Diva, μύθος, σύμβολο σαγήνης και ερωτισμού, γυναίκα -ορόσημο μιας ολόκληρης εποχής του ιταλικού σινεμά μια αληθινή επίγεια Θεά- ίσως η τελευταία του παγκόσμιου σινεμά. Αληθινή γυναίκα.
To Vanity Fair έγραψε κάποτε «δεν έχεις ζήσει, αν δεν έχεις δει τη Sophia Loren να περπατάει». Αργά, λικνιστικά, σαν να γλιστράει σε πάγο, πάνω στα τακούνια της.
Ξυπόλητη και έγκυος, στα λιθόστρωτα δρομάκια της Νάπολης, στο «Χθες, Σήμερα, Αύριο». Να διασχίζει την ρημαγμένη από τον πόλεμο ιταλική εξοχή, ισορροπώντας επικίνδυνα μια βαλίτσα στο κεφάλι, στο «Δυο γυναίκες».
«Είναι σαν να βλέπεις ολόκληρη την Ιταλία να περπατάει…», παρατήρησε ο Roberto Benigni, στην βραδιά που οργάνωσε το 2011, η Αμερικάνικη Ακαδημία Κινηματογράφου για να την τιμήσει. «Εδώ είναι ο Πύργος της Πίζας, παρακάτω το Pitti Palace….H γκαλερί Uffizi… Oι γόνδολες της Βενετίας…» «Θα έπρεπε να την είχαν φτιάξει από τρούφες σοκολάτας», είχε πει ο Noël Coward. «Για να μπορεί ο κόσμος να την καταβροχθίσει».
Το δικό της «πιάτο» ήταν το σινεμά. Το «έφαγε» με μεγάλες, λαίμαργες μπουκιές: πάνω από 90 ταινίες, ένα Όσκαρ πρώτου γυναικείου ρόλου (σ.σ. για την ταινία «Η Ατιμασμένη»), άλλη μια υποψηφιότητα, για το «Γάμος αλά Ιταλικά», συνεργασίες με κορυφαίους σκηνοθέτες, παραγωγούς, συγγραφείς, με τους μεγαλύτερους σταρ -από τον Richard Burton και τον Μarlon Brando, μέχρι τον Cary Grant, τον Paul Newman και τον Μarcello Mastroianni.
Στην αυτοβιογραφία της, με τίτλο «Χθες, Σήμερα, Αύριο -Η Ζωή μου», που κυκλοφόρησε πριν από 5 χρόνια, η Loren έκλεισε πολλούς από τους μικρούς της «θησαυρούς»: παλιές φωτογραφίες, γραμματάκια, μυστικά, ανέκδοτα περιστατικά.
Πώς, για παράδειγμα, «αναχαίτισε» τον τολμηρό ερωτισμό του Brando, το 1967, την εποχή που γύριζαν την «Κόμισσα του Χονγκ Κονγκ»
«Ξαφνικά, ένιωσα τα χέρια του πάνω μου. Γύρισα, ήσυχα ήσυχα, φύσηξα το πρόσωπό του, σαν γάτα που την έχεις χαϊδέψει άγαρμπα και του είπα: «Μην τολμήσεις να το ξανακάνεις αυτό! Ποτέ!», γράφει. «Όπως τον «κονιορτοποιούσα» με τα μάτια, ξαφνικά άρχισε να ζαρώνει και να δείχνει μικρός, ανυπεράσπιστος, σχεδόν ένα θύμα της ίδιας του της κακής φήμης.
Δεν επιχείρησε ποτέ ξανά τίποτα, όμως ήταν πολύ δύσκολο να συνεργαστούμε μετά απ’αυτό το περιστατικό».
Αλλά ο Cary Grant… α, αυτός ο μελαχρινός, ατσαλάκωτος γόης ήταν μια άλλη ιστορία.
H Sophia ήταν μόλις 22 χρονών κι εκείνος 52, όταν τα βλέμματά τους πρωτοσυναντήθηκαν στο πλατό του φιλμ «Υπερηφάνια και Πάθος».
Ο Grant, λέει, εκείνη την πρώτη μέρα, την πείραζε, παριστάνοντας πως την μπέρδευε -τάχα- με την Lollobrigida. Μετά, πολύ γρήγορα, βρέθηκε κουρνιασμένος σε μια πολυθρόνα, «γουργουρίζοντας» σαν εξημερωμένος γάτος και μιλώντας της για τους τρείς άτυχους γάμους του και τη ζωή του στο Λονδίνο.
Από τότε, βλέπονταν σχεδόν κάθε νύχτα, μιλούσαν, γελούσαν, δειπνούσαν παρέα, σε μικρά ισπανικά εστιατόρια. Ερωτεύτηκαν.
Ο Cary της χάρισε δυό μικρά, χρυσά bracelets -«για φυλαχτό». Μετά από ένα μήνα, άρχισε να μιλάει για γάμο, όμως τα πράγματα δεν ήταν απλά.
Στη ζωή της Sophia υπήρχε ήδη ο Carlo Ponti -σκηνοθέτης, παραγωγός, μέντορας, μάνατζερ και εραστής της- ενώ ο Grant ήταν παντρεμένος με την ηθοποιό Betsy Drake. Κι ωστόσο εκείνος επέμενε, ζητούσε μια απάντηση.
Καυγάδιζαν και μετά της έστελνε λουλούδια και μικρά, απολογητικά ερωτικά σημειωματάκια. «Συγχώρεσέ με αγαπημένο μου κορίτσι.
Σε πιέζω πάρα πολύ. Προσευχήσου -το ίδιο θα κάνω κι εγώ- ως την επόμενη βδομάδα. Αντίο Sophia. Cary».
Η λέξη «προσευχή», εμφανίζεται πολύ συχνά σε αυτά τα γράμματα.
Σε ένα άλλο της γράφει:
«Θα είσαι στις προσευχές μου. Αν με σκέφτεσαι και προσεύχεσαι μαζί, με τον ίδιο τρόπο και για τον ίδιο σκοπό, όλα θα πάνε καλά και η ζωή θα είναι όμορφη».
Πριν περάσει πολύς καιρός, η Sophia κατάλαβε πως έπρεπε να διαλέξει. Διάλεξε τον Ponti. «Ο Carlo ήταν Ιταλός, ανήκε στον κόσμο μου», θα εξομολογούνταν χρόνια αργότερα στο «Vanity Fair». Ήταν πολύ μικρή, θα εξηγούσε, για να δέσει τη ζωή της με «έναν γίγαντα από μια ξένη χώρα».
Ο Τύπος μπορεί να αναρωτιόταν γιατί κατέληξε, τελικά, με έναν άντρα που είχε δυο φορές την ηλικία της και μόνο το μισό της ύψος, όμως εκείνη δεν είχε αμφιβολίες: «Σήμερα ξέρω πως έκανα τη σωστή επιλογή, για μένα».
Με τον Cary, έμειναν δυο καλοί φίλοι. Μάλιστα, ήταν εκείνος που την πήρε τηλέφωνο, ξημερώματα, μετά την απονομή των Όσκαρ, το 1960 -αν και ήταν υποψήφια για το βραβείο Α’ Γυναικείου Ρόλου για την «Ατιμασμένη», η Loren δεν είχε ταξιδέψει στο Λος Άντζελες («Δεν άντεχα να είμαι εκτεθειμένη στα βλέμματα εκατομμυρίων τηλεθεατών την ώρα που κρινόταν η καριέρα μου!») Και αφού η τελετή απονομής δεν μεταδιδόταν από την ιταλική τηλεόραση, έπεσε για ύπνο. Ξημερώματα, χτύπησε το τηλέφωνο «Sophia αγάπη μου, τα έμαθες;». Είχε κερδίσει ….
Όλα αυτά, οι περίφημες «επιλογές της Sophia», είναι κάτι που δύσκολα θα καταλάβει, όποιος δεν ξέρει δύο-τρία πράγματα για κείνη. Πως ας πούμε η Sofia Villani Scicolone, που γεννήθηκε στις 20/9/1934, στη Ρώμη, μεγάλωσε με το «στίγμα» του μπάσταρδου, στην ιταλική επαρχία (σ.σ. ο πατέρας της, Ricardo, μηχανικός στο επάγγελμα, εγκατέλειψε νωρίς την μητέρα της, Romilda -ένα φτωχό look-alike της Greta Garbo- και παντρεύτηκε μια άλλη σταρλετίτσα).
Πως μεγάλωσε πάμφτωχη μες στα κουρέλια, σε ένα δωμάτιο με άλλα 7 άτομα, στο σπίτι των παππούδων της, στο Pozzuoli, ένα χωριουδάκι, κοντά στην Νάπολη.
Πως έζησε τον πόλεμο, το φόβο, τους βομβαρδισμούς και πως ζητιάνευε ψωμί από τους Αμερικανούς στρατιώτες. Πως ήταν ένα μικρό, άσχημο, συνεσταλμένο παιδί -«στο σχολείο, τα άλλα παιδιά με φώναζαν stuzzicadenti» (σ.σ. οδοντογλυφίδα).
Στα 14, όμως, όλα άλλαξαν. Η ομορφιά της, άνθισε λες, μέσα σε μια νύχτα, το άγουρο, ασθενικό κορίτσι έδωσε τη θέση του σε μια αισθησιακή γυναίκα, όλο υποσχέσεις και στρογγυλάδες -αυτές τις καμπύλες, που της εξασφάλισαν μια δεύτερη θέση στα καλλιστεία, στη Ρώμη και για τις οποίες αργότερα θα αστειευόταν: «Ο,τι βλέπετε, το οφείλω στο spaghetti!».
Αλλά και τότε ακόμα, τα πράγματα δεν ήταν εύκολα. «Μου έλεγαν ότι η μύτη μου και τα πόδια μου είναι πολύ μακριά, το στόμα μου πολύ μεγάλο και τα δόντια μου όχι αρκετά ίσια. Και πως δεν έχω καθόλου φωτογένεια. Πήγαινα, σε δεκάδες οντισιόν και με απέρριπταν. Έλεγαν πως σίγουρα θα χρειαζόμουν αισθητικές επεμβάσεις για να διορθώσω τις ατέλειές μου. Δεν υπήρχε περίπτωση να το κάνω. Δεν ήθελα να είμαι όμορφη, αλλά ενδιαφέρουσα. Διαισθανόμουν πως μόνο έτσι θα ξεχώριζα».
Όπως αποδείχτηκε, είχε δίκιο -ξεχώρισε αρκετά για να τραβήξει, κάποτε την προσοχή ενός «σημαντικού» άντρα. Ήταν κοντός, ευτραφής, φαλακρός, ιδιοφυής Ιταλός παραγωγός, 21 χρόνια μεγαλύτερός της.
Τον έλεγαν Carlo Ponti. Όπως είχε κάνει στο παρελθόν με την Lollobrigida, o Ponti, έχτισε αργά και προσεκτικά την καριέρα της (σ.σ. εκείνος, άλλωστε, τη βάφτισε Loren, που ακουγόταν λιγότερο ιταλικό και περισσότερο κοσμοπολίτικο…), από το μηδέν ως την κορυφή, ως τους πρώτους ρόλους, τα μεγάλα κασέ.
«Μόλις τον γνώρισα, ένιωσα πως ήμουν σπίτι. Αναρωτήθηκα γιατί νιώθω έτσι. Ήταν γιατί τον εμπιστεύτηκα από την πρώτη στιγμή».
Ο Carlo, της έμαθε πολλά. «Μια μέρα μου αγόρασε ένα κοστούμι και μου είπε “Θα φοράς πάντα κοστούμια, γιατί σου πάνε πάρα πολύ. Αναδεικνύουν τη λεπτή και φιλήδονη φιγούρα σου”. Είχα κόψει τα μαλλιά μου για να μοιάσω σε μια επιτυχημένη ηθοποιό της εποχής -στη Lucia Bosé- και το σχόλιο του ήταν “Nα έχεις πάντα μακριά μαλλιά”. Κάθε φορά που έκανα κάτι που του άρεσε, σχολίαζε “Nα το κάνεις πάντα αυτό”.
Μου έδινε ώθηση, ήταν προστατευτικός, εξαφάνιζε τις ανασφάλειες μου. Ήξερα ότι θα με φροντίσει, πως θα μου προσφέρει ό,τι κανείς άλλος».
Με τον καιρό, εκτός από μέντορας έγινε και ο φλογερός «Ρωμαίος» της, ο άντρας-πατέρας που δεν θα την εγκατέλειπε ποτέ.
Το φλογερό ρομάντζο τους άντεξε 50 χρόνια, κόντρα σε όλες τις προβλέψεις, τις αντιξοότητες και -κυρίως- παρά το τεράστιο σκάνδαλο, που έσερνε πίσω του: ο Ponti ήταν παντρεμένος και η γυναίκα του, Giuliana, αρνιόταν να του δώσει διαζύγιο.
Κατάφερε να το βγάλει στο Μεξικό το 1957 κι αμέσως μετά παντρεύτηκε τη Loren, όμως η Ιταλία -τότε- δεν αναγνώριζε τα διαζύγια και η Καθολική Εκκλησία αποκήρυξε το γάμο.
Eν τέλει, μετά από έναν νομικό κυκεώνα -και μια γενναία αποζημίωση- ο Ponti κατάφερε να πείσει τη Giuliana να πει το «ναι» οπότε το 1966 παντρεύτηκε ξανά -νόμιμα αυτή τη φορά- την αγαπημένη του Sophia.
Μαζί θα αποκτούσαν -με κόπους πολλούς, θυσίες, θεραπείες γονιμότητας και εγκυμοσύνες που κράτησαν τη Sophia στο κρεβάτι για μήνες- δυό γιούς: τον διευθυντή ορχήστρας Carlo Ponti Junior και τον Εdoardo που σήμερα, είναι σκηνοθέτης.
Για πρώτη φορά, η νόθα, η «σπιτωμένη», η amorosa, η «θεά» Loren θα γευόταν ό,τι αποζητούσε σε όλη της τη ζωή: τις χαρές μιας απλής γυναίκας.
Το βέβαιο είναι πως η Σοφία Λόρεν θα συνεχίσει να ζει, καθώς αποτελούσε, αποτελεί και θα συνεχίσει να αποτελεί το πρότυπο κάθε γυναίκας, αλλά και τον κρυφό πόθο κάθε άντρα.