Η απαγωγή του εγγονού Γκετί έκανε γνωστό σε όλο τον κόσμο τον χαρακτήρα του παππού του, ο οποίος δεν αγαπούσε κανένα μέλος της οικογένειας του, παρά μόνο το χρήμα.
Εκείνο το μεσημέρι του 1973, Οκτώβρης μήνας, που ο ήλιος έλαμπε στην Ρώμη, στα γραφεία της εφημερίδας «Il Messaggero» επικρατούσε ο συνήθης πυρετός λίγη ώρα πριν την σύσκεψη.
Η γραμματέας που λάμβανε την αλληλογραφία και την ξεχώριζε, ήταν ήρεμη μέχρι την στιγμή που άνοιξε έναν καφέ φάκελο και αντίκρισε την φωτογραφία ενός εφήβου με κομμένο το δεξί του αυτί.
Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, έβγαλε από τον ίδιο φάκελο ένα διαφανές σφραγισμένο σελοφάν, που περιείχε το κομμένο αυτί και αμέσως έτρεξε στο γραφείο του διευθυντή.
Λίγα λεπτά αργότερα, οι επιτελείς της «Il Messaggero» κοίταγαν την φωτογραφία τον Τζον Πολ Γκετί ΙΙΙ, εγγονού του πλουσιότερου ανθρώπου στον κόσμο.
Είχε απαχθεί από μέλη της διαβόητης Ντράνγκετα, τους πιο σκληρούς μαφιόζους της Καλαβρίας οι οποίοι απαιτούσαν 17.000.000 δολάρια για να τον αφήσουν ελεύθερο.
Μόνο που οι απαγωγείς δεν ήξεραν ότι ο παππούς του νεαρού, ο Ζαν Πολ Γκετί δεν ήταν μόνο ο πλουσιότερος άνθρωπος του κόσμου, αλλά ήταν και κάτι άλλο.
Ήταν ο μεγαλύτερος τσιγγούνης της γης, ένας άνθρωπος παθολογικά άρρωστος με το χρήμα, που δεν ήταν διατεθειμένος εξαρχής να πληρώσει, όχι τα 17.000.000 δολάρια που του ζητούσαν, αλλά ούτε ένα σεντ.
Κι αυτό το κατάλαβαν όλοι από τα πρώτα 24ωρα της απαγωγής του 16χρονου τότε εγγονού του που σεργιάνιζε αμέριμνος κοντά στην πιάτσα Ναβόνα το βραδάκι της 10ης Ιουλίου του 1973, αγνοώντας τι επρόκειτο να πάθει, εξαιτίας του επιθέτου Γκετί.
Εκείνη η νύχτα στην «αιώνια πόλη» ήταν ζεστή και υγρή, τα μαγαζιά γεμάτα από κόσμο που δειπνούσε ή έπινε ένα Campari-σόδα και αρκετούς Ιταλούς και ξένους να βολτάρουν αμέριμνοι.
Στους ξένους ήταν και ένας όμορφος νεαρός, λεπτός με μακριά μαλλιά που χαζολογούσε και απολάμβανε την χαλαρή ατμόσφαιρα της Ρώμης μην έχοντας ιδιαίτερα προβλήματα στην ζωή του.
Το μέλλον του ήταν κατά τι εξασφαλισμένο, αφού ήταν παιδί του Τζον Πολ Γκετί ΙΙ και ο τελευταίος γιος του επισήμως πλουσιότερου ανθρώπου στον κόσμο, Ζαν Πολ Γκετί.
Ο παππούς του αγαπούσε τον εγγονό του, αν και η λέξη «αγαπούσε» λαμβάνει άλλη έννοια όταν μιλάμε για έναν άνθρωπο που ζούσε και ανέπνεε για το χρήμα.
Απολάμβανε όταν ο εγγονός του ήταν παιδάκι ακόμη να τον βάζει να του διαβάζει κάποιες από τις χιλιάδες επιστολές που του έστελναν απελπισμένοι άνθρωποι που ζητούσαν βοήθεια.
Ένας από αυτούς ήταν μια φτωχή γυναίκα της οποίας ο σύζυγος είχε προσβληθεί από όγκο και η εγχείρηση που θα τον έσωζε κόστιζε κάποιες χιλιάδες δολάρια.
Η απάντησή του την οποία έγραψε ο μικρός Τζον Πολ Γκετί ΙΙΙ ήταν λιτή και περιεκτική: « Αγαπητή κυρία, αν έδινα λεφτά σε όποιον είχε ανάγκη πολύ σύντομα θα ανήκα και εγώ στην κατηγορία των άπορων ανθρώπων».
Δέκα χρόνια μετά, εκείνο το ζεστό βράδυ του Ιούλη στην Πιάτσα Ναβόνα, ήρθε η ώρα ανθρώπου που είχε όλα τα λεφτά του κόσμου, να βρεθεί σε μια πολύ δύσκολη θέση.
Ο εγγονός του φλέρταρε με πόρνες, οι οποίες τον πείραζαν και δεν κατάλαβε ποτέ τους τρεις άνδρες που τον πλησίασαν από πίσω, τον χτύπησαν και τον έριξαν αναίσθητο μέσα σε ένα βανάκι.
Λίγες ώρες μετά, ξύπνησε μέσα σε μια σπηλιά κάπου στην Καλαβρία, έχοντας απαχθεί από την Ντράνγκετα, την διαβόητη μαφιόζικη οργάνωση, γνωστή για την σκληρότητά της.
Λίγα 24ωρα μετά, οι απαγωγείς επικοινωνούν με την μητέρα του νεαρού Γκέιλ Γκετί και ζητούν 17.000.000 δολάρια, αγνοώντας ότι ακόμη και η δική τους σκληρότητα θα ωχριούσε τελικά μπροστά σε αυτήν του παππού.
Ο τελευταίος βγήκε να μιλήσει στους δημοσιογράφους που όταν τον ρώτησαν πόσα θα πληρώσει για τον αγαπημένο του εγγονό απάντησε λακωνικά: «Δεν θα δώσω τίποτε. Έχω 14 εγγόνια και αν πληρώσω για το ένα είναι σίγουρο ότι θα απαχθούν και τα υπόλοιπα, οπότε δεν θα πληρώσω ούτε ένα δολάριο».
Ο κόσμος σοκάρεται από την απάντηση του μεγιστάνα, όχι όμως όσοι τον ήξεραν πολύ καλά και ήταν γνώστες της διαβόητης τσιγκουνιάς του και της αδιαφορίας για την οικογένειά του.
Το θρίλερ μόλις είχε αρχίσει.
Οι μαφιόζοι απορούν, η μητέρα του εκλιπαρεί τον πρώην πεθερό της να πληρώσει, αλλά αυτός αρνείται να το κάνει, θεωρώντας κάποια στιγμή ότι ο εγγονός του έχει σκηνοθετήσει ο ίδιος την απαγωγή του.
Τα απελπισμένα σημειώματα και κάποια τηλεφωνήματα των απαγωγέων δεν οδηγούν πουθενά και οι μήνες περνούν αργά και βασανιστικά για τον νεαρό κληρονόμο.
Οι δουλειές του παππού πάνε από καλό στο καλύτερο, η προσωπική του περιουσία εκτιμάται στα 8.000.000.000 δολάρια και ο ίδιος μένει σχεδόν μόνιμα στο Σάτον Πλέις, ένα τεράστιο κτήμα με μια επιβλητική κατοικία, 27 χιλιόμετρα έξω από το Λονδίνο.
Οι καλεσμένοι του αν θέλουν να τηλεφωνήσουν θα πρέπει να έχουν μαζί τους κέρματα για τον τηλεφωνικό θάλαμο που έχει εγκαταστήσει μέσα στην κατοικία του.
Όλα τα υπόλοιπα τηλέφωνα είναι κλειδωμένα με λουκετάκια, ενώ όταν ο Γκετί ταξιδεύει αρνείται να πληρώσει 10 δολάρια για να πλυθούν και να σιδερωθούν τα ρούχα του.
Προτιμάει να τα πλένει μόνος του, δείγμα και αυτό της ασύλληπτης τσιγκουνιάς του σε ότι αφορούσε την ζωή αλλά και τα μέλη της οικογένειας του.
Παντρεμένος πέντε φορές απέκτησε τέσσερις γιους, τους οποίους ουσιαστικά ποτέ δεν αγάπησε, ούτε φυσικά τα εγγόνια του, θεωρώντας ότι κανείς τους δεν είναι άξιος να τον διαδεχθεί.
Έχοντας χτίσει μια πετρελαϊκή αυτοκρατορία χάρη στην συμφωνία με τους Άραβες, ο Γκετί ζούσε και ανέπνεε για να εισπράττει, αλλά όχι να ξοδεύει.
Όταν κάποιος τον ρώτησε γιατί δεν πληρώνει τα λύτρα για τον εγγονό του, που ήταν ένα τίποτε για τον ίδιο, είπε ότι για να το κάνει χρειαζόταν ένα πράγμα.
«Τί είναι αυτό που χρειάζεστε;» είπε ο άνθρωπος αυτός και ο Γκετί απάντησε με τρεις λέξεις: « Χρειάζομαι περισσότερα χρήματα».
Όταν το κομμένο αυτί του εγγονού του έγινε πρωτοσέλιδο εδέησε να πληρώσει τελικά τα λύτρα που με τις διαπραγματεύσεις είχαν πέσει στα 4.000.000 δολάρια.
Μόνο που ο ίδιος έδωσε 2.200.000 δολάρια-όσα δηλαδή εξέπιπταν από την φορολογία-ενώ τα υπόλοιπα δόθηκαν με μορφή δανείου στον γιό του, ο οποίος θα τα επέστρεφε με τόκο 4%!
Ο μικρός ελευθερώθηκε τελικά αλλά δεν μπόρεσε ποτέ να ξεπεράσει την δοκιμασία που υπέστη και βυθίστηκε στον κόσμο των ναρκωτικών και του ποτού.
Έντεκα χρόνια μετά την απαγωγή του, ο συνδυασμός υπερβολικής δόσης ηρεμιστικών και ποτού είχε σαν αποτέλεσμα ένα σοβαρό εγκεφαλικό, που τον άφησε τετραπληγικό και ανίκανο να μιλήσει.
Πέθανε τον Φεβρουάριο του 2011 στην Αγγλία, ενώ δεν μίλησε ποτέ ξανά με τον παππού του Ζαν Πολ Γκετί που έσβησε στις 6 Ιουνίου του 1976 από ανακοπή καρδιάς.
Η τελευταία εντολή που άφησε ήταν η σωρός του να μεταφερθεί στην καρότσα ενός αγροτικού αυτοκινήτου, ώστε να μην χρειαστεί να ξοδευτούν χρήματα για νεκροφόρα!