Δημήτρης Τσαφέντας: Η ιστορία του ανθρώπου που δολοφόνησε τον εμπνευστή του Απαρτχάϊντ Χέντρικ Φέρβουρντ στις 6 Σεπτεμβρίου του 1966.
Ο Δημήτρης Τσαφεντάκης ή Τσαφέντας, ένας αψύς Κρητικός δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια του εκείνο το βράδυ από την εκθαμβωτική καλλονή που είχε συναντήσει σε ένα μπαρ.
Ένα μπαρ που ηταν στέκι των ναυτικών. Η Αμέλια Γουίλιαμς από την Μοζαμβίκη το έκανε επειδή είχε γοητευθεί από τον Έλληνα ναυτικό με καταγωγή από τα Χανιά της Κρήτης, ο οποίος την διεκδίκησε ανοιχτά. Αυτό που δεν ήξερε ήταν ότι εκείνη η νύχτα πάθους που έζησε με τον Τσαφέντα το 1918, θα μεταφραζόταν εννιά μήνες αργότερα στο κλάμα ενός αγοριού.
Ενός παιδιού που δεν μεγάλωσε ποτέ με τους δύο γονείς του, αλλά με την γιαγιά του από την Κρήτη στην αρχή, η οποία κατοικούσε στην Αίγυπτο και τον είχε υπό την προστασία της. Μέχρι τα οχτώ του χρόνια μεγάλωσε χωρίς προβλήματα. Ο πατέρας του ομως ηταν μόνιμα απόν. Το 1926 μετακομίζει στην Μοζαμβίκη μαζί με την μητέρα του. Τον γράφει σε ένα καθολικό σχολείο λευκών, όπου οι συμμαθητές του ήταν πιο λευκοί απ’ αυτόν. Κι έτσι ο μικρός Δημήτρης αρχίζει να βιώνει τον ρατσισμό. Σαράντα χρόνια μετά, οπλισμένος με ένα μαχαίρι βλέπει τον πρωθυπουργό της Νότιας Αφρικής και εμπνευστή του Απαρτχάϊντ να μιλάει στο βήμα της Βουλής για τον απόλυτο διαχωρισμό λευκών και μαύρων. Τον περιμένει υπομονετικά να κατέβει και δεν έχει κανένα λόγο να κρυφτεί. Το ημερολόγιο δείχνει 6 Σεπτεμβρίου του 1966…
Μέχρι να καταλήξει εκεί, ο Τσαφέντας γύρισε σχεδόν όλο τον κόσμο σαν ναυτικός, ακολουθώντας το επάγγελμα του πατέρα του.
Έφτασε στην Νότια Αφρική νεαρός άνδρας και με τα στοιχεία που έδωσε οι αρχές τον κατέταξαν στην λευκή φυλή, κάτι που τελικά αποδείχτηκε ολέθριο λάθος. Σε ηλικία 20 ετών ο Δημήτρης μπαρκάρει στα καράβια και γυρνάει σχεδόν όλο τον κόσμο για κάποια χρόνια, μέσα στις φλόγες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και μαθαίνει να μιλάει οχτώ γλώσσες. Πολιτικοποιημένος από έφηβος στον Κομμουνιστικό χώρο έγινε μέλος της Νοτιοαφρικανικής Ένωσης και μάλιστα το 1945.
Παρόλο που δεν έχει επιβεβαιωθεί φέρεται να πολέμησε με τους αντάρτες για δύο χρόνια. Μετά χάθηκε πάλι σε θάλασσες και στην σχιζοφρένεια, η οποία έκανε την εμφάνιση της από τα νεανικά του χρόνια. Επέστρεψε στην Νότια Αφρική το 1966, όπου έκανε περιστασιακές δουλειές μέχρι να προσληφθεί ως κλητήρας. Εκείνη την περίοδο γνώρισε μια γυναίκα την οποία ερωτεύθηκε τρελά, μια μιγάδα η οποία τον λάτρεψε κι’ αυτή για το σκουρόχρωμο δέρμα του και αποφάσισαν παντρευτούν και να κάνουν οικογένεια. Ο Τσαφέντας έκανε τα χαρτιά του ζητώντας να μεταταχθεί από τους λευκούς στους μιγάδες, αλλά κάτι τέτοιο δεν του επιτράπηκε και η αίτησή του απορρίφθηκε.
Στις 6 Σεπτεμβρίου, πήγε κανονικά στην δουλειά του. Όταν ο πρωθυπουργός Χέντρικ Βέρφουντ ανέβηκε στο βήμα περίμενε υπομονετικά να τελειώσει την ομιλία του. Μόλις έφτασε κοντά του ο Δημήτρης Τσαφέντας του κάρφωσε τέσσερις φορές το μαχαίρι στο στήθος. Αφήνοντας τον νεκρό μέσα σε μια λίμνη αίματος. Ακινητοποιήθηκε από βουλευτές που έπεσαν πάνω του και τον παρέδωσαν στην Αστυνομία. Η πράξη του έγινε σημείο αναφοράς στους καταπιεσμένους μαύρους που ζούσαν κάτω από άθλιες συνθήκες.