Η Άννα Φρανκ στις 12 Μαρτίου 1945 άφησε την τελευταία της πνοή σε ηλικία 15 ετών στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Μπέργκεν-Μπέλσεν και η αιτία ήταν ο τύφος. Είχαν μεσολαβήσει μόνο τρεις ημέρες από τον θάνατο της αδερφής της, Μαργκό.
Η μητέρα της οικογένειας είχε ήδη πεθάνει στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Άουσβιτς από κακουχίες. Ο μόνος επιζών της οικογένειας από το Ολοκαύτωμα ήταν ο πατέρας, Ότο Φρανκ, ο οποίος ήταν ανάμεσα και στους επιζώντες που απελευθέρωσε ο κόκκινος στρατός στο Άουσβιτς το 1945.
Αμέσως μετά την απελευθέρωση του άρχισε να αναζητεί τη γυναίκα του και τις κόρες του, ώσπου έμαθε ότι είχαν πεθάνει. Ένας Δανός φίλος της οικογένειας, που τους είχε βοηθήσει να κρυφτούν σπίτι της οδού Πρίσενγκρατς 263 στο Άμστερνταμ κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής στην Ολλανδία, του παρέδωσε το ημερολόγιο που έγραφε η κόρη του, Άννα Φρανκ την περίοδο εκείνη.
Το κόκκινο ημερολόγιο με την κλειδαριά ήταν δώρο του πατέρα της, Ότο τον Ιούνιο του 1942, όταν η Άννα ήταν 13 ετών. Ο πατέρας συγκλονίστηκε με τα όσα έγραφε η μικρή του κόρη, Άννα Φρανκ
«Ήξερα ότι η Άννα έγραφε ημερολόγιο. Μιλούσε γι’ αυτό και μου το είχε αφήσει να το φυλάω δίπλα στο κρεβάτι μου αφού της υποσχέθηκα ότι δεν θα το διάβαζα. Ποτέ δεν το έκανα. Όταν επέστρεψα και έμαθα ότι οι κόρες μου είχαν πεθάνει, μου παρέδωσαν το ημερολόγιό της. Μου πήρε πολύ χρόνο για να το διαβάσω. Όταν το έκανα έμεινα έκπληκτος από τις βαθιές σκέψεις που είχε η Άννα.Μιλούσε για πολλά πράγματα, έκανε κριτική αλλά το πώς πραγματικά ένιωθε μπορούσα να το δω στο ημερολόγιο. Και το συμπέρασμά μου είναι, καθώς είχα πολύ καλές σχέσεις με την Άννα, ότι οι περισσότεροι γονείς δεν γνωρίζουν πραγματικά τα παιδιά τους».
Τρία χρόνια μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου το ημερολόγιο εκδόθηκε σε βιβλίο, το οποίο έγινε σύμβολο κατά του ναζισμού. Μεταφράστηκε σε 70 γλώσσες, πούλησε εκατομμύρια αντίτυπα και το 1955 κέρδισε το βραβείο Πούλιτζερ.
Τα δύο χρόνια που η οικογένεια παρέμεινε κρυμμένη στο διαμέρισμα η Άννα Φρανκ κατέγραφε στο ημερολόγιο τις σκέψεις της, τα συναισθήματα της και τις ανησυχίες της. Η βαθιά σκέψη που είχε η 13χρονη Άννα Φρανκ αποκαλύπτει στον αναγνώστη τη φρίκη του πολέμου μέσα από τα μάτια ενός παιδιού.
Η 13χρονη ήξερε να γράφει, είχε ανεπτυγμένη κριτική σκέψη, διψούσε για ζωή και είχε φιλοδοξίες και μάλιστα χαρακτηριστικά σε κάποιο σημείο του βιβλίου της αναφέρει:
“Γράφοντας, απαλλάσσομαι απ’ όλα, η λύπη μου εξαφανίζεται, το θάρρος μου ξαναγεννιέται. Αλλά το μεγάλο πρόβλημα είναι τούτο: θα μπορέσω ποτέ να γίνω δημοσιογράφος ή συγγραφέας; Το ελπίζω και μάλιστα το ελπίζω πολύ! Γιατί, γράφοντας μπορώ να σταθεροποιώ στο χαρτί το καθετί: τις σκέψεις μου, τα ιδανικά μου, τις φαντασίες μου […]Εμπρός, λοιπόν, με νέο θάρρος! Πιστεύω πως θα επιτύχω, γιατί είμαι αποφασισμένη να γράψω!”.
Δυστυχώς, η Γκεστάπο ανακάλυψε το κρησφύγετο της οικογένειας Φρανκ και τους έστειλε στο Άουσβιτς. Η τελευταία καταχώρηση της Άννας Φρανκ στο ημερολόγιο ήταν την 1η Αυγούστου 1944, τρεις ημέρες πριν από τη σύλληψη της οικογένειας.
Η Άννα πάλεψε για τη ζωή της και έζησε υπό απάνθρωπες συνθήκες μέχρι τον θάνατό της. Η συμμαθήτρια της, Nanette Konig, η οποία έζησε μαζί της τις τελευταίες ημέρες στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Μπέργκεν-Μπέλσεν, είχε αποκαλύψει ότι τις τελευταίες ημέρες της η Άννα Φρανκ έμοιαζε με σκελετό. Είχε ξυρισμένο κεφάλι, είχε πάθει ψώρα και ήταν αδύναμη.
“Ή Άννα Φρανκ ήταν ένα χαρούμενο παιδί που ενηλικιώθηκε αμέσως μόλις μεταφέρθηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης”, είχε αναφέρει.
Τον Νοέμβριο του 1944 η Άννα μεταφέρθηκε στο Μπέργκεν – Μπέλσεν μαζί με την αδερφή της. Πίστευε ότι και οι δύο γονείς της είχαν πεθάνει στο Άουσβιτς όταν νόσησε από τύφο. Μαζί με την αδερφή της ήταν ανάμεσα στα 17.000 θύματα της ασθένειας που θέρισε το στρατόπεδο συγκέντρωσης.
Έναν μήνα μετά τον θάνατο τους, στις 15 Απριλίου 1945 ο βρετανικός στρατός απελευθέρωσε τους αιχμαλώτους…
“Βλέπω τον κόσμο αργά αργά να μεταμορφώνεται σε άγριο τοπίο. Ακούω τον κεραυνό που πλησιάζει και που μια μέρα θα καταστρέψει κι εμάς τους ίδιους… Νιώθω τον πόνο εκατομμυρίων ανθρώπων. Κι όμως, όταν κοιτάζω τον ουρανό, νιώθω μέσα μου πως όλα θα αλλάξουν προς το καλύτερο, πως αυτή η σκληρότητα θα τελειώσει, πως η ειρήνη και η γαλήνη θα επιστρέψουν και πάλι… Πίστεψέ με, αν είσαι έγκλειστος για ενάμισι χρόνο, μπορεί να σου στοιχίζει πολύ κάποιες μέρες. Το ποδήλατο, ο χορός, το σφύριγμα, το να κοιτάς έξω απ’ το παράθυρο στον κόσμο, το να νιώθεις νέος, το να νιώθεις ελεύθερος, αυτά είναι τα πράγματα που μου λείπουν… Δεν θέλω να ζω μάταια όπως οι περισσότεροι άνθρωποι. Θέλω να εξακολουθήσω να ζω και μετά τον θάνατό μου… Κάποια μέρα αυτός ο φοβερός πόλεμος θα τελειώσει… Κάποια μέρα θα ξαναγίνουμε άνθρωποι κι όχι απλά Εβραίοι… Ποιος μας προκάλεσε αυτή τη συμφορά;”