Παγκόσμιος θρήνος για τον εμβληματικό ηθοποιό, που άφησε την τελευταία του πνοή σε ηλικία 90 ετών.
Φτωχότερος είναι ο κόσμος της έβδομης τέχνης καθώς πέθανε σε ηλικία 90 ετών ο θρυλικός Σον Κόνερι.
Όπως μεταδίδει το BBC, ο Σκωτσέζος θρύλος του σινεμά άφησε την τελευταία του πνοή σε ηλικία 90 ετών.
Στην πλούσια καριέρα του κατέκτησε ένα βραβείο Όσκαρ, δυο βραβεία Bafta αλλά και τρεις Χρυσές Σφαίρες.
Ο Κόνερι γεννήθηκε στο Φάουντενμπριτζ (Fountainbridge) στο Εδιμβούργο. Ήταν γιος της Euphemia “Effie” McBain, καθαρίστριας, και του Τζόζεφ Κόνερι, εργάτη σε εργοστάσιο και οδηγού φορτηγού. Ο πατέρας του ήταν Καθολικός με ιρλανδο-σκωτική καταγωγή, ενώ η μητέρα του ήταν Σκωτσέζα Προτεστάντισσα. Ο ίδιος υποστήριζε ότι τον αποκαλούσαν Σον, το μεσαίο του όνομα, πολύ πριν γίνει ηθοποιός.
Το πρώτο του επάγγελμα ήταν γαλατάς στο Εδιμβούργο. Ακολούθως κατατάχθηκε στο Βασιλικό Ναυτικό, αλλά απολύθηκε λόγω προβλημάτων υγείας και επέστρεψε στην παλιά του δουλειά κάνοντας διάφορες εργασίες όπως οδηγός λεωφορείου, εργάτης, μοντέλο για το κολλέγιο Καλών Τεχνών του Εδιμβούργου, στιλβωτής φερέτρων και μπόντι μπίλντερ.
Έγινε γνωστός στα πέρατα του κόσμο ενσαρκώνοντας τον James Bond, ο οποίος ήταν και ο πρώτος του ρόλος, χαρίζοντάς του με το… καλημέρα την φήμη.
Το 1962 έκανε δοκιμαστικό και κέρδισε το ρόλο του Τζέιμς Μποντ στο κατασκοπικό θρίλερ του Τέρενς Γιανγκ «Τζέιμς Μποντ, Πράκτωρ 007: Εναντίον Δρος Νο» («Dr No»), που βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Ίαν Φλέμινγκ. Η μεγάλη επιτυχία της ταινίας και οι δύο συνέχειές της – «Τζέιμς Μποντ, Πράκτωρ 007: Από τη Ρωσία με Αγάπη» («From Russia to Love», 1963) και «Τζέιμς Μποντ, Πράκτωρ 007 Εναντίoν Χρυσοδάκτυλου» («Goldfinger», (1964) – ανέδειξαν τις ταινίες του Μποντ σε παγκόσμιο φαινόμενο και τον Κόνερι σε διασημότητα με διεθνή ακτινοβολία.
Μη θέλοντας να τυποποιηθεί στο ρόλο του Τζέιμς Μποντ, συμμετείχε και σε άλλες ταινίες, με πιο αξιοσημείωτη το ψυχολογικό θρίλερ του Άλφρεντ Χίτσκοκ «Μάρνη» («Marnie», 1964). Επέστρεψε ως Τζέιμς Μποντ στις ταινίες «Τζέιμς Μποντ, Πράκτωρ 007: Επιχείρηση Κεραυνός» («Thunderball»,1965) και «Τζέιμς Μποντ, Πράκτωρ 007: Ζεις Μονάχα Δυο Φορές» («You Only Live Twice», 1967), οπότε δήλωσε ότι εγκαταλείπει οριστικά το ρόλο που τον έκανε διάσημο. Ωστόσο, τέσσερα χρόνια αργότερα πείστηκε να υποδυθεί ξανά τον Μποντ στην ταινία «Τζέιμς Μποντ, Πράκτωρ 007: Τα Διαμάντια Είναι Παντοτινά» («Diamonds Are Forever», 1971), δηλώντας και πάλι ότι ήταν η τελευταία του ταινία ως Μποντ.
Ο δημιουργός του Τζέιμς Μποντ, Ίαν Φλέμινγκ, δεν ήταν ευχαριστημένος με την επιλογή του ηθοποιού για την ενσάρκωση του ήρωά του, καθώς θεωρούσε ότι λόγω της φυσικής του διάπλασης και του παρουσιαστικού του δεν θα φαινόταν τόσο εκλεπτυσμένος. Ωστόσο, άλλαξε γνώμη μετά την πρεμιέρα της πρώτης ταινίας, Τζέιμς Μποντ εναντίον Δρος Νο, και εντυπωσιάστηκε τόσο που εμπνεύστηκε μια σκωτο-ελβετική καταγωγή για τον Τζέιμς Μποντ που ξεπηδούσε από τις σελίδες των επόμενων μυθιστορημάτων του.
Τη δεκαετία του ‘70 έπαιξε κυρίως σε δράματα εποχής και ταινίες επιστημονικής φαντασίας, όπως «Εκεί που δεν φτάνει ο ήλιος» («Molly Maguires», 1970), «Ζαρντόζ» («Zardoz», 1974), «Έγκλημα στο Οριάν Εξπρές» («Murder on the Orient Express», 1974), «Ο άνθρωπος που θα γινόταν βασιλιάς» («The Man Who Will Be King», 1975) του Τζον Χιούστον, «Ο Άνεμος και το Λιοντάρι» («The Wind and the Lion», 1975), «Το Ρόδο και το Βέλος» («Robin and Marian», 1976) και «Η Κλοπή των Αιώνων» («The First Great Train Robbery», 1978).
Το 1981 έκανε μία αλησμόνητη εμφάνιση ως Αγαμέμνων στην ταινία φαντασίας του Τέρι Γκίλιαμ «Υπέροχοι Ληστές και τα Κουλουβάχατα της Ιστορίας» («Time Bandits), και δύο χρόνια αργότερα σήμανε συναγερμό στους φίλους των ταινιών του Μποντ επιστρέφοντας στο ρόλο του 007 με την ταινία «Τζέιμς Μποντ, Πράκτωρ 007: Ποτέ Μη Ξαναπείς Ποτέ» («Never Say Never Again», 1983). Το 1986 πρωταγωνίστησε στην κινηματογραφική μεταφορά του μυθιστορήματος του Ουμπέρτο Έκο «Το Όνομα του Ρόδου» και το 1988 κέρδισε το Όσκαρ β’ ανδρικού ρόλου για το ρόλο του βετεράνου αστυνομικού που καταδιώκει τον Αλ Καπόνε στην ταινία του Μπράιαν Ντε Πάλμα «Οι Αδιάφθοροι» («The Untouchables», 1987).
Στην περιπέτεια φαντασίας του Στίβεν Σπίλμπεργκ «Ιντιάνα Τζόουνς και η Τελευταία Σταυροφορία» («Indiana Jones and the Last Crusade», 1989) ο Κόνερι υποδύθηκε τον πατέρα του Ιντιάνα Τζόουνς (Χάρισον Φορντ) και στο πολιτικό θρίλερ του Τζον ΜακΤίρναν «Το Κυνήγι του Κόκκινου Οκτώβρη» («The Hunt for Red October», 1990) έπαιξε τον κυβερνήτη ενός σοβιετικού πυρηνικού υποβρυχίου που προσπαθεί να αυτομολήσει στη Δύση.
Άλλες ενδιαφέρουσες ταινίες του Κόνερι από τη δεκαετία του ’90 είναι: «Ρομπέν των Δασών» («Robin Hood: Prince of Thieves», 1991), «Λάνσελοτ, ο Πρώτος Ιππότης» («First Knight», 1995), «Ο Βράχος» («The Rock», 1996), «Η Καρδιά του Δράκου» («Dragonheart», 1996) και «Διπλή Παγίδα» («Entrapment», 1999). Ο Κόνερι αποσύρθηκε από τη μεγάλη οθόνη το 2003 μετά την εμφάνισή του στην περιπέτεια φαντασίας «Η Συμμαχία» («The League of Extraordinary Gentlemen»), αν και συνέχισε να δανείζει την επιβλητική βαθιά φωνή του με την έντονη σκωτική προφορά σε διάφορες παραγωγές.
Γνωστός καρδιοκατακτητής, ο Σον Κόνερι ήταν παντρεμένος από το 1975 με τη Γαλλίδα ζωγράφο Μισελίν Ροκεμπρίν. Από τον πρώτο του γάμο με την ηθοποιό Νταϊάν Σιλέντο είχε αποκτήσει ένα γιο, τον ηθοποιό Τζέισον Κόνερι.
Πολιτικά ήταν υποστηρικτής και χρηματοδότης του Εθνικού Κόμματος της Σκωτίας (SNP), που υποστηρίζει την ανεξαρτησία της Σκωτίας από το Ηνωμένο Βασίλειο.