Ο Χίρου Ονόντα ήταν Ιάπωνας αξιωματικός που αρνήθηκε να πιστέψει στην ήττα της πατρίδας του στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και συνέχισε να μάχεται για ακόμη τρεις δεκαετίες.
Όταν έφθασαν στις 28 Φεβρουαρίου του 1945 οι αμερικανικές δυνάμεις στη μικρή νήσο Λουμπάνγκ των Φιλιππίνων και έφυγαν οι τελευταίοι Ιάπωνες, ο ταγματάρχης Γιοσίμι Τανιγκούτσι διέταξε τον ανθυπολοχαγό Ονόντα να συνεχίσει να μάχεται τον εχθρό και να μην παραδοθεί ακόμη κι αν του απομείνει μόνον ένας άνδρας.
«Μπορεί να κρατήσει τρία, μπορεί και πέντε χρόνια, αλλά ό,τι κι αν συμβεί θα γυρίσουμε να σας πάρουμε», υποσχέθηκε ο ταγματάρχης. Χρειάστηκε όμως να περάσουν 29 ολόκληρα χρόνια για να επιστρέψει και να παραλάβει τον Ιάπωνα αξιωματικό.
Ο Χίρου Ονόντα γεννήθηκε στις 19 Μαρτίου του 1922 σ’ ένα χωριό της περιφέρειας Γουακαγιάμα της Ιαπωνίας. Απόγονος πολεμιστών -από σαμουράι προγόνους μέχρι τον πατέρα του, λοχία στο ιαπωνικό ιππικό – εντάχθηκε στις τάξεις του αυτοκρατορικού στρατού με το που έκλεισε τα 18, μόλις έναν χρόνο προτού η Ιαπωνία ξεκινήσει τον πόλεμο με τις ΗΠΑ, μετά την επίθεση στο Περλ Χάρμπορ.
Στο στρατό ο Ονόντα εκπαιδεύτηκε ως αξιωματικός πληροφοριών στη σχολή Νακάνο, όπου διδάχθηκε μεθόδους συλλογής πληροφοριών και ανταρτοπόλεμου, σαμποτάζ, προπαγάνδας κτλ – που του αποδείχθηκαν υπερπολύτιμες όταν εστάλη μετά τη λήξη της εκπαίδευσής του τον Δεκέμβριο του 1994 στη νήσο Λουμπάνγκ, στρατηγικής σημασίας για τον έλεγχο του κόλπου των Φιλιππίνων.
Αρχικά είχε στο πλευρό του τρεις στρατιώτες, αλλά όταν τελικά πείστηκε να βγει από το κρησφύγετο του στη ζούγκλα τριάντα χρόνια αργότερα, ήταν μόνος του. Ο τελευταίος σύντροφός του είχε πέσει νεκρός σε ανταλλαγή πυρών με Φιλιππινέζους στρατιώτες δύο χρόνια νωρίτερα.
«Στο Λουμπάνγκ πίστευα ότι υπερασπιζόμουν την Ιαπωνία καθιστώντας οχυρό το νησί μαζί με τους συντρόφους μου Σιμάντα και Κοζούκα. Όταν πέθαναν, συνέχισα μόνος μου την αποστολή μου. Όταν έληξε για μένα ο Β΄Παγκόσμιος Πόλεμος το 1974, μου φάνηκε σαν να ξυπνούσα από ένα όνειρο», έγραψε αργότερα στα απομνημονεύματά του ο Ιάπωνας αξιωματικός.
Ο Ιάπωνας ανθυπολοχαγός χρησιμοποίησε τις γνώσεις που απέκτησε κατά την εκπαίδευσή του στον ανταρτοπόλεμο για να επιβιώσει μέσα στις εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες της ζούγκλας. Όλες οι προσπάθειες να πειστεί να παραδοθεί απέτυχαν, αφού ο Ονόντα θεωρούσε ότι η αμερικανική αντικατασκοπεία προσπαθούσε να τον παγιδεύσει.
Στα φέιγ βολάν που έριχναν αμερικανικά αεροσκάφη, ανακοινώνοντας τη λήξη του πολέμου και τη συνθηκολόγηση της Ιαπωνίας, δεν έδινε καμία σημασία, όπως και στα ηχητικά μηνύματα συγγενικών του προσώπων που έπαιζαν από τα μεγάφωνα. Ο Ονόντα αρνιόταν πεισματικά να καταθέσει τα όπλα και παρά τις έρευνές τους, Αμερικανοί και Φιλιππινέζοι στρατιώτες δεν κατάφεραν να εντοπίσουν τον ίδιο και τους συμπολεμιστές του.
Τον βρήκε, όμως, στο κρησφύγετό του το 1974 ο Ιάπωνας φοιτητής Νόριο Σουζούκι, λάτρης της περιπέτειας που είχε διακόψει της σπουδές του για να βρει «τον ανθυπολοχαγό Ονόντα, ένα πάντα κι ένα Γιέτι – μ’ αυτή τη σειρά». Ωστόσο, ο Ονόντα συνέχισε να αρνείται να παραδοθεί. Και μετά την αναφορά του Σουζούκι η ιαπωνική κυβέρνηση αναζήτησε τον πρώην διοικητή του Γιοσίμι Τανιγκούτσι και τον έστειλε μαζί με τον αδελφό του Ονόντα στο Λουμπάνγκ. Ο Τανιγκούτσι τον ενημέρωσε ότι η Ιαπωνία είχε ηττηθεί στον πόλεμο που είχε λήξει πριν από σχεδόν τρεις δεκαετίες και τον απήλλαξε των καθηκόντων του.
Τότε ήταν που επιτέλους ο Ιάπωνας αξιωματικός αντίκρισε κατάματα την αλήθεια. Στις 11 Μαρτίου του 1974 – και φορώντας ακόμη τη στρατιωτική του στολή – ο Ονόντα παρέδωσε -δέκα μέρες πριν συμπληρώσει τα 52 του χρόνια – στον τότε πρόεδρο των Φιλιππίνων Φερντινάντ Μάρκος τα καλοφροντισμένα όπλα του, 500 σφαίρες, το σπαθί κατάνα και αρκετές χειροβομβίδες, κλαίγοντας πικρά για την ήττα της πατρίδας του. Επιστρέφοντας στο Τόκιο τον υποδέχθηκαν με τιμές ήρωα οι υπέργηροι γονείς του, ηλικίας αμφότεροι 80 ετών, κυβερνητικοί παράγοντες, δημοσιογράφοι και περίπου 7.000 άτομα.
«Κάθε Ιάπωνας στρατιώτης ήταν προετοιμασμένος για τον θάνατό του, αλλά ως αξιωματικός πληροφοριών εμένα με διέταξαν να συνεχίσω το αντάρτικο και να μην πεθάνω. Ήμουν υποχρεωμένος να σεβαστώ τις διαταγές μου», δήλωσε τότε. Κι όπως έγραψε στα απομνημονεύματά του, δύο πράγματα του έδωσαν όλα αυτά τα χρόνια τη δύναμη να αντιστέκεται: η αγάπη για τον αυτοκράτορα και η ανάμνηση της μητέρας του, που του είχε μάθει να μην τα παρατά ποτέ και να μην αυτοοικτίρεται.
Πίσω από την απίστευτη ιστορία του Ιάπωνα αξιωματικού, μία ιστορία αταλάντευτης αφοσίωσης στο καθήκον, πειθαρχίας και αυτοθυσίας, κρύβεται παράλληλα και μια τραγωδία, αφού στις τρεις δεκαετίας που συνέχισε να μάχεται, μόνον αθώοι χωρικοί – κάπου 30 άμαχοι – έπεσαν θύματα του ίδιου και των συντρόφων του κατά τις επιθέσεις τους σε αγροικίες για να κλέψουν ζωντανά και τρόφιμα.
Όταν επέστρεψε στην πατρίδα του με τους ουρανοξύστες και τα τρένα υψηλής ταχύτητας ο Ονόντα δεν ένιωθε πλέον άνετα. Ακολούθησε τον αδελφό του στη Βραζιλία, όπου ασχολήθηκε με την εκτροφή βοοειδών. Αργότερα ξαναγύρισε στην Ιαπωνία για να δημιουργήσει μια κατασκήνωση για παιδιά, που θα τα βοηθούσε να συνδεθούν με τη Φύση και να οικοδομήσουν αξίες στη ζωή τους. Ο θάνατος τον βρήκε σε ηλικία 91 ετών στις 6 Ιανουαρίου του 2014.