Υπάρχουν κατά συρροή δολοφόνοι από λάθος που δεν έχουν καμία σχέση με τα εγκλήματα που τους αποδόθηκαν και άδικα έχασαν τα χρόνια τους στη φυλακή, ωστόσο, πολλοί από αυτούς έλαβαν γερή αποζημίωση.
Το τραγικό της ιστορίας είναι πως όχι μόνον οι πραγματικοί κατά συρροή δολοφόνοι δολοφόνησαν δεκάδες ανθρώπους δρώντας, από σφάλμα της αστυνομίας, ανεξέλεγκτα για μεγάλα χρονικά διαστήματα, αλλά και έκλεψαν χρόνια ελευθερίας από άτομα που είχαν καταδικαστεί εσφαλμένα για τα εγκλήματα που εκείνοι διέπραξαν.
Το 1967, τα σώματα μαύρων εκδιδόμενων γυναικών άρχισαν να εμφανίζονται δίπλα στο Merritt Parkway κοντά στο Στάμφορντ του Κονέκτικατ. Μέχρι το 1971, πέντε από αυτές είχαν βρεθεί. Όλα τα θύματα είχαν στραγγαλισθεί μέχρι θανάτου με το δικό τους σουτιέν. Ο επικεφαλής ερευνητής Τζορτζ Μέγιερ είχε μόνο έναν ύποπτο, τον Μπέντζαμιν Μίλερ. Ωστόσο, δεν υπήρχαν στοιχεία που να συνδέουν τον Μίλερ με οποιαδήποτε από τις δολοφονίες. Ο Μίλερ εργαζόταν σε ταχυδρομικές υπηρεσίες και έπασχε από σχιζοφρένεια. Ήταν γνωστός στις πιο σκληρές γειτονιές του Στάμφορντ ως «αυτοαποκαλούμενος κήρυκας» που κυμάτιζε τη Βίβλο του στις πόρνες ενώ τους φώναζε. Ωστόσο, ο Μίλερ δεν είχε δεσμευτεί για την καταπολέμηση της πορνείας επειδή ο ίδιος είχε πληρώσει για τη συντροφιά μιας πόρνης σε τουλάχιστον μία περίπτωση.
Χωρίς να υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία, ο επικεφαλής αστυνομικός Μέγιερ αποφάσισε να ανακρίνει τον Μίλερ. Παρόλο που από την ανάκριση δεν προέκυψε κάτι επιβαρυντικό γι΄αυτόν, ο Μίλερ στάλθηκε σε ψυχιατρική κλινική. Κατά τη διάρκεια της εκεί παραμονής του, ο Μίλερ, ο οποίος ήταν παραληρηματικός, παραδέχτηκε ότι σκότωσε τις γυναίκες. Ως αποτέλεσμα αυτής της ομολογίας, κατηγορήθηκε για τις δολοφονίες τους.
Τέσσερις μήνες αργότερα, ο Ρόμπερτ Λουπινάτσι, ένας άντρας, γνωστός «προστάτης» των εργαζομένων γυναικών του μαύρου σεξ, συνελήφθη αφού προσπάθησε να στραγγαλίσει μια πόρνη κοντά σε πάρκο. Αλλά υπήρχαν περισσότερα στοιχεία εκτός από την απόπειρά του να διαπράξει παρόμοιο έγκλημα στην ίδια περιοχή όπου είχαν γίνει οι «δολοφονίες του σουτιέν». Μάρτυρες είχαν δει το αυτοκίνητο του Λουπινάτσι κοντά στους τόπους των εγκλημάτων καθώς και στα μέρη που σύχναζαν τα θύματα. Μέσα στο αυτοκίνητό του, η αστυνομία βρήκε τρίχες από μαλλιά μαύρων γυναικών. Ίσως το πιο σημαντικό αποδεικτικό στοιχείο που βρέθηκε στο αυτοκίνητο του Λουπινάτσι ήταν μια τράπουλα πορνογραφικών τραπουλόχαρτων. Και ήταν σημαντικό διότι ένα χρόνο νωρίτερα, η αστυνομία είχε βρει ένα τραπουλόχαρτο από μια ίδια πορνογραφική τράπουλα κοντά σε ένα από τα πτώματα. Στην τράπουλα του Λουπινάτσι έλειπε αυτό το συγκεκριμένο τραπουλόχαρτο.
Αυτό όμως δεν άλλαξε σε τίποτε τη γνώμη του Μέγιερ, ούτε και του Εισαγγελέα… Ο Μίλερ στο Δικαστήριο δήλωσε ότι δεν ήταν ένοχος λόγω παραφροσύνης και καταδικάσθηκε για τη διάπραξη τριών δολοφονιών (δύο από τους πέντε αρχικούς φόνους δεν συνυπολογίσθηκαν ως μέρος της συμφωνίας με την Εισαγγελία).
Δέκα χρόνια αργότερα, ένας δικηγόρος έπιασε και πάλι το νήμα της υπόθεσης. Κατά τα επόμενα επτά χρόνια, υποστήριξε στο δικαστήριο ότι ο Μίλερ δεν ήταν ο πραγματικός δολοφόνος. Το 1988, αφού είχε περάσει 16 χρόνια σε ψυχιατρικό νοσοκομείο για έγκλημα που δεν διέπραξε, ο Μίλερ δικάσθηκε εκ νέου. Οι κατηγορίες εναντίον του απορρίφθηκαν και πλέον ήταν ελεύθερος. Ωστόσο, τα χρόνια που είχε περάσει στο ψυχιατρικό ίδρυμα τον είχαν καταστήσει ανίκανο να ζήσει στον έξω κόσμο και έτσι παρέμεινε εκεί με τη θέλησή του. Πέθανε σε ηλικία 80 ετών τον Φεβρουάριο του 2010. Ο Λουπινάτσι δεν κατηγορήθηκε ποτέ για τις «δολοφονίες του σουτιέν» και πάντα αρνιόταν πως τις είχε διαπράξει. Είπε ότι η επίθεση για την οποία καταδικάσθηκε και έμεινε τρία χρόνια στη φυλακή ήταν το μόνο έγκλημα που είχε διαπράξει ποτέ. Ούτε η αστυνομία τον ενόχλησε ξανά. Πέθανε από φυσικά αίτια τον Φεβρουάριο του 2014. Όσο για τον Mέγιερ, τον άνθρωπο που ήταν υπεύθυνος για τη φυλάκιση του Μίλερ, πάντοτε επέμενε στην πεποίθησή του ότι ο Μίλερ ήταν ο δολοφόνος. Τελικά, έγινε αρχηγός της αστυνομίας στο Στάμφορντ. Πέθανε το Νοέμβριο του 2014.
Στις 17 Φεβρουαρίου του 1998, το σώμα της 39χρονης Μαριέττα Γκρίφιν βρέθηκε θαμμένο σε έναν σωρό σκουπιδιών σε κάποιο γκαράζ στο Μιλγουόκι του Ουισκόνσιν. Η Γκρίφιν, που ήταν πόρνη, είχε στραγγαλισθεί μέχρι θανάτου. Καθώς η αστυνομία ερευνούσε τη δολοφονία, συνέδεσαν την Γκρίφιν με ένα σπίτι όπου γινόταν εμπόριο ναρκωτικών και το «διαχειριζόταν» ο Γουίλιαμ Έιβερι. Όταν ο Έιβερι άκουσε ότι η αστυνομία τον έψαχνε, πήγε οικειοθελώς για να δώσει κατάθεση. Σύμφωνα με μια ένορκη δήλωση, ο Έιβερι είπε στην κατάθεσή του ότι η Γκρίφιν είχε βρεθεί νωρίτερα στο σπίτι και ότι θυμήθηκε να την έχει «αρπάξει», αλλά στη συνέχεια λιποθύμησε. Ωστόσο, ο Έιβερι είπε αργότερα ότι αυτή ήταν μια ψευδής δήλωση. Η αστυνομία κατέληξε να συλλάβει τον Έιβερι και τον συνεργάτη του έμπορο ναρκωτικών. Δεν υπήρχαν στοιχεία που να συνδέουν τον Έιβερι με τη δολοφονία, οπότε του απαγγέλθηκαν κατηγορίες για ναρκωτικά. Καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης 10 ετών το 1998.
Το 2004, έξι χρόνια μετά την καταδίκη του, ο Έιβερι κατηγορήθηκε για ανθρωποκτονία πρώτου βαθμού με ενδεχόμενο δόλο, αφού οι πληροφοριοδότες της φυλακής δήλωσαν ότι ο Έιβερι είχε παραδεχθεί ότι δολοφόνησε την Γκρίφιν. Κρίθηκε ένοχος και καταδικάστηκε σε φυλάκιση 40 ετών.
Αν και το DNA του δολοφόνου της Γκρίφιν είχε εισαχθεί στο σύστημα CODIS, μια ταύτιση με το DNA του πραγματικού δολοφόνου, που ήταν επίσης στη φυλακή για άλλο λόγο, δεν εμφανίστηκε όταν θα έπρεπε. Το 2001, ο έξυπνος πραγματικός δολοφόνος, Γουόλτερ Έλις, είχε πείσει έναν άλλο τρόφιμο της φυλακής να υποβάλει το δικό του DNA στη θέση του δείγματος του Έλις για τη βάση δεδομένων. Προφανώς, οι κρατικοί αξιωματούχοι ήξεραν ότι ο Έλις δεν είχε υποβάλει το DNA του, αλλά δεν έκαναν τίποτα γι’ αυτό.
Εννέα χρόνια αργότερα το 2010, ο Έλις τελικά αναγκάσθηκε να δώσει το πραγματικό DNA του. Ταυτίσθηκε με το DNA που είχε ληφθεί από τις δολοφονίες επτά γυναικών. Εκείνη την εποχή, ο Έιβερι ζήτησε να επανεξεταστεί το DNA και από τη δολοφονία της Γκρίφιν. Υπήρξε ταυτοποίηση με το DNA του Έλις…
Ο Έιβερι αποφυλακίσθηκε τον Μάιο του 2010. Μήνυσε την Πολιτεία και πέτυχε χρηματική αποζημίωση -μετά από διακανονισμό- άνω του 1 εκατομμυρίου δολαρίων. Εν τω μεταξύ, ο Έλις ομολόγησε την ενοχή του για τις δολοφονίες επτά γυναικών σε διάστημα 21 ετών. Πέθανε στη φυλακή το 2013.
Μεταξύ Δεκεμβρίου 1983 και Ιουλίου 1984, μια σειρά βιασμών συνέβη στο Delaware Park, το οποίο βρίσκεται στο Μπάφαλο της Νέας Υόρκης. Οι γυναίκες είπαν ότι ο βιαστής τις άρπαξε από πίσω και τους απείλησε με όπλο. Μετά από κάθε βιασμό, έλεγε στη γυναίκα να μείνει στο έδαφος για άλλα 10-20 λεπτά μετά την αναχώρησή του και το έβαζε στα πόδια.
Πέρασε ένας χρόνος χωρίς σύλληψη. Στη συνέχεια, ένας πρώην αστυνομικός είδε τον Άντονι Καπόζι, ο οποίος είχε διαγνωσθεί με σχιζοφρένεια, να έχει «παράξενη συμπεριφορά» σε ένα καφενείο λιγότερο από 1,6 χιλιόμετρα από το σημείο όπου είχαν γίνει οι βιασμοί. Ο Καπόζι έμοιαζε με τη γενική περιγραφή που είχε δοθεί από τις γυναίκες. Η αστυνομία προσήγαγε τον Καπόζι στο Τμήμα, τον έβαλε σε μια σειρά ανάμεσα σε άλλα άτομα και τότε πολλά θύματα τον αναγνώρισαν ως τον άνθρωπο που τις είχε βιάσει.
Ωστόσο, υπήρχαν μερικά θέματα: Τρεις από τις γυναίκες περιέγραψαν τον βιαστή τους ότι ήταν μεταξύ 68–73 κιλών και αθλητικός, αλλά ο Καπόζι ζύγιζε 100 κιλά και δεν είχε γυμνασθεί ποτέ του. Είχε επίσης ένα σημάδι 7,6 εκατοστών πάνω από το αριστερό του μάτι, το οποίο ήταν πολύ εμφανές, αλλά κανένα θύμα δεν το ανέφερε. Χωρίς φυσικά στοιχεία, όπως το όπλο που χρησιμοποιήθηκε στους βιασμούς, ο Καπόζι κατηγορήθηκε για τρεις σεξουαλικές επιθέσεις. Το 1987, βάσει της μαρτυρίας των θυμάτων, κρίθηκε ένοχος για δύο από τους βιασμούς και αθωώθηκε για τον τρίτο. Καταδικάστηκε σε κάθειρξη 11-35 ετών.
Όμως, παρά τη φυλάκιση του Καπόζι, οι βιασμοί δεν σταμάτησαν. Στην πραγματικότητα, η βία κλιμακώθηκε με δολοφονία το 1990. Μια άλλη δολοφονία διαπράχθηκε το 1992. Το 1997, ο Καπόζι κατάφερε να υποβάλλει αίτηση για αποφυλάκιση. Ωστόσο, για να γίνει αυτή δεκτή, έπρεπε να παραδεχτεί τι είχε κάνει. Καθώς όμως δεν ήταν αυτός που είχε διαπράξει τα εγκλήματα, ένιωθε ότι δεν μπορούσε να το κάνει αυτό. Κάθε δύο χρόνια, έκανε αίτηση για αποφυλάκιση και του τις αρνήθηκαν όλες – πέντε φορές συνολικά.
Στη συνέχεια, μια γυναίκα δολοφονήθηκε κοντά σε ένα ποδηλατόδρομο στο Μπάφαλο τον Σεπτέμβριο του 2006. Το έγκλημα διαπράχθηκε 16 χρόνια μετά την ημέρα που μια άλλη γυναίκα είχε στραγγαλισθεί με ένα κομμάτι σχοινί ακριβώς έξω από ένα ποδηλατόδρομο. Αυτό πυροδότησε το ενδιαφέρον της αστυνομίας. Η αστυνομία γνώριζε επίσης ότι η πρώτη δολοφονία, το 1990, ήταν συνδεδεμένη με τη δεύτερη. Για να βρουν υπόπτους, μελέτησαν σε βάθος τα αρχεία των δύο προηγούμενων δολοφονιών και παρατήρησαν ομοιότητες μεταξύ των δολοφονιών και μιας σειράς άλυτων βιασμών. Συνειδητοποίησαν γρήγορα ότι ένας άντρας ήταν υπεύθυνος για όλα τα εγκλήματα. Επίσης γνώριζαν ότι ο Καπόζι ήταν πιθανώς ένας αθώος άντρας κλεισμένος στη φυλακή, ενώ ο πραγματικός «Βιαστής του Ποδηλατόδρομου» ήταν ακόμα ελεύθερος και δραστήριος.
Στο αρχείο υπόθεσης από έναν από τους βιασμούς, οι ντετέκτιβ είδαν ότι ένα θύμα είχε γράψει την πινακίδα κυκλοφορίας του αυτοκινήτου του επιτιθέμενου. Εκείνη την εποχή, η αστυνομία είχε ακολουθήσει την πληροφορία αλλά ο ιδιοκτήτης του αυτοκινήτου είχε άλλοθι. Ωστόσο, όταν επέστρεψαν για επανεξέταση του ιδιοκτήτη του αυτοκινήτου χρόνια αργότερα, παραδέχτηκε ότι δεν είχε ο ίδιος στην κατοχή του το αυτοκίνητό του τη στιγμή του βιασμού. Αντ ‘αυτού, ο ανιψιός του Αλτέμιο Σάντσεζ οδηγούσε το όχημα. Ο Σάντσεζ, ο οποίος ταίριαζε επίσης με την περιγραφή που δόθηκε από τα θύματα βιασμού, συνελήφθη. Το DNA του ταυτίσθηκε με τις τρεις δολοφονίες και τους πολλαπλούς βιασμούς.
Ο Καπόζι αποφυλακίσθηκε και έλαβε αποζημίωση από την Πολιτεία της Νέας Υόρκης ύψους 4,25 εκατομμυρίων δολαρίων. Αν και αυτός και η οικογένειά του πίστευαν ότι ήταν υπέροχο, καμιά αποζημίωση δεν θα αντικαταστήσει ποτέ τα 22 χρόνια που είχε χάσει κλεισμένος στη φυλακή.
Ο Σάντσεζ παραδέχθηκε ότι διέπραξε τρεις δολοφονίες και δώδεκα βιασμούς. Το 2007, καταδικάστηκε σε 75 χρόνια κάθειρξη για τις τρεις δολοφονίες. Το αδίκημα για κάποιους από τους βιασμούς είχε ήδη παραγραφεί.
Μεταξύ 1973 και 1979, πολλές γυναίκες αφροαμερικανικής καταγωγής βρέθηκαν δολοφονημένες στις κομητείες Broward και Miami-Dade στη Φλόριντα. Ανάμεσά τους ήταν και ένα 13χρονο κορίτσι με το όνομα Σόνια Μάριον, που είχε βιασθεί και ξυλοκοπηθεί μέχρι θανάτου.
Η αστυνομία πίστευε ότι ο δολοφόνος ήταν ο Τζέρι Φρανκ Τάουνσεντ, ένας εργαζόμενος σε καρναβάλια, που είχε πολύ χαμηλό δείκτη ευφυίας, μόλις 50, σχεδόν είχε νοητική στέρηση. Τον ανέκριναν και ομολόγησε 23 δολοφονίες σε ολόκληρη τη χώρα. Κρίθηκε ένοχος για έναν βιασμό και έξι δολοφονίες, αλλά όχι για τη δολοφονία της Σόνια Μάριον, για την οποία αθωώθηκε. Για τα άλλα εγκλήματα καταδικάσθηκε σε επτάκις ισόβια.
Ωστόσο, δεν ήταν αυτός ο δολοφόνος, οπότε ο πραγματικός δολοφόνος ήταν ελεύθερος να συνεχίσει τα εγκλήματά του. Το 1988, η εφημερίδα του Μαϊάμι Sun Sentinel έγραψε ένα άρθρο, στο οποίο ισχυριζόταν ότι ο Έντι Λι Μόζλι ήταν πολύ πιθανός ύποπτος για 40 βιασμούς και δώδεκα δολοφονίες, συμπεριλαμβανομένων των δολοφονιών για τις οποίες είχε καταδικαστεί ο Tάουνσεντ. Ο Mόζλι ήταν διανοητικά ανάπηρος. Στα 13 του, είχε εγκαταλείψει το σχολείο, όπου ήταν ακόμα στην τρίτη τάξη του Δημοτικού, λόγω της δυσλειτουργικής του συμπεριφοράς. Ως ενήλικας, είχε εργαστεί ως σκουπιδιάρης και είχε συλληφθεί πολλές φορές για σεξουαλικά εγκλήματα. Δεκάδες γυναίκες τον αναγνώρισαν ως βιαστή τους. Αν και ο Μόζλι κρίθηκε αθώος λόγω παραφροσύνης, περιορίστηκε σε ψυχιατρικό νοσοκομείο για χρόνια στη δεκαετία του 1970.
Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, οι βιασμοί και οι στραγγαλισμοί σταμάτησαν στην περιοχή. Όταν αποφυλακίσθηκε, τα εγκλήματα άρχισαν ξανά. Τελικά, το 1988, ο Μόσλι περιορίστηκε και πάλι σε ψυχιατρείο. Το DNA του ταυτίσθηκε με αυτό των δολοφονιών τουλάχιστον οκτώ γυναικών. Ωστόσο, θεωρήθηκε ανίκανος να παραστεί στη δίκη και δεν κατηγορήθηκε ποτέ.
Παρ’ όλα αυτά, τα αποδεικτικά στοιχεία του DNA από τις υποτιθέμενους δολοφονίες του Τάουνσεντ δεν ελέγχθηκαν μέχρι το 2001, όταν ένας ανακριτής ανεξιχνίαστων υποθέσεων εξέτασε την ανεξιχνίαστη δολοφονία της 13χρονης Σόνια Μάριον. Εκείνη την εποχή, ο Μόσλι είχε συνδεθεί με δύο δολοφονίες για τις οποίες είχε φυλακιστεί ο Tάουνσεντ. Αυτό έκανε την αξιοπιστία των ομολογιών του Τάουνσεντ σε τέσσερις άλλες δολοφονίες ανύπαρκτη. Με αυτά τα νέα στοιχεία DNA και τα ερωτήματα που τέθηκαν σχετικά με την αξιοπιστία των ομολογιών του, ο Tάουνσεντ απελευθερώθηκε μετά από 22 χρόνια φυλάκισης. Έλαβε μια αποζημίωση 4,2 εκατομμυρίων δολαρίων από την κομητεία Broward και την πόλη του Μαϊάμι. Πιστεύεται ότι ο Mόζλι διέπραξε 41 βιασμούς και 17 δολοφονίες μεταξύ 1973 και 1987. Τον Μάιο του 2020, ο Mosley πέθανε σε νοσοκομείο της Φλόριντα σε ηλικία 73 ετών.
Η 13η Οκτωβρίου 1997, σηματοδότησε την έναρξη του ζωντανού εφιάλτη της Τζούλι Ρέα Χάρπερ. Ξύπνησε από μια κραυγή στο σπίτι της στο Lawrenceville του Ιλινόις και πήγε να ελέγξει τον 10χρονο γιο της, τον Τζόελ. Το κρεβάτι του ήταν άδειο. Καθώς τον έψαχνε, δέχτηκε επίθεση από έναν μασκοφόρο άνδρα. Πάλεψε με τον άντρα και μετά τον κυνήγησε έξω από το σπίτι. Δύο γυάλινες πόρτες έσπασαν στην πάλη μεταξύ τους. Έξω, ο άντρας της επιτέθηκε ξανά και μετά απλώς χάθηκε μέσα στη νύχτα.
Η αστυνομία κλήθηκε, και αρχικά, η Ρέα Χάρπερ πίστευε ότι ο Τζόελ είχε απαχθεί. Αλλά όταν η αστυνομία έψαξε το σπίτι, βρήκαν το παιδί νεκρό, ξαπλωμένο ανάμεσα στο κρεβάτι και τον τοίχο. Είχε μαχαιρωθεί πολλές φορές στο στήθος. Η Ρέα Χάρπερ ήταν κάθετη στο ότι δεν είχε σκοτώσει το παιδί της. Αλλά ήταν η κύρια ύποπτη, κυρίως λόγω περιστασιακών στοιχείων. Δεν υπήρχαν σημάδια παραβίασης του σπιτιού, το μαχαίρι ήταν από την κουζίνα και τα υπόλοιπα στοιχεία βασίζονταν στη συμπεριφορά της τη νύχτα της δολοφονίας και τις ημέρες που ακολούθησαν.
Ο πρώην σύζυγός της που ήταν αστυνομικός, περιέγραψε τη στάση της όταν είχε τεθεί το ζήτημα της κηδεμονίας του παιδιού: «Αν δεν τον έχω εγώ δεν θα τον έχεις ούτε κι εσύ», κατέθεσε πως του είχε πει. Επίσης κατέθεσε ότι είχε σκεφτεί να κάνει έκτρωση.
Το 2002, δικάστηκε. Το μεγαλύτερο λάθος της ήταν να μην καταθέσει η ίδια για να υπερασπισθεί τον εαυτό της. Μετά από πέντε ώρες διαβούλευσης, μια επιτροπή ενόρκων την έκρινε ένοχη. Αργότερα, καταδικάστηκε σε 65 χρόνια φυλάκισης για τη βάναυση δολοφονία του γιου της.
Μετά την καταδίκη της, η Νταϊάν Φάνινγκ, συγγραφέας βιβλίων για αληθινά εγκλήματα από το Τέξας, είδε την ιστορία της Ρέα Χάρπερ. Η Φάνινγκ παρατήρησε ότι η δολοφονία του Τζόελ είχε πολλές ομοιότητες με τα εγκλήματα του Τόμι Λυν Σελς, ενός κατά συρροή δολοφόνου που ήταν το θέμα ενός βιβλίου που είχε γράψει η ίδια. Η Φάνινγκ ήξερε ότι ο Σελς βρισκόταν στην περιοχή του εγκλήματος τη στιγμή της δολοφονίας του Τζόελ. Στις 15 Οκτωβρίου 1997, δύο ημέρες μετά τη δολοφονία του Τζόελ, ο Σέλς είχε βιάσει και δολοφονήσει ένα 13χρονο κορίτσι στο κρεβάτι της στο κοντινό Σπρίνγκφιλντ του Μιζούρι. Στην αλληλογραφία της με τον Σελς η Φάνινγκ υπαινίχθηκε τον φόνο του Τζόελ. Ο Σελς απάντησε ομολογώντας πως είχε διαπράξει ένα άλλο έγκλημα δύο ημέρες πριν από τη δολοφονία του κοριτσιού στο Springfield: Στις 13 Οκτωβρίου, είχε εισβάλει σε ένα σπίτι, μαχαίρωσε ένα παιδί μέχρι θανάτου, πάλεψε με μια γυναίκα και στη συνέχεια ξέφυγε.
Το 2004, δόθηκε στη Ρέα Χάρπερ, για τυπικούς λόγους, το δικαίωμα για επανάληψη της δίκης. Στη δεύτερη αυτή δίκη το 2006, η ομολογία του Σελς έγινε δεκτή ως απόδειξη και η Ρέα Χάρπερ αθωώθηκε.
Ο Σελς ομολόγησε 50 δολοφονίες, αλλά μερικές από αυτές αποδείχθηκαν ψευδείς. Οι ερευνητές μπόρεσαν να επιβεβαιώσουν 15 δολοφονίες και δύο απόπειρες δολοφονιών. Ο Σελς εκτελέστηκε στις 3 Απριλίου 2014, για τη δολοφονία της 13χρονης Κέιλιν Χάρις το 1999, την οποία σκότωσε καθώς κοιμόταν στο κρεβάτι της.
Στις 25 Φεβρουαρίου 1983, η 10χρονη Τζανίν Νικαρίκο ήταν μόνη στο σπίτι της οικογένειάς της στο Naperville του Ιλινόις. Δεν είχε πάει στο σχολείο διότι ήταν άρρωστη. Όταν επέστρεψε η μεγαλύτερη αδερφή της, βρήκε την εξώπορτα ανοιχτή με μια εμφανή κλωτσιά στην επιφάνειά της. Μέσα, η τηλεόραση ήταν ακόμα αναμμένη, ο σκύλος κρυβόταν στο υπόγειο και η Τζανίν δεν ήταν πουθενά. Δύο ημέρες αργότερα, το άψυχο σώμα του μικρού κοριτσιού ανακαλύφθηκε σε μια δασώδη περιοχή, όχι μακριά από το σπίτι της. Είχε βιασθεί και ξυλοκοπηθεί μέχρι θανάτου.
Η απαγωγή, η οποία είχε γίνει μέρα μεσημέρι, τρομοκράτησε το προάστιο του Σικάγου και η αστυνομία δεν είχε κανένα στοιχείο. Προσφέρθηκε αμοιβή 10.000 δολαρίων για πληροφορίες, που θα οδηγούσαν στη σύλληψη του δράστη και τότε ήταν που ο Ρονάλντο Κρουζ, ένα 20χρονο μέλος μιας συμμορίας, και ο Αλεχάντρο Χερνάντεζ, που είχε εγκαταλείψει το Γυμνάσιο, άρχισαν να τροφοδοτούν την αστυνομία με ψευδείς πληροφορίες.
Σε μια απίστευτα κοντόφθαλμη απάτη, ενέπλεκαν ο ένας τον άλλον στη δολοφονία, προσπαθώντας να πάρουν τα χρήματα της αμοιβής. Αντ ‘αυτού, η αστυνομία χρησιμοποίησε αυτές τις δηλώσεις για να κατηγορήσει και τους δύο αλλά και ένα τρίτο άτομο ονόματι Στέφεν Μπάκλεϊ για τον βιασμό και τη δολοφονία της Τζανίν Νικαρίκο.
Παρά το γεγονός ότι δεν υπήρχαν καθόλου φυσικά αποδεικτικά στοιχεία, ο Κρουζ και ο Χερνάντεζ κρίθηκαν ένοχοι τον Φεβρουάριο του 1985. Και οι δύο καταδικάστηκαν σε θάνατο. Η επιτροπή των ενόρκων δεν μπόρεσε να φθάσει σε ετυμηγορία για τον Μπάκλεϊ και εκείνος δεν δικάσθηκε ποτέ ξανά.
Τον Ιούνιο του 1985, ο Μπράιαν Ντάγκαν συνελήφθη όταν το αυτοκίνητό του εμφανίστηκε στην περιοχή όπου μία επτάχρονη, η Μελίσα Άκερμαν είχε απαχθεί, βιαστεί και δολοφονηθεί. Κατά τη διάρκεια της κράτησής του ο Ντάγκαν ομολόγησε πέντε σοβαρά εγκλήματα.
Αυτά περιελάμβαναν τον βιασμό και τη δολοφονία της Ντόνα Σνορ, μιας 27χρονης γυναίκας, την οποία είχε οδηγήσει εκτός δρόμου και στη συνέχεια την έπνιξε σε ένα λατομείο. Ένα άλλο έγκλημα, το οποίο ομολόγησε ήταν ο βιασμός και η δολοφονία της Τζανίν Νικαρίκο.
Ο Ντάγκαν δήλωσε ένοχος για τις δολοφονίες των Άκερμαν και Σνορ αλλά, παρά την ομολογία του για τη δολοφονία της Τζανίν, τίποτε δεν έγινε. Εν τω μεταξύ, οι καταδίκες του Κρουζ και του Χερνάντεζ ανατράπηκαν κατόπιν έφεσης το 1989. Και οι δύο δικάσθηκαν ξανά, αλλά η ομολογία του Ντάγκαν δεν παρουσιάστηκε ως απόδειξη αθωότητας σε καμία από αυτές. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, και οι δύο κατηγορούμενοι κρίθηκαν ξανά ένοχοι. Ο Κρουζ καταδικάστηκε σε θάνατο και ο Χερνάντεζ σε 80 χρόνια κάθειρξη.
Το 1994, διατάχθηκε μια ακόμη νέα δίκη για τον Κρουζ. Τα τεκμήρια του DNA από τη δολοφονία της Τζανίν ελέγχθηκαν και δεν ανήκαν ούτε στον Κρουζ ούτε στον Χερνάντεζ. Επίσης, ένας από τους αστυνομικούς που συμμετείχε στις προηγούμενες δίκες ανακάλεσε την κατάθεσή του. Ως αποτέλεσμα και οι δύο κρίθηκαν αθώοι και αποφυλακίσθηκαν λίγο αργότερα.
Για τα 12 χρόνια που πέρασαν στη φυλακή (συμπεριλαμβανομένης της παραμονής στην πτέρυγα μελλοθανάτων) και οι δύο άνδρες έλαβαν αποζημίωση επταψήφιου αριθμού από την κομητεία και εξαψήφιου από την Πολιτεία.
Το DNA ταίριαζε με αυτό του Ντάγκαν, ο οποίος είχε ομολογήσει τις δολοφονίες μέχρι το 1985. Καταδικάστηκε σε θάνατο το 2009 για τη δολοφονία της Τζανίν. Αλλά μετατράπηκε σε ισόβια κάθειρξη το 2011 μετά την κατάργηση της θανατικής ποινής από την Πολιτεία του Ιλινόις.
Το 1996, ένας 18χρονος άνδρας, που ταυτοποιήθηκε μόνο ως Χιούγκτζλιτ, βρήκε το σώμα μιας γυναίκας στο μπάνιο μέσα σε ένα εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας στο Hohhot, στην εσωτερική Μογγολία, στη βόρεια Κίνα. Ο Χιούγκτζλιτ κάλεσε την αστυνομία και γρήγορα βρέθηκε να είναι ο μόνος ύποπτoς.
Εκείνη την εποχή, η Κίνα είχε μια πολύ σκληρή στάση κατά του εγκλήματος. Η αστυνομία και τα δικαστήρια ενθαρρύνονταν να αποδίδουν ταχεία και αυστηρή δικαιοσύνη. Έτσι, μετά από δύο ημέρες ανάκρισης, ο Χιούγκτζλιτ ομολόγησε. Καταδικάστηκε και εκτελέστηκε από εκτελεστικό απόσπασμα μέσα σε μόλις 61 ημέρες.
Δυστυχώς, το λάθος της αστυνομίας, επέτρεψε στον πραγματικό δολοφόνο, τον Ζχιάο Ζχιχόνγκ να συνεχίσει να κυκλοφορεί ελεύθερος με τραγικές συνέπειες. Κατά τα επόμενα εννέα χρόνια, ο Ζχιάο βίασε 13 γυναίκες και μικρά κορίτσια και δολοφόνησε 10 άτομα. Τελικά συνελήφθη το 2005. Ομολόγησε τους βιασμούς και τις δολοφονίες, συμπεριλαμβανομένης της δολοφονίας για την οποία είχε εκτελεστεί ο Χιούγκτζλιτ.
Ο Zχιάο δικάστηκε το 2006 για εννέα δολοφονίες και κρίθηκε ένοχος για όλες. Οκτώ χρόνια αργότερα, ο Ζχιάο, ο οποίος ονομάστηκε «Χαμογελαστός δολοφόνος», δικάσθηκε και καταδικάστηκε για τη δολοφονία της γυναίκας στο εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας.
Ο Χιούγκτζλιτ απαλλάχθηκε -μετά θάνατον- από τις κατηγορίες. Οι γονείς του, που είχαν περάσει 18 χρόνια προσπαθώντας να καθαρίσουν το όνομά του, έλαβαν αποζημίωση 2,05 εκατομμύρια γιουάν. Ο Zχιάο καταδικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε στις 30 Ιουλίου 2019.
Στις 30 Σεπτεμβρίου 1979, ο Κέβιν Γκριν βγήκε από το σπίτι για να πάρει ένα τσηζμπέργκερ και άφησε την εννέα μηνών έγκυο σύζυγό του, Νταϊάνα, μόνη της στο διαμέρισμά τους στο Tustin της Καλιφόρνια. Όταν ο Κέβιν επέστρεψε, είδε έναν Αφροαμερικανό να φεύγει από την πολυκατοικία και να απομακρύνεται οδηγώντας ένα βαν. Όταν ο Κέβιν μπήκε στο διαμέρισμά τους, έκανε μια τρομακτική ανακάλυψη: η Νταϊάνα είχε βιαστεί και είχε υποστεί άγριο ξυλοδαρμό. Μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο, αλλά ήταν σε κώμα. Οι γιατροί περίμεναν 24 ώρες πριν αποφασίσουν να κάνουν καισαρική τομή. Αλλά δυστυχώς, το κοριτσάκι τους ήταν νεκρό.
Η Νταϊάνα παρέμεινε σε κώμα για ένα μήνα. Όταν βγήκε από αυτό, είχε σοβαρή απώλεια μνήμης, ειδικά σε ό,τι σχετιζόταν με την επίθεση, που είχε δεχθεί. Αφού πήρε εξιτήριο από το νοσοκομείο, η Νταϊάνα επέστρεψε στο σπίτι με τον Kέβιν, ενώ προσπαθούσε να ξαναβρεί τη μνήμη της.
Κάποια μέρα ενώ διάβαζε ένα περιοδικό για την εγκυμοσύνη, η Νταϊάνα είπε πως θυμήθηκε ξαφνικά την επίθεση και ισχυρίστηκε ότι ο σύζυγός της ήταν ο δράστης. Είπε ότι του είχε αρνηθεί να κάνουν σεξ, εκείνος θύμωσε και ξέσπασε πάνω της, χτυπώντας την άγρια.
Με βάση αποκλειστικά την κατάθεσή της, ο Κέβιν συνελήφθη και καταδικάστηκε για τη δολοφονία της αγέννητης κόρης του και την απόπειρα δολοφονίας της Νταϊάνας. Καταδικάστηκε σε 15 χρόνια κάθειρξη.
Το 1996, οι ερευνητές της Santa Ana έμαθαν για το νέο σύστημα CODIS. Ήθελαν να ελέγξουν το DNA από έναν άγνωστο κατά συρροή δολοφόνο που είχε το παρατσούκλι «Bedroom Basher» (Ο εισβολέας της κρεβατοκάμαρας). Το 1978 και το 1979, ο «Βasher» είχε εισβάλει στα σπίτια πέντε γυναικών ηλικίας από 17 έως 31 ετών. Μόλις έμπαινε, χτυπούσε κάθε μια στο κεφάλι με χοντρό ξύλινο δοκάρι ή με σφυρί. Στη συνέχεια τις βίαζε.
Όταν οι ερευνητές έτρεξαν το σύστημα CODIS ψάχνοντας ταύτιση του DNA, εμφανίσθηκε ένα πρώτο στοιχείο, ένας άνδρας με το όνομα Τζέραλντ Πάρκερ, που ήταν ήδη στη φυλακή για άλλο έγκλημα. Έμαθαν επίσης ότι τουλάχιστον μία άλλη επίθεση είχε διαπραχθεί από τον Πάρκερ – η επίθεση στην Νταϊάνα Γκριν, που προκάλεσε το θάνατο του μωρού της. Τον Ιούνιο του 1996, βάσει των στοιχείων του DNA, ο Κέβιν Γκριν αφέθηκε ελεύθερος μετά από 16 χρόνια άδικης φυλάκισης. Ο δικαστής ζήτησε συγγνώμη από τον Κέβιν και του δόθηκε αποζημίωση πάνω από 600.000 δολάρια από την Πολιτεία.
Σε μια εκπληκτική ανατροπή, μετά την αποφυλάκιση του Κέβιν, η Νταϊάνα τον μήνυσε για τον άδικο θάνατο της κόρης τους. Ισχυρίστηκε ότι ο Κέβιν της είχε επιτεθεί εκείνη τη μοιραία νύχτα πριν βγει από το διαμέρισμα και πως αυτή η επίθεση την είχε αφήσει μισοαναίσθητη και ευάλωτη στην επίθεση του Πάρκερ… Ο Κέβιν ανέκαθεν υποστήριζε ότι ποτέ δεν έβλαψε τη γυναίκα του και οι δυό τους συμβιβάσθηκαν εκτός δικαστηρίου. Όσο για τον Πάρκερ, όταν βρέθηκε αντιμέτωπος με ένα βουνό αδιάσειστα αποδεικτικά στοιχεία σε βάρος του, ομολόγησε τα εγκλήματά του. Καταδικάστηκε σε θάνατο το 1999.