Ρόμι Σνάιντερ: Αφορμή για την αναφορά στην ιστορία τη ζωή της στάθηκε ένα βίντεο. Το συγκεκριμένο βίντεο έχει να κάνει με τις μεταμορφώσεις της. Μεταμορφώσεις, οι οποίες ξεκινούν από τη γέννησή της και τελειώνουν, με το θάνατό της. Μάλιστα, η Ρόμι έφυγε νωρίς, στα σαράντα τρία της. Η τραγική ιστορία της…
Στις 29 Μαΐου 1982, η Ρόμι Σνάιντερ κάθισε στο γραφείο της. Κάθισε στο διαμέρισμά της στο Παρίσι, και έγραψε μια επιστολή, σε δημοσιογράφο. Το έκανε για να ακυρώσει τη συνέντευξή τους. Λίγο μετά, βρέθηκε νεκρή, μόλις στα 43 χρόνια της. Η επίσημη αιτιολογία του θανάτου ήταν καρδιακή ανακοπή. Το βέβαιο είναι όμως ότι έφυγε βυθισμένη στη θλίψη. Ήταν επίσης βυθισμένη το αλκοόλ και τα χάπια. Γεννήθηκε σε αριστοκρατική οικογένεια στη Βιέννη, το 1938, με το δεόντως πομπώδες όνομα Rosemarie Magdalena Albach-Retty. Μεγάλωσε στον κόσμο του θεάτρου.
Κατέκτησε διεθνή φήμη από τα 17 της. Ήταν τότε που ενσάρκωσε την πριγκίπισσα Σίσσυ ή Ελισσάβετ της Αυστρίας. Ήταν σε μια κινηματογραφική τριλογία που έγινε διαχρονική. Το ντεμπούτο της στα πλατό έγινε κάτω από την ασφυκτική παρουσία της μητέρας της, Μάγδας. Εκείνη της υπαγόρευε: «Χαμογέλασε τώρα, χαμογέλασε». Οι γονείς της είχαν χωρίσει όταν ήταν επτά ετών και ο νέος σύζυγος της μητέρας της, ο πατριός της Hans Herbert Blatzheim, είχε κάθε άλλο παρά πατρικές βλέψεις. «Μου είχε ζητήσει ξεκάθαρα να κοιμηθώ μαζί του».
Πολύ αργότερα, η ίδια θα παρουσίαζε τον ρόλο της Σίσσυς σαν ευχή και κατάρα μαζί: «Κόλλησε πάνω μου σαν μαγειρεμένη βρόμη». Κομβική υπήρξε όχι μόνο για την καριέρα αλλά και για την προσωπική ζωή της η ταινία «Christine», το 1958, καθώς στα γυρίσματα ερωτεύτηκε τον συμπρωταγωνιστή της, Αλέν Ντελόν. Δραπέτευσε μαζί του στο Παρίσι, μακριά από το καταπιεστικό και δυσλειτουργικό οικογενειακό περιβάλλον της, όπου προσπάθησε να επανεφεύρει τον εαυτό της: «Θέλω να είμαι Γαλλίδα από κάθε άποψη, στον τρόπο στον οποίο ζω, αγαπώ, κοιμάμαι και ντύνομαι».
Τη μεταμόρφωσή της σε ενζενί την απέδωσε σε τρεις ανθρώπους: στον Ντελόν, στην Κοκό Σανέλ (που έχει απαθανατιστεί ενώ την ντύνει, σε ένα εμβληματικό σήμερα στιγμιότυπο της εποχής) και στον σκηνοθέτη Λουκίνο Βισκόντι. Με τους Ντελόν και Βισκόντι, μάλιστα, επισκέφτηκε το 1960 την Ελλάδα, προσκεκλημένη από τον ΕΟΤ. Είχε την ευκαιρία, τότε, να παρακολουθήσει θέατρο στην Επίδαυρο και να φωτογραφηθεί με την Κατίνα Παξινού και τον Αλέξη Μινωτή. Καθώς η φήμη του Ντελόν απογειώθηκε, η ίδια παρέμεινε αυτόφωτη, μέσα από τις δυνατές κινηματογραφικές επιλογές της.
Το 1962 σκηνοθετήθηκε από τον Βισκόντι στο φιλμ «Βοκάκιος ‘70» και έναν χρόνο αργότερα από τον Όρσον Γουέλς στην κινηματογραφική μεταφορά της «Δίκης» του Κάφκα. Ενώ ωστόσο στην επαγγελματική ζωή της ήταν ιδιαίτερα παραγωγική, τα προσωπικά πλήγματα άρχισαν να διαδέχονται το ένα το άλλο. Η παθιασμένη σχέση της με τον Ντελόν τελείωσε με ένα σημείωμα, όπου ο ζεν πρεμιέ της ανακοίνωνε ότι «έχω πάει στο Μεξικό με τη Ναταλί [Μπαρτελεμί, μέλλουσα κυρία Ντελόν]». Η απάντηση της Σνάιντερ ήταν να προσπαθήσει να κόψει τις φλέβες της.
Μόλις έναν χρόνο μετά παντρεύτηκε τον σκηνοθέτη Χάρι Μέγιεν, με τον οποίο απέκτησε έναν γιο, τον Ντάβιντ. Ο γάμος τους όμως δεν ευδοκίμησε. Το 1975 πήρε διαζύγιο από τον Μέγιεν. Τέσσερα χρόνια μετά, ο πρώην σύζυγός της αυτοκτόνησε – επιβαρυμένος ίσως και από την τραυματική εμπειρία του από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν είχε βασανιστεί από την Γκεστάπο. Η υποκριτική παρέμεινε το καταφύγιο και το βάλσαμό της. Τη δεκαετία του ‘70 τιμήθηκε με δύο Βραβεία Σεζάρ, για τις ερμηνείες της στις ταινίες «Σημασία έχει ν’ αγαπάς» (1975) και «Une histoire simple» (1978).
Ακολούθησε ένας σύντομος γάμος με τον γραμματέα της, Ντάνιελ Μπιασίνι, με τον οποίο απέκτησε μια κόρη, τη Σάρα Μαγδαλένα, προτού πάρει για δεύτερη φορά διαζύγιο. Την ίδια περίοδο, σοβαρά προβλήματα υγείας την ανάγκασαν να υποβληθεί σε νεφρεκτομή, που λέγεται ότι της άφησε μια μεγάλη ουλή στην πλάτη. Δεν είχε ζήσει ακόμα, όμως, το μεγαλύτερο δράμα της ζωής της. Τον Ιούνιο του 1981 ο 14χρονος γιος της, Ντάβιντ, έπαιζε στον κήπο του σπιτιού, όταν σε ένα φοβερό δυστύχημα βρέθηκε καρφωμένος στα κάγκελα, αφήνοντας την τελευταία του πνοή.
Η Σνάιντερ δεν κατάφερε ποτέ να ξεπεράσει αυτό το γεγονός, που την οδήγησε σε ψυχιατρική κλινική. Το 1981 έλεγε: «Εδώ και χρόνια έχω πάψει να είμαι η Σίσσυ. Είμαι μια δυστυχισμένη 42χρονη και το όνομά μου είναι Ρόμι Σνάιντερ». Βρέθηκε νεκρή μόλις έναν χρόνο μετά, αφήνοντας πίσω της μια τεράστια κληρονομιά με πάνω από 60 ταινίες. Στα πιο χαρακτηριστικά κινηματογραφικά ενσταντανέ της, το ερμηνευτικό χάρισμα συναντά τη θρυλική γοητεία μιας γυναίκας που τροφοδότησε, αναμφίβολα, άπειρες ερωτικές φαντασιώσεις.
Θάφτηκε μαζί με τον γιο της, σε κοιμητήριο του Παρισιού, όπου ο Αλέν Ντελόν της απέτισε τον ελάχιστο φόρο τιμής καταθέτοντας ένα στεφάνι, με το μήνυμα: «Ποτέ δεν ήσουν πιο όμορφη, πιο γαλήνια». Πολύ αργότερα, στα 76 χρόνια του, εξομολογήθηκε σε μια συνέντευξη: «Λυπάμαι που δεν την παντρεύτηκα ποτέ». Αφήνοντας τους θαυμαστές της να αναρωτιούνται πόσο διαφορετικά θα είχαν εξελιχθεί τα πράγματα αν η σχέση τους δεν είχε τελειώσει με ένα ψυχρό σημείωμα.