Οι πιο διάσημες σιαμαίες παγκοσμίως έγιναν αστέρες του βοντβίλ και έζησαν μια ζωή γεμάτη εμπειρίες και ταυτόχρονα τραγική.
Ειδικότερα, οι Ντέιζι και Βάιολετ Χίλτον γεννήθηκαν το 1908 στη Βρετανία, στο Μπράιτον, από μια 21χρονη ανύπαντρη μπαργούμαν που τις εγκατέλειψε, μωρά ακόμα, γιατί τις θεώρησε τιμωρία για τις αμαρτίες της.
Υιοθετήθηκαν από μια μαία, τη Μέρι Χίλτον, όχι όμως από αγάπη. Η Μέρι κατάλαβε ότι θα μπορούσε να κερδοφορήσει από το παράξενο θέαμα των «φρικιών» που ήταν ενωμένες στην πλάτη και μοιράζονταν το ίδιο σύστημα κυκλοφορίας του αίματος. Οι γιατροί δεν επιχείρησαν ποτέ να τις χωρίσουν, καθώς πίστευαν ότι μια τέτοια επέμβαση θα τις σκότωνε.
Η μαία, λοιπόν, τις μετέτρεψε σε θέαμα, επιτρέποντας σε επισκέπτες να τις παρατηρήσουν από κοντά καταβάλοντας ένα αντίτιμο. «Οι πρώτες μας αναμνήσεις είναι οι διαπεραστικές μυρωδιές του καπνού και της μπίρας, το άγγιγμα των ξένων που σήκωναν τα ρουχαλάκια μας για να δουν πώς είμαστε ενωμένες» θυμόνταν οι ίδιες χρόνια αργότερα. Από τριών ετών αναγκάστηκαν να παίρνουν μέρος σε παραστάσεις. Έμαθαν να τραγουδούν και να παίζουν μουσική και κάθε φορά που αρνούντο να συμμορφωθούν η θετή μητέρα τους τις μαστίγωνε με μια ζώνη.
Ξεκίνησαν περιοδείες στη Βρετανία, τη Γερμανία και την Αυστραλία αλλά χωρίς μεγάλη επιτυχία, οπότε το 1915 η Μέρι Χίλτον αποφάσισε να δοκιμάσει την τύχη τους στις ΗΠΑ, όπου πέθανε τέσσερα χρόνια αργότερα. Εκεί, ο καινούριος μάνατζέρ τους έγινε ο γαμπρός της, Μάιερ Μάιερς. Με τη γυναίκα του ανέλαβαν τον πλήρη έλεγχο της ζωής τους, πείθοντας τα μικρά κορίτσια πως δεν είχαν καμία προσωπική αξία.
Στη δεκαετία του ’20, όταν συμμετείχαν σε παραστάσεις παίζοντας σαξόφωνο, κλαρινέτο και χορεύοντας, η καριέρα τους απογειώθηκε. Στο ζενίθ οι αδερφές Χίλτον κέρδιζαν 5.000 δολάρια την εβδομάδα, από τα οποία όμως δεν έμπαινε στην τσέπη τους ούτε δεκάρα. «Ήμασταν μοναχικά, πλούσια κορίτσια που ζούσαμε στην πραγματικότητα σε κατάσταση σκλαβιάς» είπε η Ντέιζι Χίλτον για εκείνη την περίοδο.
Το 1931, με τη συμβουλή του φίλου τους, του μάγου Χάρι Χουντίνι, προσέλαβαν δικηγόρο, ο οποίος μήνυσε τους Μάιερς και εξασφάλισε για τις σιαμαίες αποζημίωση 100.000 δολαρίων και, κυρίως, την ελευθερία τους. Ακολούθησε μια πιο φωτεινή περίοδος, με πάρτι και ειδύλλια. Έστησαν ακόμα και τη δική τους παράσταση «The Hilton Sisters Revues».
Όμως η έλευση του ομιλούντα κινηματογράφου έφερε το τέλος του βοντβίλ. Ακολουθώντας τις εξελίξεις, το 1932 έπαιξαν στην ταινία «Freaks», από την οποία παρέλασαν διάφορα «φρικιά» της εποχής. Το φιλμ εξόργισε το κοινό, αλλά μακροπρόθεσμα θεωρήθηκε καλτ. Στο μεταξύ και ενώ η φήμη τους άρχισε να ξεθωριάζει, προσπάθησαν να παντρευτούν αλλά λόγω της ιδιαίτερης κατάστασής τους στην περίπτωσή τους ο γάμος απαγορευόταν.
Το 1951 εμφανίστηκαν στην ταινία «Chained for life», βασισμένη στη ζωή τους. Δέκα χρόνια μετά έκαναν την τελευταία τους δημόσια εμφάνιση. Όταν εγκαταλείφθηκαν από τον μάνατζέρ τους χρεοκόπησαν και αναγκάστηκαν να δουλέψουν ως ταμίες σε σουπερμάρκετ και να ζουν σε ένα σπίτι που τους παραχώρησε η εκκλησία. Κατά κάποιον τρόπο όμως εκείνη ήταν η πιο ήρεμη περίοδος της ζωής τους.
Πέθαναν το 1968 από τη γρίπη του Χονγκ Κονγκ, τη μεγάλη επιδημία της εποχής. Με μερικές μέρες διαφορά. Δύσκολα θα μπορούσε να φανταστεί κάποιος την αγωνία και τη φρίκη που έζησε η μακροβιότερη αδερφή όταν πέθανε το άλλο της μισό.