Επιστροφή στα σχολεία: Δεν είναι η πρώτη φορά που κάποιοι ηγέτες δυσκολεύονται να πάρουν αποφάσεις. Αποφάσεις, οι οποίες έχουν να κάνουν με το άνοιγμα των σχολείων εν μέσω πανδημίας. Συνέβη και κατά το παρελθόν. Συγκεκριμένα, έγινε το 1918. Ήταν κατά τη διάρκεια της ισπανικής γρίπης.
Παρόλο, που ο κόσμος ήταν πολύ διαφορετικός, η συζήτηση ήταν εξίσου έντονη. Τότε, η πανδημία σκότωσε περίπου 50 εκατομμύρια ανθρώπους παγκοσμίως. Ενώ η συντριπτική πλειονότητα των πόλεων στις ΗΠΑ έκλεισαν τα σχολεία τους, τρεις επέλεξαν να τα διατηρήσουν ανοιχτά σύμφωνα με τους ιστορικούς. Αυτές ήταν η Νέα Υόρκη, το Σικάγο και το Νιου Χέβεν. Σύμφωνα με πληροφορίες, οι αποφάσεις των αξιωματούχων σε αυτές τις πόλεις βασίστηκαν σε μεγάλο βαθμό στο επιχείρημα των υπαλλήλων δημόσιας υγείας ότι οι μαθητές ήταν ασφαλέστεροι στο σχολείο.
Η Νέα Υόρκη είχε περίπου 1 εκατομμύριο παιδιά που πήγαιναν στο σχολείο το 1918. Περίπου το 75% από αυτά ζούσαν στριμωγμένα σε πολυσύχναστες περιοχές. Συχνά κάτω από ανθυγιεινές συνθήκες, σύμφωνα με επίσημα στοιχεία. «Για μαθητές από τις περιοχές των κατοικιών αυτών, το σχολείο προσέφερε ένα καθαρό, καλά αεριζόμενο περιβάλλον. Οι εκπαιδευτικοί, οι νοσοκόμες και οι γιατροί είχαν ήδη ασκήσει λεπτομερείς ιατρικές εξετάσεις και ελέγχους». Αυτό σημειώνεται χαρακτηριστικά σε άρθρο του 2010 στο Public Health Reports.
Η πόλη ήταν μια από τις πιο σκληρά χτυπημένες από τη γρίπη, δήλωσε ο Δρ. Χάουαρντ Μάρκελ, ιστορικός και διευθυντής του Κέντρου Ιστορίας της Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν. Στους μαθητές δεν επιτρεπόταν να συγκεντρώνονται έξω από το σχολείο. Έπρεπε να αναφέρουν στον δάσκαλό τους αμέσως τέτοια φαινόμενα. Παράλληλα, οι εκπαιδευτικοί έλεγχαν τους μαθητές για τυχόν συμπτώματα της γρίπης. Απομόνωναν μαθητές που θεωρούνταν ύποπτα κρούσματα.
Εάν οι μαθητές είχαν πυρετό, κάποιος από το τμήμα υγείας τους πήγαινε σπίτι και ο υπάλληλος υγείας έκρινε αν οι συνθήκες ήταν κατάλληλες για «απομόνωση και φροντίδα». Αυτό ίσχυε, σύμφωνα με τις εκθέσεις δημόσιας υγείας. Αν όχι, τον έστελναν σε νοσοκομείο. Το τμήμα υγείας απαιτούσε από τις οικογένειες των παιδιών που ανάρρωναν στο σπίτι, είτε να έχουν οικογενειακό ιατρό, είτε να χρησιμοποιούν τις υπηρεσίες ενός γιατρού δημόσιας υγείας χωρίς χρέωση.
Το επιχείρημα του Σικάγο για να αφήσει τα σχολεία ανοιχτά για τους 500.000 μαθητές του ήταν το ίδιο. Το να παραμείνουν ανοιχτά τα σχολεία θα κρατούσε τα παιδιά μακριά από τους δρόμους και μακριά από μολυσμένους ενήλικες. Μέρος της στρατηγικής του Σικάγο ήταν να εξασφαλίσει ότι θα ανακυκλωνόταν ο καθαρός αέρας. Οι σχολικές αίθουσες υπερθερμαίνονταν κατά τη διάρκεια του χειμώνα, έτσι ώστε τα παράθυρα να παραμένουν ανοιχτά συνεχώς, σύμφωνα με έγγραφο του 1918 από το υπουργείο Υγείας του Σικάγο.
Το άρθρο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι μια ανάλυση δεδομένων έδειξε ότι «η απόφαση να παραμείνουν τα σχολεία της πόλης ανοιχτά κατά την επιδημία της γρίπης ήταν δικαιολογημένη». Και στη Νέα Υόρκη, ο τότε Επίτροπος Υγείας είχε πει στους New York Times: «Πόσο καλύτερα ήταν να έχουν τα παιδιά υπό τη συνεχή παρακολούθηση των ειδικών από το να είναι τα σχολεία κλειστά». Ο Μάρκελ, ο οποίος μαζί με άλλους ερευνητές εξέτασε δεδομένα και ιστορικά αρχεία από την απόκριση 43 πόλεων στην πανδημία του 1918, δεν είναι τόσο πεπεισμένος. Η Νέα Υόρκη «δεν βίωσε τα χειρότερα, αλλά δεν πέτυχε και τα καλύτερα» δήλωσε.
Η έρευνα έδειξε ότι οι πόλεις που εφάρμοσαν την καραντίνα και την απομόνωση, το κλείσιμο των σχολείων και τις απαγορεύσεις σε δημόσιες συγκεντρώσεις, είχαν καλύτερα αποτελέσματα. «Οι πόλεις που πήραν περισσότερα από ένα από αυτά τα μέτρα τα πήγαν καλύτερα. Το κλείσιμο του σχολείου ήταν μέρος αυτής της συμβολής» υπογράμμισε ο Μάρκελ.
Οι ειδικοί της δημόσιας υγείας επισημαίνουν γρήγορα ότι ο κοροναϊός δεν είναι όπως η ισπανική γρίπη, για την οποία ήταν ήδη πολλά γνωστά το 1918. Υπάρχουν ακόμα πολλά να μάθουμε για το νέο κοροναϊό και την ασθένεια που προκαλεί την Covid-19. Η σωστή απόφαση σήμερα, σύμφωνα με τον Μάρκελ, είναι το κλείσιμο των σχολείων. «Είναι καλύτερο» είπε «να είσαι ασφαλής παρά δυσαρεστημένος».