Καιρός: Σύμφωνα με τα δεδομένα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Ελλάδα έχει χάσει περίπου 250 τετραγωνικά χιλιόμετρα από τις παραλίες της τα τελευταία τριάντα χρόνια, λόγω της κλιματικής αλλαγής που προχωρά με ταχύ ρυθμό παγκοσμίως. Αυτό το φαινόμενο έχει επιφέρει σημαντικές οικονομικές και περιβαλλοντικές συνέπειες.
Ο Κώστας Συνολάκης Αναλύει τις Συνέπειες της Διάβρωσης των Ακτών στην Ελλάδα
Ο Κώστας Συνολάκης, ακαδημαϊκός και καθηγητής Φυσικών Καταστροφών στο Πολυτεχνείο Κρήτης, σε συνέντευξή του στο Πρώτο Πρόγραμμα 91,6 και 105,8, και στην εκπομπή «Το GPS της Επικαιρότητας» με τον Θάνο Σιαφάκα, ανέφερε τις ανησυχητικές αυτές πληροφορίες.
«Είναι μια τεράστια έκταση την οποία έχουμε χάσει και αυτό συνεχίζεται γιατί οι παραλίες μας από τη στιγμή που έχουν συρρικνωθεί πάρα πολύ, μετά η διάβρωση επιταχύνεται», σημείωσε ο κ. Συνολάκης.
«Κάναμε μερικούς υπολογισμούς στο ερευνητικό κέντρο της Ακαδημίας και σύμφωνα με τους υπολογισμούς μας το κόστος φτάνει περίπου τα 2,6 δις τον χρόνο. (…) Άμα έχεις χάσει 250 τετραγωνικά μέτρα παραλίας και κάθε τετραγωνικό μέτρο, υπάρχουν υπολογισμοί ότι αφήνει περίπου από 10 έως 15 ευρώ στην τοπική οικονομία. (…) Αυτά τα έχουμε ήδη χάσει, αλλά τα έχουμε χάσει σε ετήσια βάση, γιατί κάθε χρόνο προστίθεται η διάβρωση.
Όταν λοιπόν έχουμε χάσει 250 τετραγωνικά χιλιόμετρα, αυτό είναι μια έκταση την οποία αυτή τη στιγμή δεν μπορούμε να την αξιοποιήσουμε. Άρα το κόστος το οποίο μας στοιχίζει είναι αυτό, είναι περίπου 2,9 δις, στα οποία προστίθενται περίπου 81 εκατομμύρια ευρώ το χρόνο, το οποίο είναι το κόστος από τη διάβρωση η οποία γίνεται τώρα, η οποία συνεχίζεται» επισήμανε ο κ. Συνολάκης.
Ο Κώστας Συνολάκης τόνισε ότι αυτό αντιπροσωπεύει μόνο το οικονομικό κόστος από την απώλεια εισοδήματος. Επιπλέον, υπογράμμισε ότι η κατάσταση θα επιδεινωθεί, καθώς θα υπάρξουν περιοχές στην Ελλάδα, όπως σε νησιά και στην Πελοπόννησο, όπου οι κατασκευές κοντά στον αιγιαλό θα βρεθούν σε κίνδυνο. Η διάβρωση των ακτών και η άνοδος της στάθμης της θάλασσας απειλούν όχι μόνο το φυσικό περιβάλλον αλλά και την ανθρώπινη δραστηριότητα και τις υποδομές σε όλη τη χώρα.
Απειλή Εξαφάνισης Παραλιών στην Ελλάδα λόγω Κλιματικής Αλλαγής
«Φανταστείτε ότι ακόμα και μέχρι το 2050 που υπολογίζεται ότι η άνοδος της στάθμης της θάλασσας μπορεί να φτάσει 20 με 30 εκατοστά, σε μερικές παραλίες θα προχωρήσει η ακτογραμμή μέσα ίσως και μέχρι 30 μέτρα. Εξαρτάται από την κλίση της παραλίας. (…) Καταρχάς, αυτό που θα χαθεί, ίσως και πιο άμεσα, η Βουλιαγμένη, θα γίνει κάποια στιγμή νησί. Αντίστοιχα, μικρά νησάκια τα οποία είναι πολύ κοντά στη στάθμη της θάλασσας, δεν θα υπάρχουν» προσέθεσε ο κ. Συνολάκης.
Ο ακαδημαϊκός αναφέρθηκε σε συγκεκριμένα παραδείγματα από την Κρήτη για να υπογραμμίσει το πρόβλημα της διάβρωσης των ακτών. Έφερε ως παράδειγμα την παραλία Καλύβια, η οποία βρισκόταν κοντά στα Χανιά και εξαφανίστηκε εντελώς λόγω των τεράστιων αμμοληψιών που έγιναν τη δεκαετία του 1950 για την κατασκευή του αεροδρομίου της Σούδας. Επιπλέον, ανέφερε ότι άλλες παραλίες στην Κρήτη, όπως αυτή στον Πλατανιά, αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα διάβρωσης.
«Μάλιστα, στη Βουλή διάφοροι δήμοι έκαναν δηλώσεις ότι άνθρωποι πληρώνουν ΕΝΦΙΑ για γη η οποία τώρα πλέον είναι υποθαλάσσια. Δεν υπάρχει πλέον αλλά υπήρχε στα συμβόλαιά τους. Έχουν εξαφανιστεί πάρα πολύ μεγάλες εκτάσεις στα νησιά. Η παραλία, ας πούμε στον Πλατύ Γιαλό, στη Σίφνο, κινδυνεύει. Κάποια στιγμή μπορεί να εξαφανιστεί» συμπλήρωσε.
Είμαστε στην «κόκκινη ζώνη», τόνισε καταλήγοντας, γιατί αργήσαμε πάρα πολύ και αργούμε να πάρουμε μέτρα για να σταθεροποιήσουμε τις παραλίες μας.
«Η πιο επιεικής εξήγηση που θα δώσω είναι ότι επειδή στην Ελλάδα δεν είχαμε τεχνογνωσία όσον αφορά την προστασία των παραλιών, αυτό γινόταν από λιμενολόγους, οι οποίοι το μόνο πράγμα που ξέρανε να κάνουν, είναι αυτό που λέμε σκληρά έργα, δηλαδή έργα με μπετόν, με πέτρες. Αυτά τα έργα έχει αποδειχθεί ότι τις περισσότερες φορές αυξάνουν τη διάβρωση. Δεν την μειώνουν. Και αυτό λοιπόν το πράγμα μας πήρε πάρα πολλά χρόνια στην Ελλάδα να αρχίσει να γίνεται κατανοητό» ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Συνολάκης.
«Θα πρέπει να προσαρμοστούμε στα νέα καιρικά δεδομένα, γιατί όλα δείχνουν ότι οδηγούμαστε προς νέες καιρικές συνθήκες, όπως αυτές που έχουμε φέτος, οι οποίες σε λίγα χρόνια θα γίνουν μια κανονικότητα» τονίζει μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο καθηγητής – πρόεδρος του τμήματος Φυσικής του Πανεπιστημίου Πατρών και Διευθυντής του Εργαστηρίου Φυσικής της Ατμόσφαιρας, Ανδρέας Καζαντζίδης, σχετικά με τις υψηλές θερμοκρασίες που καταγράφονται αρχές Ιουνίου, στην Ελλάδα.
Παράλληλα, εξηγεί γιατί πλήττονται από καύσωνες συγκεκριμένες περιοχές της χώρας, όπως, η ανατολική Στερεά Ελλάδα, η Θεσσαλία, η ανατολική Πελοπόννησος, κ.α. Όπως σημειώνει ο Ανδρέας Καζαντζίδης, «ίσως θα πρέπει να σταματήσουμε να μιλάμε μόνο για τις υψηλές θερμοκρασίες, αλλά να μιλάμε και για πιο βιομετεωρολογικά δεδομένα, όπως για παράδειγμα ο δείκτης δυσφορίας» και προσθέτει: «Ο δείκτης δυσφορίας δεν έχει σχέση μόνο με το πού φθάνει η θερμοκρασία, αλλά ποιο είναι το ποσοστό της υγρασίας, ποια είναι η ηλιακή ακτινοβολία, ποια είναι τα επίπεδα ρύπανσης από την αφρικανική σκόνη, που σημειωτέον είχαμε πολλά φέτος, καθώς και πόση ένταση έχει ο άνεμος, ο οποίος όταν φυσά, δρα καταπραϋντικά.
Σύμφωνα τα όσα προανέφερα, δεν είναι μόνο οι υψηλές θερμοκρασίες το πρόβλημα, διότι η δυσφορία που προκαλείται από τις υψηλές θερμοκρασίες, έχει σχέση και με άλλους παράγοντες. Άλλωστε, υπάρχει ένας ολόκληρος κλάδος, που λέγεται βιομετεωρολογία, δηλαδή η επίδραση των καιρικών συνθηκών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ίσως, λοιπόν, θα πρέπει να συζητάμε για το ποιος είναι ο δείκτης δυσφορίας, δηλαδή, αν για παράδειγμα, είναι στο κόκκινο, στο πράσινο ή στο κίτρινο και ως εκ τούτου ο κόσμος να αρχίσει σιγά – σιγά να εκπαιδεύεται».
Οι Κίνδυνοι από τις Τροπικές Νύχτες και το Θερμικό Στρες στον Ανθρώπινο Οργανισμό
Επίσης, ο Ανδρέας Καζαντζίδης, σημειώνει ότι «η επιβάρυνση του ανθρώπινου οργανισμού έχει να κάνει και με το γεγονός ότι καταγράφονται υψηλές ελάχιστες θερμοκρασίες κατά τις νυχτερινές ώρες» και συνεχίζει: «Ναι μεν μεσημβρινές ώρες, όπου οι θερμοκρασίες είναι υψηλές, όλοι μας προσπαθούμε κάπως να προστατευθούμε, αλλά το σημαντικό είναι το πώς διαμορφώνεται η θερμοκρασία τις υπόλοιπες ώρες και κυρίως τη νύχτα. Δηλαδή, είναι σημαντικό η θερμοκρασία να πέφτει τη νύχτα κάτω από τους 25 βαθμούς Κελσίου, διότι όταν τους ξεπερνά, τότε μιλάμε πια για τις λεγόμενες τροπικές νύχτες. Όταν λοιπόν έχουμε σταθερά υψηλές θερμοκρασίες, δηλαδή 40 βαθμούς το μεσημέρι και 28 με 30 τη νύχτα, τότε η επιβάρυνση στον ανθρώπινο οργανισμό είναι σημαντική».
Παράλληλα, όπως υπογραμμίζει, «οι μακροχρόνιες επιπτώσεις από το θερμικό στρες, σύμφωνα με τις στατιστικές, έχουν να κάνουν με ασθένειες, όπως καρδιολογικά προβλήματα, αλλά ακόμα και με θανάτους, για αυτό θα πρέπει να προσαρμοστούμε στα νέα δεδομένα που διαμορφώνονται».
Οι μετεωρολογικές προγνώσεις πρέπει να επικεντρώνονται στις περιφέρειες
Όσον αφορά στο γεγονός ότι καταγράφονται υψηλότερες θερμοκρασίες στην ανατολική πλευρά της χώρας, συγκριτικά με την δυτική, ο Ανδρέα Καζαντζίδης λέει στο ΑΠΕ – ΜΠΕ ότι «αυτό έχει σχέση με την ατμοσφαιρική κυκλοφορία, η οποία ευνοεί τις θερμές αέριες μάζες να κινηθούν προς τις ανατολικές περιοχές, όμως, κάποια άλλη στιγμή θα συμβεί το αντίθετο».
Ακόμη, αναφέρει ότι «στις περιπτώσεις καύσωνα είναι σε πιο καλή μοίρα οι παραθαλάσσιες περιοχές, σε σχέση με τις ηπειρωτικές και ειδικά τις πεδινές περιοχές, για αυτό και υπάρχουν κάποια hot – spot ας το πούμε έτσι, όπου οι θερμοκρασίες ανεβαίνουν πάντα πάρα πολύ ψηλά, όπως είναι οι περιοχές, της Βοιωτίας, της Λάρισας, της Σπάρτης, του Άργους, κ.α., αλλά και πιο βόρεια, όπως οι περιοχές της πεδιάδας της Γιαννιτσών, και των Σερρών».
«Αυτό όμως, που έχει ιδιαίτερη σημασία» τονίζει ο καθηγητής στο ΑΠΕ – ΜΠΕ, «είναι το γεγονός ότι οι μετεωρολογικές προγνώσεις και οι οδηγίες που δίνονται, θα πρέπει να είναι λίγο πιο επικεντρωμένες σε επίπεδο περιφέρειας και όχι να λέμε ότι όλη η χώρα καίγεται από τις υψηλές θερμοκρασίες».
Και τούτο διότι, όπως λέει, «οι πολίτες αρχίζουν να θεωρούν ότι οι προγνώσεις είναι υπερβολικές, όταν δεν επιβεβαιώνονται στις περιοχές, όπου κατοικούν».
Οι Κλιματικές Συνθήκες και οι Πυρκαγιές σε Ευάλωτες Περιοχές της Ελλάδας
Όσον αφορά στο γεγονός ότι οι πολλές πυρκαγιές καταγράφονται σε περιοχές της Στερεάς Ελλάδας, της Εύβοιας, της Πελοποννήσου, της Δυτικής Ελλάδας και νησιών του Ιονίου, ο Ανδρέας Καζαντζίδης σημειώνει: «Υπάρχουν περιοχές όπου έχουν υψηλούς ανέμους και είναι αρκετά ξηρές, αφού δέχονται λιγότερες βροχές, καθ΄ όλη την διάρκεια της χρονιάς.
Παράλληλα, καταγράφονται πάντα σημαντικές διαφορές στις βροχοπτώσεις ανάμεσα στην ανατολική και τη δυτική πλευρά της χώρας, που χωρίζονται από την οροσειρά της Πίνδου και την ορεινή γραμμή στο κέντρο της Πελοποννήσου, δηλαδή από τον Γράμμο μέχρι και τον Ταΰγετο.
Ως εκ τούτου, στη δυτική πλευρά της χώρας καταγράφονται οι περισσότερες βροχοπτώσεις και άρα, υπάρχει περισσότερη υγρασία στο έδαφος, σε αντίθεση με την ανατολική, η οποία είναι πιο ευάλωτη.
Αν τώρα, αυτό το γεγονός συνδυαστεί και με ανέμους, οι οποίοι τον Αύγουστο συνήθως είναι τα μελτέμια που φυσούν από τον Έβρο, όπου πέρυσι είχαμε τις μεγάλες πυρκαγιές, και φθάνουν μέχρι και την Αττική, τότε μπορούμε να πούμε ότι είναι επιβαρυντικό».