Ο Νίκολας Κέιτζ διώχθηκε από άγριες μέλισσες, στις σπηλιές της περιοχής Κρύφτες Μεγάρων, σύμφωνα με την Espresso.
Ειδικότερα, ένα άγριο μελίσσι, στην εν λόγω περιοχή, εκεί όπου γυρίζεται η ταινία «Ο γιος του ξυλουργού», με πρωταγωνιστή τον γνωστό ηθοποιό, ήταν η αφορμή για να μεταφερθούν τα κινηματογραφικά συνεργεία, για τρεις ημέρες, σε άλλο βουνό της Αττικής.
Όπως αναφέρει η Espresso, μέσω e-mail, η κινηματογραφική εταιρεία ενημέρωσε όλα τα μέλη του καστ, ότι τα γυρίσματα θα γίνουν, τις επόμενες τρεις ημέρες, σε άλλη περιοχή της Αττικής, χωρίς να δίνονται περιορισμένες λεπτομέρειες, με τα σενάρια να είναι πολλά.
Ένα από αυτά, είναι ότι ένα άγριο μελίσσι ήταν μέσα στις συγκεκριμένες σπηλιές, που ετοιμάζονταν να γυριστούν οι επόμενες σκηνές, με πρωταγωνιστή τον χολιγουντιανό ηθοποιό.
Η Ολυμπία Δουκάκη, η οποία έφυγε από τη ζωή πριν λίγες ημέρες σε ηλικία 89 ετών, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και επιτομή του αμερικανικού ονείρου. Η ελληνικής καταγωγής ηθοποιός είχε βραβευθεί με Όσκαρ για την ερμηνεία της στην ταινία Moonstruck το 1988.
Της: Έπη Τρίμη
Γεννημένη καταμεσής της Μεγάλης Ύφεσης από γονείς μετανάστες στις ΗΠΑ, ο αγώνας για επιβίωση και αξιοπρέπεια τη συνόδευσε από μικρή, δίχως ωστόσο να την κρατήσει πίσω.
Η ίδια φαίνεται πως η ίδια δεν αντιλήφθηκε ποτέ τον εαυτό της ως λαμπερή διασημότητα, τιμώντας μέσα από τη ζωή της την τέχνη και την καταγωγή της.
«Προσωπικά, δεν θεωρώ πως είμαι “σελέμπριτι” παρά μια γυναίκα που κατάφερε αυτό που επιθυμούσε: να γίνω καλή ηθοποιός, να παίξω σε μεγάλα έργα και ταινίες, κλασικούς ρόλους. Ίσως οφείλεται στο ότι η υποτιθέμενη διασημότητά μου ήρθε πολύ αργά στη ζωή, είχα ήδη 20 χρόνια στο θέατρο, δίδασκα 15 χρόνια στο NYU και τώρα είμαι ακόμη σε θέση να κάνω πράγματα που μου δίνουν ικανοποίηση», είχε δηλώσει η Δουκάκη σε συνέντευξη που έδωσε στον Γιώργο Τσίρο για λογαριασμό του περιοδικού του Costa Navarino.
Τα παραπάνω, βέβαια, δεν σημαίνουν πως η καριέρα της δεν υπήρξε μακρά και σπουδαία. Στον χώρο του σινεμά μπορεί να απογειώθηκε πραγματικά με το «Moonstruck» («Κάτω από τη λάμψη του φεγγαριού») του Νόρμαν Τζούισον, ωστόσο σε μεγάλη και μικρή οθόνη εμφανίζεται ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1960, ερμηνεύοντας δεκάδες ρόλους. Στο «Moonstruck», παίζοντας πλάι στη Σερ και στον Νίκολας Κέιτζ, η αξία της αναγνωρίζεται με την απονομή του Όσκαρ δεύτερου γυναικείου ρόλου, μαζί με τη Χρυσή Σφαίρα και το βραβείο BAFTA.
Μέσα στην επόμενη δεκαετία ακολουθούν μεγαλύτεροι ρόλοι σε ταινίες όπως τα «Κοίτα ποιος μιλάει» της Εϊμι Χέκερλιχ, «Ανθισμένες μανόλιες» του Χέρμπερτ Ρος (όπου ήταν απίθανη στον ρόλο της πλούσιας χήρας), «The Cemetery Club» του Μπιλ Ντιουκ κ.ά. Το 1995 πήρε μέρος και στην «Ακαταμάχητη Αφροδίτη» του Γούντι Αλεν, ως μέλος του αρχαιοελληνικού Χορού που δένει την ιστορία του πρωταγωνιστή με εκείνη του Οιδίποδα. Όσο για το ελληνικό της όνομα, το οποίο δεν άλλαξε ποτέ παρά τις συμβουλές φίλων και μάνατζερ για το αντίθετο, υπήρξε και αυτό παράγοντας στην καριέρα της.
Το «Κάτω από τη Λάμψη του Φεγγαριού»είναι μια ειλικρινής ρομαντική κομεντί και ταυτόχρονα μια ωδή στην ιταλική οικογένεια με τους περίπλοκους δεσμούς των μελών της, ραχοκοκαλιά της οποίας είναι η Ρόουζ (Ολυμπία Δουκάκη). Η Λορέτα (Σερ) είναι μια χήρα λογίστρια που συμφωνεί να παντρευτεί τον βαρετό αλλά ασφαλή Τζόνι (Ντάνι Αϊέλο). Η ζωή της γίνεται άνω κάτω απροειδοποίητα καθώς ο έρωτας εισέρχεται απρόσκλητος με το πρόσωπο του Ρόνι (Νίκολας Κέιτζ), αδερφού του Τζόνι με τον οποίο έχουν απομακρυνθεί.
Η Σερ και ο σεναριογράφος Τζον Πάτρικ Σάνλεϊ επίσης κέρδισαν Όσκαρ για αυτήν εδώ την πολύ όμορφα γραμμένη κωμωδία και οι ερμηνείες της Σερ και του Νίκολας Κέιτζ είναι αξιομνημόνευτες, ωστόσο είναι οι υποστηρικτικοί ρόλοι που κουβαλούν την ταινία και την ανεβάζουν σε αυτό που είναι, έως σήμερα.
«Το πρόβλημα είναι ότι όταν σε λένε Δουκάκις οι επιλογές για ρόλους –έτσι νομίζουν οι άλλοι τουλάχιστον– είναι περιορισμένες. Σε καλούν για να υποδυθείς Εβραίες, Ισπανίδες, Μεξικανές, Ιταλίδες. Μου συνέβαινε για καιρό αυτό. Είχα την τύχη όμως να έχω σκηνοθέτη τον Τζο Παπ, που μου έδωσε τη δυνατότητα να παίξω Σαίξπηρ, Ιψεν, την Ηλέκτρα του Σοφοκλή, και έτσι ο κόσμος άρχισε να με μαθαίνει. Μετά έφτιαξα δικό μου θέατρο, γιατί με ενδιέφερε κυρίως η ελληνική τραγωδία. Ήταν το όνειρό μου», είχε πει η ίδια σε παλιότερη συνέντευξή της στην «Κ» και στη Μαρία Κατσουνάκη.
Πράγματι, παρά την κινηματογραφική καριέρα που αναμφίβολα την έκανε γνωστή, η ίδια έτρεφε εξίσου ή και μεγαλύτερο πάθος για το θέατρο παίζοντας στο Μπρόντγουεϊ, σε έργα των Μπρεχτ, Ουστίνοφ, Τσέχοφ, Αντριου Μπέργκμαν και άλλων. Από τις μεγαλύτερες δε επιτυχίες της ήταν ο μονόλογος του «Ρόουζ» (2000), εκεί όπου υποδύθηκε μια ογδοντάχρονη Εβραία, η οποία μιλάει στο κοινό για τη ζωή της. Η Δουκάκη παρουσίασε τη συγκεκριμένη παράσταση και στην Ελλάδα, στο θέατρο Ιλίσια Ντενίση, αλλά και στην Κύπρο: όταν η φίλη της, Μιμή Ντενίση, είχε ένα τροχαίο κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας της παράστασης «Social Security», εκείνη ανέλαβε… δράση αντικαθιστώντας την.
Και πέραν της δουλειάς της –όχι όμως άσχετα από αυτήν– η Ολυμπία Δουκάκη είχε στο μυαλό της να προσφέρει. Οι τολμηροί ρόλοι που ερμήνευσε την ενέπνευσαν να ασχοληθεί σοβαρά με θέματα όπως ο ρατσισμός, τα δικαιώματα των ομοφυλόφιλων και η ευαισθητοποίηση γύρω από το Αλτσχάιμερ. Δείγμα της γενναιοδωρίας της ήταν επίσης η μεγάλη αγάπη της για τη διδασκαλία. «Ο καλός δάσκαλος δίνει τη δυνατότητα στους μαθητές του να βρουν δύναμη και φαντασία, ανεξαρτησία και προοπτική. Ο καλός δάσκαλος είναι εκείνος που μπορεί να δημιουργήσει τα θεμέλια», συνήθιζε να λέει.
Tη ζωή, με τις υψηλές κατακτήσεις αλλά και τα μεγάλα εμπόδια φωτίστηκε με τον καλύτερο τρόπο μέσα από το βραβευμένο, μεγάλου μήκους ντοκιμαντέρ «Ολυμπία» του Χάρη Μαυρομιχάλη που πρωτοπαρουσιάστηκε στη Νέα Υόρκη αποσπώντας εξαιρετικές κριτικές. Με αφορμή την ελληνική πρεμιέρα της ταινίας ο Κύπριος σκηνοθέτης είχε μιλήσει πριν μερικούς μήνες στο protothema.gr για τις γνωστές αλλά και κρυφές πτυχές της προσωπικής διαδρομής αυτής της σημαντικής ηθοποιού αλλά και της υπέροχης γυναίκας, τις οποίες αιχμαλώτισε με την κάμερά του, δημιουργώντας ένα πολύτιμο ντοκουμέντο.
Η ίδια βέβαια, εξαιρετικά σεμνή και μετριόφρων, δεν ήταν εξ αρχής θετική στην ιδέα να αποτελέσει η ζωή της το θέμα ενός ντοκιμαντέρ: «Την πήρα τηλέφωνο για να της πω την «σπουδαία» μου ιδέα. Αυτή ούτε καν συγκινήθηκε με το αίτημά μου. Απλά μου είπε ότι δεν την ενδιαφέρει να κάνει κάτι τέτοιο γιατί στο κάτω κάτω ποιος θα ενδιαφερόταν για την ζωή της…
Με το που μου είπε «όχι», τόσο περισσότερο ήθελα να το κάνω κι έτσι για 3 μήνες την έπαιρνα τηλέφωνο και κάθε φορά έβρισκα κάποιον άλλο λόγο που πίστευα ότι θα την έπειθε. Οι λόγοι είχαν πάντα σχέση με το γιατί η Ολυμπία θα έπρεπε να το κάνει και κάθε φορά μου έλεγε «όχι». Αποφασισμένος ότι μάλλον δεν θα την έπειθα, πήγα στο σπίτι της για μια τελευταία φορά, και σε αυτή τη συνάντηση της είπα ότι ο αληθινός λόγος που ήθελα να κάνω αυτό το ντοκιμαντέρ ήταν για να μπορέσω να ξοδέψω περισσότερο χρόνο μαζί της. Αμέσως συγκινήθηκε και μου είπε ότι θα το έκανε για μένα» είχε αποκαλύψει ο σκηνοθέτης.
Τρία ολόκληρα χρόνια διήρκεσε το ταξίδι του Χάρη Μαυρομιχάλη στο πλευρό της Ολυμπίας Δουκάκη. Ένα ταξίδι με πολλούς διαφορετικούς σταθμούς – ανάμεσά τους το σπίτι των προγόνων της στην Πελοπόννησο Ελλάδα αλλά και το Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου – και συγκλονιστικές προσωπικές μαρτυρίες μέσα από τις οποίες αποκαλύφθηκε το αληθινό της πρόσωπο: «Ξέρουμε όλοι ότι η Ολυμπία Δουκάκη κέρδισε Όσκαρ και φυσικά πιστεύουμε ότι είχε μια τέλεια ζωή. Αυτό το Όσκαρ ήρθε με τόσες δυσκολίες. Απόπειρες αυτοκτονίας, ναρκωτικά, δάκρυα και αισθήματα θυμού για τον εαυτό της και τους άλλους γύρω της. Ξόδεψε την ζωή της προσπαθώντας να μάθει περισσότερο για το ποια είναι να ανακαλύψει την Ολυμπία Δουκάκη» εξηγούσε με νόημα ο σκηνοθέτης μιλώντας για μια γυναίκα που, παρά τατ σημαντικά επαγγελμαγτικά της επιτεύγματα, επέλεξε να παραμείνει ταπεινή και ευάλωτη, λάτρευε τους συνανθρώπους της, έσπρωχνε τον εαυτό της συνεχώς, τόσο στη δουλειά όσο και σε προσωπικό επίπεδο, είχε απίστευτο χιούμορ και της άρεσε να γελά, να τραγουδά και να αστειεύεται.