Το ατύχημα που είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο της πριγκίπισσας Νταϊάνα και του συντρόφου της, Ντόντι Αλ Φαγιέντ, έχει προκαλέσει πολλές συζητήσεις και αναλύσεις. Μετά τη δολοφονία της άγνωστης κόρης της στην Κρήτη, η προσοχή στράφηκε ξανά στην τραγική αυτή υπόθεση.
Αναφορές από διάφορες πηγές και παπαράτσι κάνουν λόγο μέχρι και για διαφθορά από το παλάτι.
Σε μια χρονική απόσταση 20 ετών, νέα στοιχεία έρχονται στο φως, εστιάζοντας στην κατάσταση του αυτοκινήτου που εμπλέκεται στο δυστύχημα, συγκεκριμένα μια Mercedes που, όπως αποκαλύφθηκε, δεν ήταν σε καλή κατάσταση.
Σύμφωνα με το ντοκιμαντέρ «Ο θάνατος της Νταϊάνα: Μια απίστευτη αποκάλυψη», που προβλήθηκε από το γαλλικό κανάλι Μ6, η Mercedes στην οποία έγινε το ατύχημα δεν ήταν σε καλή κατάσταση. Περιγράφεται ως ένα επικίνδυνο «επισκευασμένο σαράβαλο», με προειδοποιήσεις ότι δεν θα έπρεπε να κυκλοφορεί στους δρόμους με ταχύτητα άνω των 60 χιλιομέτρων την ώρα, καθώς ο οδηγός θα είχε δυσκολία να το ελέγξει.
Αυτές οι προειδοποιήσεις όμως, που εκδόθηκαν δύο μήνες πριν το ατύχημα της 31ης Αυγούστου 1997, δεν λήφθηκαν υπόψη.
Η Mercedes-Benz S280 ανήκε στο στόλο των αυτοκινήτων του Παρισινού ξενοδοχείου Ritz, το οποίο ανήκε στον Μοχάμεντ Αλ Φαγιέντ, πατέρα του Ντόντι. Το αυτοκίνητο είχε υποστεί πολλαπλά προηγούμενα τροχαία, και ακόμη και ο φωτογράφος Πασκάλ Ροστέν, συγγραφέας του βιβλίου «Ποιος σκότωσε τη Lady D», επιβεβαίωσε ότι είχε κλαπεί προηγουμένως εκείνη τη χρονιά και είχε εμπλακεί σε ατύχημα. «Αυτό το αυτοκίνητο του Ritz ήταν σαράβαλο. Είχε τρακάρει πριν και είχε επισκευαστεί πολλές φορές», τόνισε.
Επιπλέον, σύμφωνα με τον φωτογράφο, το αυτοκίνητο βρισκόταν σε τόσο τραγική κατάσταση ώστε να ήταν έτοιμο να αποσυρθεί για παλιοσίδερα. Ωστόσο, την τελευταία στιγμή, έλαβε άδεια για να υποστεί ανακατασκευή, αναδεικνύοντας την ανευθυνότητα που επικρατούσε ως προς την ασφάλειά του.
Ο Ροστέν αναφέρθηκε επιπλέον στο γεγονός ότι ένας από τους συναδέλφους στο Ritz, ο επονομαζόμενος Καρίμ, είχε αναλάβει τον έλεγχο της Mercedes για μια εκδρομή μέσα στο 1997 και είχε προειδοποιήσει τον διευθυντή του Ritz, Φρανκ Κλάιν, εκφράζοντας τις ανησυχίες του. «Είναι απαραίτητο να το πετάξεις. Αν κινηθείς με αυτό με πάνω από 60 χλμ. δεν σε κρατάει».
Όλα αυτά συνέβησαν δύο μήνες πριν από το τραγικό γεγονός. Ο Καρίμ είχε εκφράσει ακόμη την άποψή του πως το εν λόγω πολυτελές αυτοκίνητο δεν ήταν ασφαλές κατά την οδήγηση ούτε και κάτω των 60χλμ. «Φοβόμασταν να το χρησιμοποιήσουμε ακόμη και αν πηγαίναμε σιγά. Ειπα στο μάνατζερ να το πουλήσουμε».
Ο Ερικ Μπουσκέτ ανέφερε ότι είχε αποκτήσει το εν λόγω οχήμα τον Σεπτέμβριο του 1994 έναντι του ποσού των 85.000 ευρώ. Μόλις τρεις μήνες αργότερα, τον Ιανουάριο του 1995, ένας απελευθερωμένος κρατούμενος έκλεψε το αυτοκίνητο για να πραγματοποιήσει τις περιπλανήσεις του στα προάστια του Παρισιού. Οδηγώντας με ταχύτητες που υπερέβαιναν τα 160 χιλιόμετρα ανά ώρα στους δρόμους της Γαλλίας, το αυτοκίνητο Mercedes, με βάρος δύο τόνων, κατέληξε να συγκρουστεί και να βρεθεί με τον ουρανό του στο έδαφος.
Το αυτοκίνητο θεωρήθηκε τελειωμένο και σύμφωνα με τον Μπουσκέ «η ασφαλιστική με αποζημίωσε πλήρως, γιατί το αυτοκίνητο ήταν ολοκαίνουριο και γιατί είχε καταστραφεί πλήρως, τόσο που δεν ήταν επισκευάσιμο. Θεωρήθηκε ως επικίνδυνο αυτοκίνητο. Ηθελα να το πάρω πίσω, αλλά μου είπαν όχι, ότι δεν ήταν δυνατό κάτι τέτοιο», είπε ο Μπουσκέ χθες στη γαλλική τηλεόραση.
Αρχικά προοριζόταν για απόσυρση ως παλαιοσίδερο, ωστόσο, ένας επαγγελματίας μηχανικός ανέλαβε την ανακατασκευή του και την επαναπώλησή του στην Etoile Limousines.
Ο Νιλς Σίγκελ, υπάλληλος της εταιρείας εκείνη την περίοδο, επιβεβαίωσε τις πληροφορίες, αναφέροντας ότι εξαγόρασε τη Mercedes έναντι 40.000 ευρώ. Παρά ταύτα, αρνήθηκε να σχολιάσει την υπόθεση σχετικά με την αξιοπιστία του οχήματος κατά την οδήγηση.
Το τηλεοπτικό κανάλι που παρουσίασε το ρεπορτάζ έκανε, μάλιστα και ένα κρας τεστ με ένα ίδιο αυτοκίνητο και ένας τεχνικός είπε ότι «δεν έπρεπε να είχε επιστρέψει στην κυκλοφορία», παρότι ανακατασκευάστηκε. Το αμάξι δεν ήταν «επανορθώσιμο». Ηταν «επικίνδυνο», εξήγησε ο τεχνικός, μια άποψη που υποστηρίχθηκε και από τους ασφαλιστές.
Οι καλεσμένοι της εκπομπής, έμοιαζαν όλοι έκπληκτοι από το γεγονός ότι 20 χρόνια τώρα, κανείς από τους Βρετανούς και τους Γάλλους ερευνητές δεν ασχολήθηκε με το ιστορικό του αυτοκίνητου.
Υπογραμμίζεται ότι ο Μοχάμεντ Αλ Φαγιέντ πάντοτε υποστήριζε ότι το δυστύχημα οφειλόταν σε δολοφονική ενέργεια της ΜΙ6, έπειτα από εντολή από τη βασιλική οικογένεια. Ωστόσο, το 2008, ένας βρετανός δικαστής στην απόφασή του αναφέρθηκε σε “σοβαρή αμέλεια” του οδηγού της Νταϊάνα, Ανρί Πολ, ο οποίος επίσης έχασε τη ζωή του σε αυτό το τραγικό ατύχημα. Ο δικαστής κατηγόρησε τον Πολ για υπερβολική ταχύτητα, υποστηρίζοντας ότι οδηγούσε με πάνω από 190 χιλιόμετρα την ώρα, ενώ είχε καταναλώσει αλκοόλ και αντικαταθλιπτικά και προσπαθούσε να αποφύγει τους φωτογράφους που τον ακολουθούσαν. Επιπλέον, ανέφερε ότι η Νταϊάνα δεν είχε φορέσει τη ζώνη ασφαλείας της, ενώ το αυτοκίνητο προσέκρουσε σε κολόνες γέφυρας και δεν εμπλέκονταν με άλλο όχημα.
Ο Ορφελί Μανιό, παρουσιαστής του ντοκιμαντέρ που προβλήθηκε χθες στη γαλλική τηλεόραση είπε ακόμη: «Δεν σας παρουσιάζουμε μια ακόμη θεωρία, μια ακόμη υπόθεση για το τι συνέβη εκείνο το μοιραίο βράδυ. Σας παρουσιάζουμε επιβεβαιωμένα στοιχεία που δείχνουν ότι η Νταϊάνα δεν ήταν ασφαλής εκείνο το βράδυ», προσθέτοντας ότι ουσιαστικά αποδεικνύεται ότι δεν υπήρχει καμία συνωμοσία και ότι αυτό που συνέβη τη νύχτα της 31ης Αυγούστου του 1997 δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα.
Ο κάτοχος του οχήματος στο οποίο ανακάλυψε το τέλος της η θλιβερή πριγκίπισσα είναι – ακόμα και σήμερα – ο 58χρονος Ζαν Φρανσουά Μούσα, πρώην διευθυντής της εταιρείας Etoile Limousines. Ο Μούσα, που παραμένει στο Παρίσι, βρίσκεται ακόμα σε νομική διαμάχη με τη Scotland Yard για την κατοχή των ερειπίων του αυτοκινήτου. Η μοιραία Mercedes μεταφέρθηκε στη Βρετανία το 2000 για εξονυχιστική εξέταση από τις αρχές της αστυνομίας και πιθανότατα παραμένει εκεί μέχρι σήμερα.
Η έρευνα της Scotland Yard σχετικά με τις θεωρίες συνωμοσίας για το θάνατο της Νταϊάνας είχε συμπεράνει ότι δεν υπήρχε καμία ένδειξη προβλήματος με το αυτοκίνητο. Η έκθεση αυτή δημοσιεύτηκε το 2006 και κατέληγε στο συμπέρασμα ότι τόσο οι γαλλικές όσο και οι βρετανικές αρχές είχαν διερευνήσει το αυτοκίνητο και δεν είχαν εντοπίσει κάποιο μηχανικό πρόβλημα που θα μπορούσε να οδηγήσει στο ατύχημα.
O Δρ Richard Shepherd είναι ένας από τους πιο γνωστούς ιατροδικαστές στον κόσμο, έχοντας εξετάσει περισσότερες από 23.000 σορούς – και μία από αυτές ήταν της πριγκίπισσας Diana.
Ο Δρ Shepherd, επανεξέτασε το σώμα της πριγκίπισσας για την επίσημη έρευνα για τον θάνατό της σε τροχαίο ατύχημα στο Παρίσι πριν από δύο δεκαετίες. Η 36χρονη Diana και ο 42χρονος σύντροφός της Dodi Fayed, έχασαν τη ζωή τους όταν το αυτοκίνητο μάρκας Mercedes τους συνετρίβη σε υπόγεια διάβαση στη γαλλική πρωτεύουσα τον Αύγουστο του 1997. Και αφού διεξήγαγε μια δεύτερη νεκροψία στο σώμα της αείμνηστης πριγκίπισσας, ο Δρ Shepherd αποκάλυψε σε πρόσφατη συνέντευξή του τις πιο περίεργες ερωτήσεις που του έχουν τεθεί όλα αυτά τα χρόνια σχετικά με τη σορό της.
Χωρίς αμφιβολία πολλοί ήταν εκείνοι που αναρωτήθηκαν σχετικά με το αν η Diana ήταν έγκυος: «Σε όλα αυτά τα χρόνια, οι άνθρωποι ρωτούσαν, “Ήταν όμορφη;”, “Ήταν γαλήνιο το πρόσωπό της”, «Ήταν όντως έγκυος;», δήλωσε ο Shepherd στη Daily Mail προσθέτοντας, «Πάντα φρόντιζα να μην λέω ποτέ κάτι –σε όλες τις περιπτώσεις δημοσίου ενδιαφέροντος με τις οποίες είχα εμπλακεί– και οι οποίες δεν είχαν γίνει γνωστές στον Τύπο. Παθολογικά δεν υπήρχαν στοιχεία ότι η πριγκίπισσα Diana ήταν έγκυος, αλλά μερικές γυναίκες λένε ότι ξέρουν ότι είναι έγκυες από τη στιγμή της σύλληψης. Ήταν μια από αυτές;».
Ο ιατροδικαστής υποστήριξε επίσης ότι η Diana «θα ήταν σήμερα εδώ» να χαίρεται τα παιδιά και τα εγγόνια της αν φορούσε τη ζώνη ασφαλείας της. Αν είχε βάλει τη ζώνη, πιστεύει ότι θα είχε επιζήσει από την τραγωδία στο οδικό τούνελ Pont de l’Alma «με μοναδικές συνέπειες κάποιες μελανιές ή ίσως ένα σπασμένο χέρι». Ο οδηγός Henri Paul, του οποίου η ποσότητα αλκοόλ στο αίμα βρέθηκε διπλάσια στο όριο οδήγησης, πέθανε επίσης από τη σφοδρότατη σύγκρουση. Ο μόνος επιζών ήταν ο σωματοφύλακας, Trevor Rees.
Μια σειρά επίσημων ερευνών αποφάνθηκε ότι η Diana και ο Dodi έχασαν τη ζωή τους στο εν λόγω ατύχημα, επειδή ο Γάλλος οδηγός τους τράκαρε με το αυτοκίνητό ενώ οδηγούσε μεθυσμένος παρά τα δεκάδες σενάρια ότι ο θάνατός τους οφείλεται σε πληρωμένο έγκλημα. Το δικαστήριο στην έρευνα θα το θάνατο της πριγκίπισσας απεφάνθη ο θάνατος του ζευγαριού ήταν αποτέλεσμα «βαριάς αμέλειας» εκ μέρους του Henri Paul και των παπαράτσι με τις μοτοσικλέτες που ακολουθούσαν το όχημα.
Κατά τη διάρκεια της καριέρας του, ο Δρ Shepherd, ο οποίος έχει δύο παιδιά, τον 37χρονο Chris, την 35χρονη Anna, καθώς και τρεις θετές κόρες, έχει εργαστεί σε πλήθος σημαντικών περιστατικών. Στη σφαγή του Hungerford στο Berkshire το 1987, μια δεκαετία πριν από το θάνατο της Diana, ο Shepherd εργάστηκε ως ιατροδικαστής πραγματοποιώντας νεκροψίες σε νεκρά θύματα. Εργάστηκε επίσης για τη δολοφονία του Stephen Lawrence και την καταστροφή της Marchioness, όπου βυθίστηκε ένα σκάφος αναψυχής στον Τάμεση. Και μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, εξέτασε τους σορούς των θυμάτων. Όπως είναι γνωστό μέσω του βιογραφικού του, αρχικά άρχισε να ενδιαφέρεται για την ιατροδικαστική παθολογία ως μαθητής.