Ο Γιόζεφ Μένγκελε ήταν ο γιατρός του Άουσβιτς που έγινε γνωστός ως “Άγγελος του θανάτου» εξαιτίας των αποτρόπαιων πειραμάτων που έκανε στους κρατουμένους.
Ο Μένγκελε είχε σπουδάσει Ιατρική και είχε κάνει διδακτορική διατριβή για τη φυλετική μορφολογία. Όταν ξέσπασε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος βρισκόταν ήδη στις τάξεις του ναζιστικού κόμματος του Χίτλερ και στρατολογήθηκε στη Βέρμαχτ. Το 1943 ενώ πολεμούσε στο Ανατολικό Μέτωπο τραυματίστηκε και επέστρεψε στη Γερμανία. Ήταν η αρχή του κακού. Τότε διορίστηκε γιατρός του στρατοπέδου εξόντωσης στο Άουσβιτς ΙΙ Μπίρκεναου και ξεκίνησε τα φρικιαστικά πειράματα.
Ο Γιόζεφ Μένγκελε ενδιαφερόταν για τις φυλετικές διακρίσεις και χρησιμοποίησε τους αιχμαλώτους για να θεμελιώσει της θεωρίες του και να βρει τρόπους να αντιμετωπίσουν οι Γερμανοί τα εμπόδια που συναντούσαν στη διάρκεια του πολέμου. Για να βρει έναν τρόπο προκειμένου το ανθρώπινο σώμα να αντιμετωπίζει το πολικό ψύχος που συνάντησαν οι Γερμανοί κατά τη διάρκεια της μάχης του Στάλινγκραντ, έβαζε τους κρατούμενους σε δεξαμενές με παγωμένο νερό ή τους ζητούσε να περπατήσουν γυμνοί έξω από το στρατόπεδο σε θερμοκρασίες υπό του μηδενός. Όταν η θερμοκρασία του σώματος έπεφτε, οι κρατούμενοι άρχιζαν να χάνουν τη συνείδησή τους και στο τέλος πέθαιναν ουρλιάζοντας από τους πόνους.
Σε άλλες περιπτώσεις, λίγο πριν πεθάνουν, τους έβαζαν σε βραστό νερό με αποτέλεσμα η απότομη αλλαγή θερμοκρασίας να τους προκαλέσει ένα βασανιστικό θάνατο. Ακόμη. χορηγούσε καυτό νερό με σωλήνες στο στομάχι τους, στην ουροδόχο κύστη και το έντερο.
Για να ανακαλύψει το μέγιστο ύψος που θα μπορούσαν να επιβιώσουν οι πιλότοι της Γερμανικής πολεμικής αεροπορίας, έβαζε τους κρατούμενους σε ειδικό θάλαμο χαμηλής πίεσης, στον οποίο μετρούσαν τον χρόνο που θα άντεχαν χωρίς οξυγόνο. Οι περισσότεροι πέθαιναν βασανιστικά από ασφυξία. Μάλιστα, πολλές φορές τους άνοιγαν το κρανίο όσο ήταν ακόμη ζωντανοί, προκειμένου να διαπιστώσουν τις μεταβολές του εγκεφάλου από την έλλειψη οξυγόνου.
Η ομάδα του Μένγκελε κολλούσε τους κρατουμένους με φυματίωση, κίτρινο πυρετό, χολέρα, τύφο, ελονοσία, ηπατίτιδα, ευλογιά, διφθερίτιδα ή χολέρα και στη συνέχεια δοκίμαζε τα φάρμακα που θα γιάτρευαν την ασθένεια, τα οποία τις περισσότερες φορές τους σκότωναν.
Υπό την καθοδήγηση του Γιόζεφ Μένγκελε, οι γιατροί της ομάδας του έκαναν μαζικές στειρώσεις, χορηγούσαν δηλητήρια, έκαναν χειρουργικές επεμβάσεις χωρίς αναισθησία, έβαζαν αιχμαλώτους σε θαλάμους με χημικά αέρια και δεκάδες ακόμα αποτρόπαια εγκλήματα. Μάλιστα, όσοι δεν πέθαιναν από τον πόνο, τους οδηγούσαν στο τραπέζι ανατομίας όπου τους θανάτωναν με ένεση χλωροφορμίου στην καρδιά.
Τα ανατριχιαστικά πειράματα αφαίρεσαν τη ζωή από χιλιάδες κρατούμενους και συνεχίστηκαν μέχρι το τέλος του πολέμου. Το 1945 ο διαβολικός Γιόζεφ Μένγκελε συνελήφθη από τους Αμερικανούς όμως αφέθηκε ελεύθερος επειδή δεν τον αναγνώρισαν.
Αμέσως μετά τη σύλληψή του παρέμεινε στο Γκίνσμπουργκ και έζησε ανενόχλητος για τα επόμενα 5 χρόνια. Όταν διάσημοι κυνηγοί Ναζί ανέλαβαν τον εντοπισμό των εγκληματιών για να τους οδηγήσουν σε δίκη για τα εγκλήματά τους, ο Μένγκελε διέφυγε στη Λατινική Αμερική.
Με πλαστά διαβατήρια και ταυτότητες έζησε κρυμμένος στο Μπουένος Άιρες της Αργεντινής, την Παραγουάη, τη Βραζιλία, την Ιταλία ενώ τη δεκαετία του ’60 βρέθηκε και στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στην Κύθνο. Μαζί με τη δεύτερη σύζυγό του, Μάρθα, νοίκιαζε ένα δωμάτιο στο Μέριχα απ’ όπου έφυγε μια ημέρα πριν καταφθάσει στο νησί δημοσιογράφος του Spiegel, τον οποίο είχε στείλει ο κυνηγός των Ναζί, Σιμόν Βίζενταλ.
Ο Γιόζεφ Μένγκελε έζησε κυνηγημένος μέχρι το τέλος της ζωής του, ενώ ποτέ δεν τιμωρήθηκε για τις φρικαλεότητες που έκανε χιλιάδων ανθρώπων. Πέθανε στις 7 Φεβρουαρίου 1979.