Το ανεξιχνίαστο έγκλημα της πρωτοετούς φοιτήτριας, Κρίστιν Σμαρτ, στην Καλιφόρνια, πριν από 26 ολόκληρα χρόνια, φέρνει στο φως η βρετανική εφημερίδα Daily Mail.
Ειδικότερα, η πρωτοετής φοιτήτρια Κρίστιν Σμαρτ εξαφανίστηκε χωρίς να αφήσει ίχνη, μετά από ένα πάρτι στο κολέγιό της στην Καλιφόρνια, πριν από 26 χρόνια, με τον κύριο ύποπτο για το φόνο της να κρίνεται ένοχος, αφού ένα podcast για το ανεξιχνίαστο έγκλημα βοήθησε τους αστυνομικούς να λύσουν την υπόθεση.
Το podcast «Your Own Backyard» (Η δική σου αυλή) πήρε συνεντεύξεις από άτομα που βρίσκονταν κοντά στο ανεξιχνίαστο έγκλημα, οδηγώντας σε μια σημαντική ανακάλυψη, με τον 45χρονο σήμερα Πολ Φλόρες, να κατηγορείται για τη δολοφονία της Smart και τον 81χρονο πατέρα του, Ρούμπεν Φλόρες, για συνέργεια μετά την πράξη.
26 χρόνια μετά την εξαφάνιση της Κρίστιν, ο νεότερος Φλόρες κρίθηκε ένοχος για το έγκλημα στο ανώτερο δικαστήριο της κομητείας Μοντερέι, στο Σαλίνας της Καλιφόρνια.
Η ετυμηγορία του ανακοινώθηκε στις 18 Οκτωβρίου, ωστόσο, το πτώμα της Κρίστιν Σμαρτ δεν έχει ακόμη βρεθεί.
Η 19χρονη Σμαρτ ήταν φοιτήτρια στο Πολυτεχνείο της Καλιφόρνιας, στο Σαν Λουίς Ομπίσπο και συμμετείχε σε ένα πάρτι ένα βράδυ, το Μάιο του 1996 και, από εκείνη τη νύχτα, δεν την είδε κανείς ποτέ ξανά.
Ο πατέρας του Φλόρες φέρεται να βοήθησε να θαφτεί η Κρίστιν πίσω από το σπίτι του στο Arroyo Grande και αργότερα ξέθαψε τα λείψανά της και τα μετέφερε, αλλά οι ένορκοι έκριναν τον ηλικιωμένο αθώο.
Χάρη στο podcast και τον οικοδεσπότη του Κρις Λάμπερτ, η οικογένεια της πρωτοετούς φοιτήτριας έχει επιτέλους βρει μια κάποια λύτρωση, μετά το θάνατο της κόρης τους.
Τη νύχτα που εθεάθη για τελευταία φορά, η Σμαρτ και οι φίλοι της από το Πολυτεχνείο της Καλιφόρνιας πήγαν μια βόλτα με ένα φορτηγό και έφτασαν σε ένα σπίτι αδελφότητας κοντά στην πανεπιστημιούπολη.
Σύμφωνα με τη φίλη της από το κολέγιο, Μαργαρίτα Κάμπος, η Σμαρτ δεν ήταν καθόλου υπό την επήρεια αλκοόλ, όταν την είδε για τελευταία φορά γύρω στις 10 το βράδυ, στη διασταύρωση των λεωφόρων California και Foothill.
Ο πρώην φοιτητής, Ρος Κέτσαμ, θυμάται ότι μίλησε με την 19χρονη για το σερφ και το σχολείο στο πάρτι, όπου υπήρχαν περίπου 70 άτομα.
Ο Τιμ Ντέηβις, ένας τελειόφοιτος, που βοήθησε στην οργάνωση του πάρτι, είπε στους ερευνητές ότι προς το τέλος της νύχτας εντόπισε την Σμαρτ ξαπλωμένη στο γκαζόν, προφανώς λιπόθυμη.
Ο ίδιος επρόκειτο να τη συνοδεύσει στο σπίτι με μια άλλη φοιτήτρια, την Σέριλ Άντερσον.
Αλλά ο Πολ Φλόρες, 19 ετών τότε, προσφέρθηκε να βοηθήσει, αφού εμφανίστηκε «από το πουθενά», θυμήθηκε η Άντερσον.
Η Άντερσον υπογράμμισε ότι η Σμαρτ φαινόταν «πολύ μεθυσμένη» και η ομιλία της ήταν ασαφής. Ο Ντέηβις και η ίδια περπάτησαν με τον Φλόρες και την Σμαρτ, αλλά οι δρόμοι τους χώρισαν πριν φτάσουν στα κτίρια του κοιτώνα τους.
Ο Φλόρες ήταν τότε το μόνο άτομο που είχε απομείνει και βοηθούσε την Σμαρτ να επιστρέψει τρεκλίζοντας από το πάρτι, γύρω στις 2 τα ξημερώματα. Ήταν το τελευταίο άτομο που την είδε ζωντανή.
Στις 28 Μαΐου κατατέθηκε στην αστυνομία της πανεπιστημιούπολης δήλωση εξαφάνισης. Πραγματοποιήθηκαν έρευνες στο χώρο και στο δωμάτιο του κοιτώνα της, όπου βρέθηκαν το πορτοφόλι της και άλλα αντικείμενα και η Σμαρτ κηρύχθηκε επίσημα νεκρή το 2002 και το πτώμα της δεν βρέθηκε ποτέ.
Ανακαλώντας στιγμές από το 1996, η συντετριμμένη μητέρα της Σμαρτ, Ντενίζ, επεσήμανε για το ανεξιχνίαστο έγκλημα ότι επικοινώνησε με την αστυνομία, αφού η Κριστίν δεν τηλεφώνησε στο σπίτι την Κυριακή 26 Μαΐου, όπως συνήθιζε τις Κυριακές.
Το χαρούμενο τηλεφώνημα της 19χρονης στο σπίτι ήταν ένα εβδομαδιαίο τελετουργικό, όπως είπε.
Πριν εξαφανιστεί στις 25 Μαΐου, η Kristin έστειλε στους γονείς της ένα φωνητικό μήνυμα γεμάτο ενθουσιασμό, λέγοντας ότι είχε καλά νέα, αλλά ποτέ δεν έμαθαν τι ήταν.
Η ανήσυχη Ντενίζ είχε καλέσει μέρες νωρίτερα τον πρόεδρο του κολεγίου, αλλά την παρέπεμψαν σε έναν σύμβουλο του κοιτώνα, ο οποίος αρνήθηκε να δώσει οποιαδήποτε πληροφορία για την Κρίστιν για λόγους «προστασίας προσωπικών δεδομένων».
Ένας σερίφης του τοπικού αστυνομικού τμήματος του San Luis Obispo είπε τότε στην Ντενίζ ότι δεν είχε δικαιοδοσία στην πανεπιστημιούπολη του κολεγίου.
Τέσσερις ημέρες μετά την εξαφάνισή της, η αστυνομία υπέβαλε δήλωση εξαφάνισης.
Η πρώην συγκάτοικος της Σμαρτ, Crystal Teschendorf, ισχυρίστηκε ότι η αστυνομία δεν την πήρε στα σοβαρά, όταν δήλωσε την εξαφάνιση της 19χρονης, δύο φορές πριν η αστυνομία υποβάλει τελικά την αναφορά.
Η Teschendorf είπε ότι η ίδια και αρκετοί άλλοι φοιτητές του κοιτώνα επικοινώνησαν με την αστυνομία δύο ημέρες αφότου η Σμαρτ δεν επέστρεψε στο δωμάτιό της και στη συνέχεια, ξανά δύο ημέρες αργότερα, όταν δεν εμφανίστηκε στο μάθημα.
«Είχαμε μιλήσει για πιθανά σενάρια σχετικά με τους λόγους για τους οποίους δεν είχε επιστρέψει στους κοιτώνες. Το θεωρήσαμε κάπως ασυνήθιστο», σημείωσε η Teschendorf για τους ανήσυχους φοιτητές.
Καταθέτοντας για την τελευταία της επαφή με την Σμαρτ, η Teschendorf είπε ότι η συγκάτοικός της φαινόταν να έχει «καλή διάθεση» όταν χώρισαν οι δρόμοι τους, την Παρασκευή 24 Μαΐου.
Όταν η Teschendorf επέστρεψε στο δωμάτιό τους, παρατήρησε ότι τα κλειδιά και τα προσωπικά αντικείμενα της Σμαρτ, που συνήθως έπαιρνε παντού μαζί της, ήταν ακόμα στο δωμάτιο ανέγγιχτα, ενώ η συγκάτοικός της δεν ήταν πουθενά.
Η Teschendorf δήλωσε ότι αυτό ήταν περίεργο, διότι αν και δεν ήταν ιδιαίτερα δεμένες, η Σμαρτ συνήθως της έλεγε αν επρόκειτο να περάσει τη νύχτα εκτός κοιτώνα.
Τόνισε ότι η ίδια και τα άλλα κορίτσια στον κοιτώνα άρχισαν να ανησυχούν, όταν καμία από αυτές δεν είχε νέα της Σμαρτ και αποφάσισαν να κάνουν το πρώτο τους τηλεφώνημα στην αστυνομία, την Κυριακή 26 Μαΐου.
Ο Φλόρες υποβάθμισε την επαφή του με την Σμαρτ, όταν μίλησε για πρώτη φορά με την αστυνομία, τις ημέρες μετά την εξαφάνισή της, λέγοντας ότι πήγε στον κοιτώνα της με τα πόδια, χωρίς να την βοηθήσει εκείνος.
Όταν ο Φλόρες έδωσε την πρώτη του κατάθεση, εμφανίστηκε με μαυρισμένο μάτι και είπε ότι το έπαθε παίζοντας μπάσκετ με φίλους του, οι οποίοι αρνήθηκαν τον ισχυρισμό του, σύμφωνα με τα δικαστικά αρχεία.
Αργότερα, άλλαξε την ιστορία του και είπε ότι χτύπησε το κεφάλι του, ενώ δούλευε στο αυτοκίνητό του.
Κατά την προκαταρκτική ακρόαση, οι εισαγγελείς παρουσίασαν στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία τέσσερις σκύλοι, εκπαιδευμένοι στην ανεύρεση πτωμάτων, σταμάτησαν στο δωμάτιο του Φλόρες και «ειδοποίησαν» για την οσμή θανάτου κοντά στο κρεβάτι του.
Με την πάροδο των ετών, οι γυναίκες τον αποκαλούσαν «Chester the molester» (Τσέστερ ο βιαστής) και «Psycho Paul» (Ψυχοπαθή Πολ).
Τους μήνες μετά την εξαφάνιση της Σμαρτ, οι απογοητευμένοι γονείς της προσέλαβαν τον δικηγόρο Τζέημς Μέρφυ, ο οποίος κατέθεσε μήνυση για δολοφονία τόσο κατά του Ρούμπεν όσο και κατά του γιου του, Πολ Φλόρες.
Κατά τη διάρκεια της κατάθεσής για την αστική αγωγή, ο Πολ μίλησε μόνο για να επιβεβαιώσει το όνομά του και να επικαλεστεί την Πέμπτη Τροπολογία (βάσει του αμερικανικού συντάγματος, του εξασφαλίζει το δικαίωμα να μην δώσει πληροφορίες και απαντήσεις) 27 φορές.
Η υπόθεση εγκαταλείφθηκε, όταν ο πατέρας του κατέθεσε αίτηση πτώχευσης.
Η υπόθεση της Κρίστιν Σμαρτ δεν έκλεισε ποτέ, αλλά η δυναμική της αναζωπυρώθηκε τα τελευταία δύο χρόνια.
Οι ερευνητές διεξήγαγαν δεκάδες έρευνες κατά τη διάρκεια δύο δεκαετιών, αλλά έστρεψαν την προσοχή τους το 2020 στο σπίτι του Ρούμπεν Φλόρες, περίπου 12 μίλια νότια του Cal Poly.
Πιστεύεται ότι η νέα ώθηση που δόθηκε, οφείλεται στις νέες καταθέσεις που πήρε η αστυνομία, οι οποίες ήρθαν για πρώτη φορά στο φως μέσω του podcast για το ανεξιχνίαστο έγκλημα.
Συνέλαβαν τον Πολ Φλόρες ως ύποπτο για το κακούργημα της κατοχής πυροβόλου όπλου, τον Φεβρουάριο του 2021, μετά από έρευνα στο σπίτι του.
Στη συνέχεια, το Μάρτιο, οι αστυνομικοί εξέδωσαν ένταλμα έρευνας για το σπίτι του πατέρα του. Χρησιμοποίησαν ραντάρ διείσδυσης στο έδαφος και σκύλο ανεύρεσης πτωμάτων κατά τη διάρκεια της έρευνας.
Πίσω από το πλέγμα, κάτω από την ξύλινη βεράντα του μεγάλου σπιτιού του, σε έναν αδιέξοδο δρόμο στην Tally Ho Road, αρχαιολόγοι που εργάζονταν για την αστυνομία, το Μάρτιο, βρήκαν μια ανωμαλία του εδάφους, περίπου στο μέγεθος ενός φερέτρου, καθώς και την παρουσία ανθρώπινου αίματος, τόνισαν οι εισαγγελείς.
Το αίμα δεν ήταν σε κατάσταση τέτοια για να εξαχθεί δείγμα DNA. Ενώ ένας εμπειρογνώμονας δήλωσε ότι πρόκειται για ανθρώπινο αίμα, η εξέταση που χρησιμοποιήθηκε δεν απέκλεισε την πιθανότητα να προέρχεται από κουνάβι ή πρωτεύον θηλαστικό, αν και τα αρχεία του δικαστηρίου ανέφεραν ότι δεν βρέθηκαν υπολείμματα τέτοιων ζώων.
Τον Απρίλιο του 2021, ο δικηγόρος της οικογένειας Σμαρτ κατέθεσε μήνυση εναντίον του Ρούμπεν Φλόρες, ισχυριζόμενος ότι «υπό την κάλυψη της νύχτας», ο πατέρας και οι μη κατονομαζόμενοι συνεργοί του μετέφεραν το πτώμα, τέσσερις ημέρες μετά την έρευνα των αστυνομικών στο σπίτι του, το 2020.
Ο Φλόρες είχε κατηγορηθεί προηγουμένως ότι μετακίνησε την σορό της Σμαρτ από το σημείο ταφής, «σε περίπτωση που διεξαγόταν πρόσθετη έρευνα στο ακίνητο».
Μια πρόσθετη έρευνα πραγματοποιήθηκε πράγματι – ένα χρόνο αργότερα, αλλά οι ερευνητές έψαξαν μόνο κάτω από την βεράντα του σπιτιού του, το 2021.
Κατά τη διάρκεια της δίκης του, τον Οκτώβριο, ο αναπληρωτής εισαγγελέας δήλωσε για το ανεξιχνίαστο έγκλημα “μόνο ένα σημείο σε ολόκληρη την αυλή έτυχε να έχει μια επιφανειακή ανωμαλία, που έδειχνε ότι είχε σκαφτεί. Έτυχε να έχει το τέλειο μέγεθος για μια ταφή ανθρώπου”.
Ωστόσο, οι ένορκοι δεν θεώρησαν τα στοιχεία αρκετά αξιόπιστα για να καταδικάσουν τον Ρούμπεν Φλόρες.
Ο γιος του, Πολ Φλόρες, συνελήφθη στο σπίτι του στο San Pedro της Καλιφόρνια στις 13 Απριλίου 2021 και κατηγορήθηκε για φόνο.
Ο πατέρας του τέθηκε στη συνέχεια υπό κράτηση, αν και οι δύο άνδρες δήλωσαν αθώοι.
Οι εισαγγελείς, τον Ιούλιο του 2021, τόνισαν ότι ο Πολ Φλόρες «έχει ένα συγκεκριμένο φετίχ να επιβάλλεται στις γυναίκες, ειδικά όταν αυτές είναι υπό την επήρεια ναρκωτικών ή σε κατάσταση μέθης, η οποία είναι ακριβώς η κατάσταση της Κρίστιν Σμαρτ τα ξημερώματα της 25ης Μαρτίου 1996».
Οι εναρκτήριες αγορεύσεις για το ανεξιχνίαστο έγκλημα του 1996 ξεκίνησαν στις 18 Ιουλίου 2022.
Οι εισαγγελείς πίστευαν ότι ο Φλόρες σκότωσε την Σμαρτ στο δωμάτιο του κοιτώνα της, αφού προσπάθησε να τη βιάσει. Ισχυρίστηκαν ότι, στη συνέχεια, τον βοήθησε ο πατέρας του να θάψει το πτώμα της κοπέλας κάτω από την ξύλινη βεράντα πίσω από το σπίτι του, στο Arroyo Grande της Καλιφόρνια.
Είπαν ότι αργότερα ξέθαψαν τα λείψανά της και τα μετέφεραν, όταν οι αστυνομικές αρχές επέστρεψαν για να ερευνήσουν το σπίτι το 2020.
Κατά τη διάρκεια της δίκης, ακούστηκε μια ηχογραφημένη συνομιλία μεταξύ του Πολ Φλόρες και της μητέρας του.
Εκεί, η μητέρα λέει στον γιο της ότι έπρεπε να της πει πού μπορούν να σαμποτάρουν το podcast, επειδή όπως του είπε, «μόνο εσύ μπορείς».
Ο δικηγόρος του Πολ Φλόρες προσπάθησε να παρουσιάσει το 19χρονο θύμα, ως υπαίτια για την κατάληξη που είχε:
«Θα ήταν ωραίο να διατηρήσουμε αυτή την ιδέα ότι όλα ήταν καλά και ότι ήταν αγγελικά πλασμένη η Κρίστιν, αλλά η πραγματικότητα είναι ότι είχε επικίνδυνη συμπεριφορά και πρέπει να ερμηνεύσετε πώς αυτό επηρεάζει τα γεγονότα που μπορεί να συνέβησαν», είπε απευθυνόμενος στους ενόρκους και συμπλήρωσε «έχετε μια αρκετά απλή δουλειά: Πρέπει να αποφασίσετε αν διαπράχθηκε φόνος ή όχι, πέρα από κάθε λογική αμφιβολία. Σύντομη απάντηση: Δεν έγινε».
Οι ένορκοι, όμως, αποφάσισαν ότι έγινε και κήρυξαν ένοχο τον Πολ Φλόρες για το έγκλημα που διέπραξε 26 χρόνια πριν.