Η δολοφονία πλάι στο κύμα της έφηβης Ροθίο Βάνινκοφ το 1999, οδήγησε στη φυλακή την πρώην σύντροφος της μητέρας της, Ντολόρες Βάθκεθ, χωρίς αδιάσειστα στοιχεία για την ενοχή της.
Συγκεκριμένα, όταν το 2003 εντοπίζεται το πτώμα μιας άλλης έφηβης, της Σόνια Καραβάντες, η αστυνομία συλλαμβάνει τον αληθινό δράστη, αλλά η κοινωνία έχει πλέον γυρίσει ήδη σελίδα.
Το Murder on the Coast («Η δολοφονία στην ακτή»), το οποίο κυκλοφόρησε στις 23 Ιουνίου από το Netflix, αφηγείται πώς η υπερπροβολή από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και μια εκτεταμένη ομοφοβία οδήγησαν στη σύλληψη, δίκη και καταδίκη της Μαρίας Ντολόρες Βάζκεζ, μετά τη δολοφονία της Ολλανδο-Ισπανής 19χρονης Ροθίο Βάνινκοφ, το 1999.
Η 69χρονη σήμερα Βάθκεθ ήταν η σύντροφος της μητέρας της Ροθίο, με την οποία βρισκόταν σε διάσταση εκείνη την περίοδο. Συνελήφθη και καταδικάστηκε για φόνο χωρίς αποδεικτικά στοιχεία. Απεικονίστηκε ως «αρπακτική λεσβία» από τα ισπανικά μέσα ενημέρωσης, τα οποία πιστεύεται ότι επηρέασαν τους ενόρκους.
Το 2003, ενώ η αστυνομία διεξήγαγε έρευνα για τη δολοφονία της 17χρονης Σόνιας Καραβάντες, διαπίστωσε ότι το DNA στον τόπο του εγκλήματος ταιριάζει με το DNA που βρέθηκε στο σώμα της Ροθίο, το οποίο ανήκε στον Βρετανό δράστη σεξουαλικών εγκλημάτων, Τόνι Αλεξάντερ Κινγκ.
Το 2005, ο Κινγκ καταδικάστηκε για τη δολοφονία στην υπόθεση της Σόνιας και καταδικάστηκε σε 36 χρόνια στη φυλάκισης με επιπλέον επτά χρόνια για σεξουαλική επίθεση που δε σχετιζόταν με την υπόθεση. Τον επόμενο χρόνο καταδικάστηκε σε 19 ακόμη χρόνια για τη δολοφονία της Ροθίο και όλες οι κατηγορίες εναντίον της Βάθκεθ αποσύρθηκαν.
Μέχρι τη στιγμή της απελευθέρωσής της, η Ντολόρες είχε περάσει 17 μήνες στη φυλακή, σε αυτό που σήμερα θεωρείται ως μια από τις μεγαλύτερες δικαστικές πλάνες στην δικαστική ιστορία της Ισπανίας από το 1910.
Η μητέρα της Ροθίο, η Αλίθια Όρνος, ξεκίνησε τη σχέση της με την Ντολόρες Βάθκεθ, όταν ήταν ακόμα παντρεμένη με τον πατέρα της κόρης της Γουίλεμ «Γκιγιέρμο» Βάνινκοφ. Τον άφησε ένα χρόνο μετά την έναρξη της σχέσης. Ο Βάνινκοφ μετακόμισε πίσω στην πατρίδα του στην Ολλανδία και η Αλίθια μετακόμισε με την Ντολόρες, πριν αγοράσουν ένα σπίτι μαζί.
Μετά το διαζύγιο των γονιών τους το 1983, η Ροθίο και η αδερφή της Ρόζα, έβλεπα την Ντολόρες ως μητέρα και υπέγραφαν τα ονόματά τους ως Βάθκεθ Όρνος. Η Ντολόρες και η Αλίθια χώρισαν το 1988, 11 χρόνια πριν από τη δολοφονία, αλλά παρέμειναν φίλες πριν τσακωθούν το 1994. Η Αλίθια ξεκίνησε μια νέα σχέση, αυτή τη φορά με έναν άνδρα, τον Χουάν Σερρίλο και ήταν ακόμα μαζί του όταν δολοφονήθηκε η Ροθίο.
Σύντομα, κατά τη διερεύνηση της δολοφονίας, η αστυνομία, υπό πίεση για να βρει έναν ύποπτο, έδειξε με το δάχτυλό της, την Ντολόρες Βάθκεθ. Το Euroweekly ανέφερε το 2019 ότι υπήρχε υποψία για την Βάθκεθ, επειδή ένας μάρτυρας είχε μιλήσει για ένα κόκκινο Toyota Celica που οδηγούσαν δύο άντρες στην περιοχή κοντά στην οποία είχε θεαθεί η Ροθίο για τελευταία φορά και η Βάθκεθ είχε το ίδιο μοντέλο.
Σχεδόν ένα χρόνο μετά τη δολοφονία, η Βάθκεθ συνελήφθη στις 7 Οκτωβρίου 2000. Δεκάδες τηλεοπτικές κάμερες περίμεναν έξω από το σπίτι της.
Προσωπικές πληροφορίες για την Ντολόρες διέρρευσαν στον Τύπο και καθώς το δημόσιο ενδιαφέρον για τη δολοφονία της Ροθίο αυξανόταν, οι εθνικές και τοπικές εφημερίδες και τηλεοπτικοί σταθμοί ανταγωνίζονταν για να πάρουν το καλύτερο αποκλειστικό, αποκαλύπτοντας όσο το δυνατόν περισσότερο τη σεξουαλικότητα της Ντόλορες.
Η μητέρα της Ροθίο εμφανίστηκε στην τηλεόραση, δείχνοντας την Ντολόρες για το φόνο της κόρης της. Λέγεται ότι η Ντολόρες δεν είχε συμπαθήσει ποτέ τη Ροθίο και την κατηγόρησε για τη ρήξη με τη μητέρα της, την Αλίθια και είχε σχεδιάσει την εκδίκηση της εναντίον της. Η ομοφυλοφιλία δεν ήταν κάτι αποδεκτό στην Ισπανία τη στιγμή της δολοφονίας της Ροθίο και η σεξουαλική προτίμηση της Ντολόρες χρησιμοποιήθηκε για να τη φωτογραφίσει ως κυρίαρχο και βίαιο άτομο.
Τον Σεπτέμβριο του 2003, ο Λούις Γκόμεζ, δημοσιογράφος για την ισπανική εφημερίδα El Pais, αποκάλυψε ότι μετά τη σύλληψη της Ντόλορες, η οικογένεια του θύματος «πήγαινε από το ένα τηλεοπτικό πρόγραμμα στο άλλο, μεταφέροντας παλιές ιστορίες που επιβεβαίωσαν τον κρύο, μη φιλικό, απαιτητικό και βίαιο χαρακτήρα της».
Πιστεύεται ότι η γενική αρνητική κάλυψη της Ντολόρες και το γεγονός ότι θεωρήθηκε ήδη ένοχη στην κοινή γνώμη, επηρέασε το σώμα των ενόρκων στη δίκη της. Αναφέρθηκε από το δικηγόρο της το 2014 ότι σχεδόν δεν υπήρχαν διαβουλεύσεις πριν από την καταδίκη της, παρά την απόλυτη έλλειψη αποδεικτικών στοιχείων ότι σκότωσε τη Ροθίο.
Το 2014, η Βάθκεθ είπε ότι θυμάται πώς οι άλλες κρατούμενες στη φυλακή Alhaurín de la Torre στη Málagawould φώναζαν «δολοφόνος» κάθε φορά που είχε μια επίσκεψη. Μιλώντας στο El Pais, ο δικηγόρος της Pedro Apalategui είπε ότι οι επισκέψεις του «ήταν το μόνο που κρατούσε υγιή πνευματικά την Ντολόρες».
Η Βάθκεθ ήταν τόσο ανήσυχη που άρχισε να πιστεύει ότι η συγκρατούμενη της, στην οποία είχε ανατεθεί να την σταματήσει να αυτοκτονήσει, στην πραγματικότητα την κατασκόπευε σε περίπτωση που ομολογούσε στον ύπνο της.
Η δημόσια πίεση και η κατηγορία ήταν τόσο ισχυρή που η Βάθκεθ ρώτησε τον δικηγόρο της, αν είχε «σκοτώσει την Ροθίο χωρίς να το συνειδητοποιήσει» και δεν θυμόταν, έγραψε η Tellerreport το 2019.
Η Βάθκεθ, της οποίας οι γονείς μετακόμισαν στην Ισπανία από το Έπσομ της Αγγλίας, επέστρεψε στο Ηνωμένο Βασίλειο μετά την απελευθέρωσή της από τη φυλακή. Εργάστηκε σε εταιρεία μεταφορών στο Ανατολικό Λονδίνο το 2014, υποβλήθηκε σε ψυχολογική αξιολόγηση μετά τη δοκιμασία της, η οποία έκρινε ότι ήταν μόνο το 35% του πρώην εαυτού της.
Το 2014, είπε ότι περίμενε ακόμη μια συγγνώμη, μετά από χρόνια άγχους όπου θα αγωνιζόταν να μιλήσει με ανθρώπους και να βρει δουλειά και θα απομνημόνευε τις πινακίδες των αυτοκινήτων που την ακολουθούσαν.
Η εξαφάνιση της Ροθίο και η δολοφονία πλάι στο κύμα
Η Ροθίο εξαφανίστηκε στις 9 Οκτωβρίου 1999 αφού έφυγε από το σπίτι του φίλου της στις 9:30 μ.μ. Ο φίλος της είπε στην αστυνομία ότι είχε φύγει με την πρόθεση να πάει στο σπίτι για να κάνει μπάνιο πριν συναντήσει τον ίδιο και τους φίλους της σε ένα πανηγύρι.
Την τελευταία φορά που η Ροθίο εθεάθη ζωντανή περπατούσε στο Mijas, όπου ζούσε με τη μητέρα της. Την επόμενη μέρα, η μητέρα της ανησυχούσε όταν η Ροθίο δεν ήταν σπίτι και ήρθε σε επαφή με τους φίλους της για να μάθει αν την είδαν. Δεν ανέφερε αμέσως την εξαφάνιση της κόρης της, αντ’ αυτού περπατούσε με τον Cerrillo για να ηρεμήσει.
Κατά τη βόλτα τους, το ζευγάρι βρήκε παπούτσια που αναγνώρισαν ότι ήταν της Ροθίο, χαρτοπετσέτες και αρκετές λεκέδες αίματος κοντά στο δρόμο. Ενημέρωσαν τις αρχές, οι οποίες απέκλεισαν την περιοχή και ξεκίνησε έρευνα με τη βοήθεια της οικογένειας και χιλιάδων γειτόνων.
Κατά την αναζήτησή τους, βρήκαν πολλούς λεκέδες με αίμα, που υποδηλώνουν ότι ένα σώμα είχε συρθεί και σημάδια ελαστικών, που σημαίνει ότι κάποιος είχε φορτώσει ένα σώμα σε ένα μικρό αυτοκίνητο και είχε απομακρυνθεί.
Λίγες μέρες μετά την εξαφάνιση της Ροθίοθ, ένας οδηγός ταξί κατέθεσε ότι είχε δει ένα όχημα να οδηγεί στη λάθος πλευρά του δρόμου και στην πλευρά του δρόμου όπου βρέθηκαν τα παπούτσια της κοπέλας. Πρόσθεσε ότι άκουσε μια «έντονη κραυγή» όταν πέρασε το όχημα. Επτά ημέρες μετά την εξαφάνιση της Ροθίο, επιβεβαιώθηκε ότι το αίμα στο σημείο ήταν δικό της.
Σχεδόν ένα μήνα αργότερα, στις 2 Νοεμβρίου, το σώμα της Ροθίο βρέθηκε μεταξύ των περιοχών Marbella και San Pedro de Alcántara, κοντά στον αθλητικό σύλλογο Los Altos del Rodeo.
Το πτώμα της 19χρονης βρισκόταν σε προχωρημένη σήψη λόγω των καιρικών συνθηκών. Σύμφωνα με τους ιατροδικαστές, είχε μαχαιρωθεί εννιά φορές, με τις οχτώ να σημειώνονται στην πλάτη. Η αδερφή της, Ρόζα, αναγνώρισε ότι δαχτυλίδια, δύο μπλουζάκια και άλλα αντικείμενα που βρέθηκαν σε σακούλες σκουπιδιών κοντά στο πτώμα της, ανήκαν στη Ροθίο. Λόγω του προχωρημένου σταδίου αποσύνθεσης του σώματος, ήταν αδύνατο να γνωρίζουμε αν είχε υποστεί σεξουαλική επίθεση ή όχι.
Το 2001, η Ντολόρες καταδικάστηκε για τη δολοφονία της Ροθίο, αλλά ένα Δικαστήριο ανέτρεψε την καταδίκη της τρεις μήνες αργότερα και επρόκειτο να γίνει κι άλλη δίκη. Το 2003, μια άλλη υπόθεση δολοφονίας θα ρίξει νέο φως στη δολοφονία της Ροθίο, οδηγώντας σε έναν νέο ύποπτο. Το πτώμα της Σόνιας Καραβάντες βρέθηκε στο κοντινό χωριό Coin.
Στις 18 Σεπτεμβρίου, η φίλη ενός Βρετανού άνδρα που είχε μετεγκατασταθεί στην Ισπανία, του Τόνι Αλεξάντερ Κινγκ, γνωστός και ως Τόνι Μπρόμγουιτς, ήρθε σε επαφή με την αστυνομία. Είπε ότι είχε υποψίες αφού βρήκε λεκέδες αίματος στο μπλουζάκι του ημέρες μετά την ανακάλυψη του πτώματος της Σόνιας Καραβάντες. Μέσα από στοιχεία DNA, η αστυνομία κατάφερε να συνδέσει τον Κινγκ με τη δολοφονία της Σόνιας. Το DNA του Κινγκ ταίριαξε με μία γόπα που βρέθηκε το 1999 κοντά στο σώμα της Ροθίο. Η Ντολόρες απελευθερώθηκε και οι κατηγορίες εναντίον της απορρίφθηκαν μετά από αυτήν την ανακάλυψη.
Ο Κινγκ είχε μετακομίσει την οικογένειά του στην Ισπανία και ζούσε εκεί με ένα ψεύτικο όνομα επειδή καταζητούνταν στο Ηνωμένο Βασίλειο για την επίθεση και την απόπερια βιασμού μιας γυναίκας στο σιδηροδρομικό σταθμό Leatherhead στο Surrey.
Το 1986, φυλακίστηκε μετά από μια σειρά σεξουαλικών επιθέσεων στο Holloway του Λονδίνου, όπου τον αποκαλούσαν «ο Στραγγαλιστής του Holloway». Απελευθερώθηκε το 1991, αλλά απεστάλη πίσω στη φυλακή το 1992 μετά τη ληστεία μιας γυναίκας απειλώντας τη με μαχαίρι.
Η βρετανική αστυνομία εντόπισε τον Κινγκ στη Μάλαγα και του ζήτησε να επιστρέψει στο Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά αρνήθηκε. Οι βρετανικές αρχές επικοινώνησαν με το ισπανικό Υπουργείο Εσωτερικών και ενημέρωσαν την παρουσία του Κινγκ στη Μάλαγα, αλλά χαρακτηρίστηκε χαμηλού κινδύνου και δεν υποβλήθηκε ποτέ αίτηση για σύλληψη ή έκδοση.
Αφού συνελήφθη για τη δολοφονία της Καραβάντες, ο Κινγκ ομολόγησε ότι ακολούθησε την Ροθίο καθώς μπήκε σε έναν πολυσύχναστο δρόμο, πηγαίνοντας σπίτι από τον φίλο της και έβαλε ένα ξυράφι στο λαιμό της. Όταν εκείνη προσπάθησε να απελευθερωθεί, το ξυράφι έκοψε το λαιμό της Ροθίο, ο Κινγκ πανικοβλήθηκε και άρχισε να τη μαχαιρώνει ασταμάτητα.
Το 2005, ο Κινγκ καταδικάστηκε σε 36 χρόνια φυλάκισης για τη δολοφονία της Σόνιας, με επιπλέον ποινή επτά ετών για τη σεξουαλική επίθεση άλλων γυναικών. Το 2006, καταδικάστηκε σε επιπλέον 19 χρόνια φυλάκισης για τη δολοφονία της Ροθίο.