Η Μεξικάνα ζωγράφος Φρίντα Κάλο είναι γνωστή όχι μόνο για το έργο της, αλλά και για την θυελλώδη σχέση της με τον ομότεχνο και συμπατριώτη της Ντιέγκο Ριβέρα.Οι φεμινίστριες την έχουν λάβαρό τους, διότι είναι η μοναδική γυναίκα μέσα στον ωκεανό των ανδρών ζωγράφων.
Της: Έπη Τρίμη
Σήμερα οι τιμές των έργων της ανέβηκαν στα ύψη: χάρη στη Μαντόνα έφθασε το 1 εκατομμύριο δολάρια. Τον Μάιο του 2006, η αυτοπροσωπογραφία της, Roots (Ρίζες), πουλήθηκε για 5,62 εκατομμύρια δολάρια σε δημοπρασία των Sotheby’s στη Νέα Υόρκη, σημειώνοντας ρεκόρ για έργο της Λατινικής Αμερικής και καθιστώντας τη Φρίντα κορυφαία γυναίκα ζωγράφο στην τέχνη.
Οι ομοφυλόφιλοι τη θαυμάζουν, διότι είναι πρόσωπο του περιθωρίου που κατόρθωσε και ξεπέρασε όλα τα εμπόδια, σε πείσμα του κατεστημένου. Οι κομμουνιστές τη λατρεύουν, διότι υπήρξε δική τους.
Αν και ήταν μια επιτυχημένη καλλιτέχνιδα στη διάρκεια της ζωής της, η μεταθανάτια φήμη της αυξήθηκε σταθερά από τη δεκαετία του 70 και έφτασε σε αυτό που ορισμένοι κριτικοί ονομάζουν «Φρινταμάνια» τον 21ο αιώνα.
Τα δραματικά γεγονότα της ζωής της – ο εξουθενωτικός τραυματισμός, ο ταραγμένος γάμος, οι συγκλονιστικές ερωτικές υποθέσεις και η καταφυγή στο αλκοόλ και τα ναρκωτικά – ενέπνευσαν πολλά βιβλία και ταινίες μετά τον θάνατό της.
Το έργο της Φρίντα Κάλο περιλαμβάνει κυρίως αυτοπροσωπογραφίες της συχνά αγέλαστες αλλά με ζωηρά χρώματα και τα θέμα που την απασχολούν. Αρκετά έργα της είναι αυτοπροσωπογραφίες, μέσα από τις οποίες εκφράζεται ο προσωπικός πόνος και η σεξουαλικότητά της. Οι τεχνοκριτικοί την εντάσσουν στον σουρεαλισμό, παρότι ή ίδια αρνούνταν οποιαδήποτε σχέση με το αυτό το καλλιτεχνικό κίνημα.
Η Μαγκνταλένα Κάρμεν Φρίντα Κάλο Καλντερόν γεννήθηκε στις 6 Ιουλίου 1907 στο χωριό Κογιοακάν, που σήμερα αποτελεί τμήμα του ιστορικού κέντρου της Πόλης του Μεξικού, της πρωτεύουσας του Μεξικού. Ο πατέρας ήταν Γερμανός με Ουγγρικές ρίζες και η μητέρα της Ισπανίδα με ρίζες από τους ιθαγενείς της περιοχής. Αργότερα, κατά την διάρκεια της καλλιτεχνικής της διαδρομής, η Φρίντα Κάλο θα εξερευνήσει την ταυτότητά της περιγράφοντας την ως αποτέλεσμα δύο αντίρροπων δυνάμεων: της ευρωπαϊκής αποικιοκρατικής της πλευράς και της ιθαγενούς τοιαύτης.
Από μικρή προσβλήθηκε από πολιομυελίτιδα που της άφησε μια μικρή αναπηρία στο πόδι. Η Κάλο ήταν δεμένη περισσότερο με τον πατέρα, που ήταν επαγγελματίας φωτογράφος και συχνά τον βοηθούσε στο στούντιο, όπου απέκτησε την οξεία ματιά για την λεπτομέρεια.
Το 1922 η Φρίντα Κάλο εισήλθε στο Εθνικό Προπαρασκευαστικό Σχολείο της Πόλης του Μεξικού με σκοπό να σπουδάσει ιατρική.Εκεί συνάντησε για πρώτη φορά τον Ντιέγκο Ριβέρα, ο οποίο ζωγράφιζε μια μεγάλη τοιχογραφία στo αμφιθέατρο της σχολής.
Τραυματίστηκε σοβαρά και χρειάστηκε να υποστεί τουλάχιστον 30 εγχειρήσεις τα επόμενα χρόνια. Κατά την διάρκεια της μακράς ανάρρωσής της έμαθε να ζωγραφίζει και να μελετά τους μεγάλους ζωγράφους του παρελθόντος
Σε μια από τις πρώτες ζωγραφιές της, την «Αυτοπροσωπογραφία που φορά φόρεμα από βελούδο» (1926), η Φρίντα Κάλο φιλοτέχνησε ένα πορτρέτο του εαυτού της πάνω σε ένα σκούρο φόντο με περιστρεφόμενα τυποποιημένα κύματα. Αν και η ζωγραφική της ήταν αρκετά αφηρημένη, η παρουσία της ως μοντέλου στον πίνακα αυτό έδειξε το ενδιαφέρον της για ρεαλισμό.
Μετά την ανάρρωσή της εντάχθηκε στο Κομμουνιστικό Κόμμα του Μεξικού (PCM), όπου συνάντησε τον Ριβέρα ξανά. Τού έδειξε κάποιους πίνακές της και αυτός την ενθάρρυνε να συνεχίσει την ενασχόλησή της με την ζωγραφική.
Μετά τον γάμο της με τον Ριβέρα το 1929, η Φρίντα Κάλο άλλαξε το προσωπικό και καλλιτεχνικό της ύφος. Άρχισε να φορά την παραδοσιακή αμφίεση των ιθαγενών Τεχουάνα, που έγινε το σήμα κατατεθέν της: Λουλουδάτο κεφαλομάντηλο, χαλαρή μπλούζα, χρυσά κοσμήματα και μακρόστενη πτυχωτή φούστα.
Στο ίδιο μήκος κύματος και ζωγραφική της με αυξανόμενο το ενδιαφέρον της για την μεξικάνικη λαϊκή τέχνη. H ζωγραφική της Φρίντα Κάλο έγινε πιο επίπεδη και περισσότερο αφηρημένη από την προηγούμενη.
Από το 1930 έως το 1933 το ζευγάρι έζησε στις ΗΠΑ, όπου ο Ριβέρα είχε λάβει παραγγελίες από διάφορες πόλεις για να ζωγραφίσει τοιχογραφίες. Κατά την διάρκεια της παραμονής της η Κάλο είχε δύο δύσκολες εγκυμοσύνες που κατέληξαν σε αποβολές.
Μετά από μια αποβολή στο Ντιτρόιτ και αργότερα το θάνατο της μητέρας της, η Φρίντα Κάλο ζωγράφισε μερικά από τα πιο οδυνηρά έργα της. Στο «Νοσοκομείο Χένρι Φορντ» (1932), απεικονίζει μια αιμορρούσα ετοιμογέννητη σε ένα νοκομειακό κρεβάτι με φόντο ένα άγονο τοπίο και στον πίνακα «Η Γέννηση Μου» (1932), μια σκηνή τοκετού.
Το 1933, η Φρίντα Κάλο και ο Ριβέρα επέστρεψαν στο Μεξικό, όπου εγκαταστάθηκαν σε μια νεόκτιστη κατοικία αποτελούμενη από μεμονωμένους ξεχωριστούς χώρους που ενώθηκαν με μια γέφυρα. Η κατοικία έγινε τόπος συγκέντρωσης για καλλιτέχνες και πολιτικούς ακτιβιστές και το ζευγάρι φιλοξένησε μεταξύ άλλων, τον Λέοντα Τρότσκι και τον Αντρέ Μπρετόν, «τον πάπα του σουρεαλισμού», που υπερασπίστηκε το έργο της Κάλο. Ο Μπρετόν έγραψε το εισαγωγικό κείμενο για το πρόγραμμα της πρώτης ατομική της έκθεσης, περιγράφοντάς την ως αυτοδίδακτη σουρεαλίστρια. Η έκθεση πραγματοποιήθηκε στη γκαλερί «Julien Levy» της Νέας Υόρκης, το 1938, με μεγάλη επιτυχία.
Την επόμενη χρονιά η Φρίντα Κάλο ταξίδεψε στο Παρίσι για να δείξει το έργο της. Εκεί συναντήθηκε με πολλούς σουρεαλιστές, συμπεριλαμβανομένου του Μαρσέλ Ντισάν, του μοναδικού σουρεαλιστή ζωγράφου που εκτιμούσε.
Το Μουσείο του Λούβρου αγόρασε τον πίνακά της «Το Κάδρο» (1938), δείγμα ότι η δουλειά της άρχισε να αναγνωρίζεται στην Ευρώπη. Ήταν ο πρώτος πίνακας μεξικανού καλλιτέχνη του 20ού αιώνα που το διάσημο μουσείο ενέτασσε στις συλλογές του, αναμφισβήτητος τίτλος για την Κάλο.
Οι εξωσυζυγικές σχέσεις και των δύο – συμπεριλαμβανομένων της σχέσης του Ριβέρα με την μικρότερη αδελφή της Φρίντα Κάλο και της Κάλο με άνδρες και γυναίκες – υπονόμευσαν τον γάμο τους και το ζευγάρι οδηγήθηκε σε διαζύγιο το 1939.
Την ίδια χρονιά ηΦρίντα Κάλο ζωγράφισε μερικά από τα πιο διάσημα έργα της, μεταξύ ατών και τις «Δύο Φρίντες».
Ο ασυνήθιστα μεγάλος καμβάς (1,74 × 1,73 μ.) απεικονίζει δύο γυναικείες φιγούρες, η μία να κρατά το χέρι της άλλης. Κάθε μία αντιπροσωπεύει μία πλευρά του χαρακτήρα της.
Η αριστερή φιγούρα, ντυμένη με νυφικό ευρωπαϊκού τύπου, είναι η πλευρά της που ο Ριβέρα απέρριπτε και η δεξιά φιγούρα, ντυμένη με παραδοσιακή ενδυμασία είναι η πλευρά της που ο Ριβέρα αγαπούσε καλύτερα. Από την καρδιά που απεικονίζεται στην ιθαγενή Κάλο, ξεκινά μια αρτηρία, η οποία οδηγεί σ’ ένα μικροσκοπικό πορτρέτο του Ριβέρα που κρατάει στο αριστερό της χέρι.
Μια άλλη αρτηρία συνδέεται με την καρδιά της εξ αριστερών φιγούρας του πίνακα. Είναι πλήρως εκτεθειμένη και αποκαλύπτει την ανατομία της. Στο άκρο της η αρτηρία είναι κομμένη και η γυναικεία φιγούρα (η Ευρωπαία Φρίντα Κάλο) κρατάει ένα χειρουργικό εργαλείο, προσπαθώντας να σταματήσει τις σταγόνες του αίματος που πέφτουν πάνω στο λευκό φόρεμα.
Η Κάλο και η Ριβέρα γρήγορα επανασυνδέθηκαν και μέσα στο 1940 μετακόμισαν στο πατρικό της, γνωστό ως «Το Γαλάζιο Σπίτι» (Casa Azul), στο Κογιοακάν. Το 1943, η Φρίντα Κάλο διορίστηκε καθηγήτρια ζωγραφικής στην Σχολή Καλών Τεχνών « La Esmeralda». Η υγεία της όμως διαρκώς χειροτέρευε και έβρισκε ανακούφιση στο αλκοόλ και τα ναρκωτικά.
Παρ ‘όλα αυτά, συνέχισε να είναι παραγωγική κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του’ 40. Ζωγράφισε πολυάριθμες αυτοπροσωπογραφίες με ποικίλα, χτενίσματα, ρούχα και εικονογραφία, που δείχνει πάντα τον εαυτό της με ένα απαθές, αποφασιστικό βλέμμα, για το οποίο έγινε διάσημη.
Η Φρίντα Κάλο υποβλήθηκε σε πολλές χειρουργικές επεμβάσεις στα τέλη της δεκαετίας του ’40 και στις αρχές της δεκαετίας του ’50, συχνά με παρατεταμένη παραμονή στο νοσοκομείο. Την ίδια περίοδο αντιμετώπισε έντονα κινητικά προβλήματα, που απεικονίζονται χαρακτηριστικά στον πίνακα «Αυτοπροσωπογραφία με το πορτρέτο του δρος Φάριλ (1951)», όπου είναι καθισμένη σε αναπηρική καρέκλα. Η πρώτη της ατομική έκθεση στην Πόλη του Μεξικού το 1953, την βρήκε σοβαρά άρρωστη στο κρεββάτι ενός νοσοκομείου. Θα αφήσει την τελευταία της πνοή ένα χρόνο αργότερα, στις 13 Ιουλίου 1954, στο «Γαλάζιο Σπίτι».
Μετά το θάνατο της, το «Γαλάζιο Σπίτι» έγινε μουσείο αφιερωμένο στην ζωή και το έργο της, με πρωτοβουλία του Ντιέγκο Ριβέρα. Το 1995, εκδόθηκαν το Ημερολόγιο της, που καλύπτει τα έτη 1944-1954, και οι επιστολές της.