η απαιτούμενη ανταπόκριση εκ μέρους της γυναίκας μου. Αν δεν υπήρχαν τα παιδιά θα είχαμε χωρίσει. Εκείνη ήταν κλεισμένη στον εαυτό της και εγώ την αντιμετώπιζα με αδιαφορία. Οι συζυγικές μας υποχρεώσεις ήταν απόλυτα ομαλές, αλλά δεν συναντούσα ανταπόκριση εκ μέρους της. Πάντως, από αρκετά χρόνια κοιμόμασταν χωριστά».
Η 28χρονη, πάλι, δήλωνε ευτυχισμένη μέχρι τη στιγμή που έμαθε ότι ο σύζυγος της διατηρούσε παράνομο δεσμό με μια Ελληνίδα, η οποία εργαζόταν μαζί του στην αμερικάνικη βάση και του μάθαινε Ελληνικά. Η αποκάλυψη του ένοχου μυστικού έγινε όταν η γυναίκα πήγε το αυτοκίνητο του συζύγου της στο συνεργείο για επισκευή. Φεύγοντας πήρε μαζί της τα πράγματα που είχε εκείνος στο πορτμπαγκάζ, μεταξύ αυτών και ένα φάκελο που περιείχε φωτογραφίες στις οποίες είχε απαθανατίσει στιγμές από τις εκδρομές με την ερωμένη του.
«Πριν από έξι μήνες ήμουν η πιο ευτυχισμένη μητέρα του κόσμου. Μετά έμαθα ότι ο άντρας μου με απατούσε με μια άλλη γυναίκα. Δεν έπρεπε να ζούμε πια ούτε εγώ ούτε τα παιδιά μου», δήλωσε η 28χρονη στην απολογία της ενώπιον της δικαιοσύνης. Η ζωή της τους τελευταίους μήνες είχε αρχίσει να αλλάζει σε μια κόλαση. Ο άντρας της, ισχυρίστηκε, πως της φερόταν «σκληρά και ψυχρά» και όταν εκείνη παραπονιόταν, την απειλούσε πως θα ζητήσει μετάθεση για να επιστρέψουν στην Αμερική.
Στις 24 Σεπτεμβρίου του 1961 η Μπέικερ κάθισε στο εδώλιο του Κακουργιοδικείου κατηγορούμενη για τη δολοφονία των παιδιών της. Το δικαστήριο, υιοθετώντας την άποψη των ψυχιάτρων, δέχτηκε πως η γυναίκα διέπραξε το τριπλό φονικό υπό το κράτος πλήρους σύγχυσης και διέταξε τον εγκλεισμό της στο ψυχιατρείο. Δεν έδειχνε μετανιωμένη για την πράξη της γιατί πίστευε πως λύτρωσε τα παιδιά της από τη στεναχώρια που τα περίμενε, εξήγησαν οι ψυχίατροι.
Ο εισαγγελέας, όμως, ζήτησε να κηρυχθεί η απόφαση πεπλανημένη, αίτημα το οποίο έγινε δεκτό, με αποτέλεσμα να αποφασιστεί η επανάληψη της δίκης. Την Άνοιξη του 1962 η Νίτα Μπέικερ βρέθηκε και πάλι αντιμέτωπη με τη δικαιοσύνη. Αυτή τη φορά ο σύζυγός της ισχυρίστηκε πως δεν διατηρούσε παράνομο ερωτικό δεσμό αλλά φιλική σχέση με την νεαρή Ελληνίδα.
Η κατηγορούμενη, στην απολογία της, άλλαξε το αφήγημα της ισχυριζόμενη πως ο σύζυγο της ήταν βίαιος μαζί της και ότι ήθελε να επιστρέψει στην Αμερική με τα παιδιά της, αλλά εκείνος δεν την άφηνε. «Σκότωσα τα παιδιά μου γιατί ήθελα να αναγκάσω τον άντρα μου να μην με χτυπά».
Το δικαστήριο στο τέλος αποφάσισε ότι η Νίτα Μπέικερ διέπραξε τις δολοφονίες εν βρασμώ ψυχικής ορμής και της αναγνώρισε το ελαφρυντικό της μέτριας σύγχυσης. Η ποινή που επιβλήθηκε στη γυναίκα ήταν κάθειρξη 16 ετών, ωστόσο, δυο χρόνια αργότερα της δόθηκε χάρη και επέστρεψε στην Αμερική.