Μυστικό της Γιουχάν: Ένα μυστικό καλά κρυμμένο, ήρθε στο φως. Άλλωστε, όπως λέει και ο σοφός λαός «Στο τέλος πάντα λάμπει, η αλήθεια». Στην προκειμένη περίπτωση λοιπόν αποκαλύφθηκε το μυστικό. Στις 26 Φεβρουαρίου, ο Li Zehua, καταδιωκόταν από ένα SUV λευκού χρώματος. Ο Κινέζος δημοσιογράφος την ώρα της καταδίωξής του έκανε livestreaming μέσα από το αυτοκίνητό του. Μάλιστα, ο ίδιος αναφέρονταν στην πανδημία του κορωνοϊού. Επίσης, το συγκεκριμένο livestreaming έλαβε τέλος, παράλληλα με την είσοδο των πρακτόρων στο διαμέρισμά του, ενώ ο ίδιος δεν έδειξε για εβδομάδες, σημάδια ζωής.
Ο Zehua ανήκε στην τριάδα των δημοσιογράφων που βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή του ρεπορτάζ στην πόλη της Γιουχάν μέσα στην «καρδιά» της καραντίνας.
Κόντρα στις εντολές της Αστυνομίας, ο δαιμόνιος ρεπόρτερ αρνήθηκε να εγκαταλείψει την έρευνά του, υποστηρίζοντας στα βίντεο που έδωσε στη δημοσιότητα πως ο πραγματικός αριθμός των κρουσμάτων στην Γιουχάν ήταν πολύ μεγαλύτερος από αυτόν που οι Αρχές υποστήριζαν στα Μέσα, με τον ίδιο να πηγαίνει πόρτα-πόρτα και να συλλέγει πληροφορίες από τους έντρομους πολίτες που είχαν κλειστεί στα σπίτια τους.
Έπαιρνε συνεντεύξεις από τους ασθενείς με κορωνοϊό και αναρτούσε συνεχώς νέο υλικό από την «απαγορευμένη ζώνη» της Γιουχάν.
Στα βίντεο αυτά, υποστήριζε πως υπήρχε τρομερή συγκάλυψη της πολιτείας όσον αφορά στα πραγματικά νούμερα των κρουσμάτων, τολμώντας μάλιστα να αποκαλύψει πως σύμφωνα με όσα έμαθε κατά την επίσκεψή του σε κάποιο κρεματόριο της πόλης, οι υπάλληλοι πληρώνονταν αδρά για να μεταφέρουν -και να εξαφανίζουν- πτώματα.
«Δε θέλω να σιωπήσω ή να κλείσω τα μάτια και τα αυτιά μου. Δεν είναι ότι δεν μπορώ να έχω μια ευτυχισμένη ζωή με μια σύζυγο και παιδιά. Φυσικά και μπορώ. Το κάνω γιατί ελπίζω περισσότεροι νέοι άνθρωποι να σηκώσουν το ανάστημά τους όπως έκανε εγώ», υποστήριζε.
Πίσω στις 26 Φεβρουαρίου. Ενώ ο ίδιος οδηγούσε σε δρόμο της Γιουχάν, αντιλήφθηκε ένα λευκό SUV να τον παρακολουθεί. Λίγο αργότερα, τον πλησιάσε και οι άντρες που βρίσκονταν μέσα του φώναξαν να σταματήσει το όχημά του. Ο δημοσιογράφος πανικόβλητος ανέπτυξε ταχύτητα προκειμένου να τους ξεφύγει και ξεκίνησε το ανθρωποκυνηγητό που παρακολουθούσαν live χιλιάδες Κινέζοι.
Η ζωντανή μετάδοση συνεχίστηκε για ώρες. Ο Li έφτασε στο διαμέρισμά του, κλειδώθηκε μέσα, έκλεισε τα φώτα και έκατσε για ώρες μπροστά την οθόνη του υπολογιστή του. Από τα παράθυρα έβλεπε άνδρες της Αστυνομίας με προστατευτικές στολές να χτυπούν τις πόρτες των γειτόνων του κάνοντας ερωτήσεις. Τρεις ώρες αργότερα, άκουσε χτύπους και στη δική του πόρτα.
Το βίντεο τελειώνει με την είσοδο των ανδρών στο διαμέρισμά του, με τις φήμες περί δολοφονίας του να οργιάζουν. Τα πράγματα, όμως, δεν ήταν έτσι…
Δύο μήνες μετά την «ύποπτη» εξαφάνισή του, ο Li Zehua επανεμφανίστηκε και έδωσε τη δική του εκδοχή των γεγονότων, αναλύοντας τι συνέβη μόλις στις οθόνες μας έπεσε μαύρο. Όπως είπε, τουλάχιστον τρεις άνδρες της κινεζικής Αστυνομίας εισέβαλλαν στο διαμέρισμά του αναγκάζοντας τον να τους ακολουθήσει σε κοντινό αστυνομικό τμήμα.
Όπως ενημερώθηκε, είχε διαταχθεί έρευνα με την κατηγορία της διατάραξης της δημόσιας τάξης. Παρόλα αυτά, λόγω του ότι είχε επισκεφτεί «ευαίσθητες επιδημικές περιοχές», δεν του επαγγέλθηκαν κατηγορίες. Αντί αυτού, υποχρεώθηκε να μπει σε καραντίνα στη Γιουχάν. Αφού παρέδωσε τις ηλεκτρονικές του συσκευές σε κάποιον φίλο του, μπήκε σε καραντίνα εντός Γιουχάν για έναν ολόκληρο μήνα και λίγο αργότερα μεταφέρθηκε στη γενέτειρά του, σε άλλη επαρχία.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της υποχρεωτικής καραντίνας, παρακολουθούνταν από ειδικούς φρουρούς, απολάμβανε τρία γεύματα ημερησίως και του επιτρεπόταν να παρακολουθεί το βραδινό ραδιοφωνικό δελτίο του κρατικού ραδιοτηλεοπτικού φορέα CCTV. Ο δημοσιογράφος απελευθερώθηκε στις 28 Μαρτίου και πήγε να μείνει με την οικογένειά του.
«Η Αστυνομία διαχειρίστηκε το θέμα μου πολιτισμένα και με κάθε νομιμότητα, από την αρχή μέχρι το τέλος. Μου εξασφάλισαν ηρεμία, ξεκούραση και φαγητό. Έδειξαν να ενδιαφέρονται πραγματικά για μένα», είπε και συνέχισε με ευχές για γρήγορη ανάρρωση των ασθενών με κορωνοϊό.