Μια γυναίκα και μητέρα ενός παιδιού, θύμα ενδοοικογενειακής βίας εξομολογείται την περιπέτεια που πέρασε, προκειμένου να γλυτώσει από τον σύζυγό της και για την στάση που διατήρησε η αστυνομία.
Η ίδια χαρακτηριστικά ανέφερε: «Δεν μπορούσα να σώσω τη ζωή της κόρης μου γιατί δεν μπορούσα να σώσω ούτε τη δική μου. Ήταν 2:30 τη νύχτα όταν βρέθηκα στο αστυνομικό τμήμα με ένα παιδί στην αγκαλιά τυλιγμένο με μία παλιά κουβέρτα και άλλο ένα στην κοιλιά.
Έτρεμα μήπως ο άντρας μου μας είχε ακολουθήσει. ”Πήρα την κόρη μου και έφυγα. Δεν έχω πού να πάω. Και εκείνος έφυγε αλλά και πάλι, δεν μπορώ να γυρίσω σπίτι. Πού να πάω το παιδί; Μπορώ να το πάρω και να φύγουμε για πάντα;”.
Ο αστυνομικός ήταν ευγενικός αλλά μέχρι εκεί. Μου εξήγησε τα διαδικαστικά και με άφησε να βγάλω μόνη μου το φίδι απ’ την τρύπα:
”Μπορείτε να κάνετε μήνυση αλλά από τη στιγμή που δεν γνωρίζετε πού βρίσκεται ο σύζυγός σας δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι απόψε. Αν είναι τραυματισμένος, μπορεί να σας κάνει και εκείνος μήνυση. Δυστυχώς δεν μπορείτε να πάρετε απλά το παιδί σας και να σηκωθείτε να φύγετε εάν δεν έχετε εσείς την επιμέλεια. Αυτό λέγεται απαγωγή”.
Κοίταξα με τρόπο τα δάχτυλά μου και πιο συγκεκριμένα τα νύχια μου. Στην προσπάθειά μου να σωθώ τα είχα μπήξει κυριολεκτικά στο λαιμό του και το δέρμα του μαζί με λίγο αίμα είχε μείνει στα νύχια μου. Κατάλαβα. Χάθηκε και η τελευταία ελπίδα που είχα να παραμείνω ζωντανή.
Εκείνο το βράδυ αν είχα μείνει, ο σύζυγός μου θα με είχε σκοτώσει. Τα δάκρυα και το αίμα είχαν ποτίσει τα ρούχα μου. Οι ελπίδες και τα όνειρά μου είχαν εξαφανιστεί. Ήθελα να γλιτώσω απ’ αυτό το βίαιο γάμο αλλά δεν ήξερα πώς.
Σε μία απέλπιδα προσπάθεια να σωθώ τον κλείδωσα στο μπάνιο και μέχρι να προλάβω να πάρω το παιδί μου και να φύγουμε είχε βγει κυνηγώντας με να με σκοτώσει. Δεν ξέρω αν υπήρχε κάποιο μέρος που θα μπορούσα να κρυφτώ χωρίς να με βρει. Εξάλλου αν δεν μπορούσα να φύγω με την κόρη μου, δεν υπήρχε περίπτωση να φύγω καθόλου, έτσι επέστρεψα σπίτι και προσπάθησα… να αντέξω. Ήξερα τα στατιστικά, ήξερα ότι το 75% των κακοποιημένων γυναικών δολοφονούνται από τους συντρόφους τους αμέσως μόλις τους παρατήσουν και φύγουν.
Προσπάθησα πολλές φορές να τον αφήσω και να φύγω. Κάθε φορά που με χτυπούσε, τηλεφωνούσα στο τοπικό καταφύγιο κακοποιημένων γυναικών και μου έλεγαν ότι μπορούσα να μείνω αλλά μόνο για έξι εβδομάδες. Μετά έπρεπε να βρω άλλο μέρος για να ζήσω, αλλά πού να πήγαινα; Δεν είχα πουθενά αλλού να μείνω.
Δεν μπορούσα να βρω σπίτι χωρίς δουλειά. Δεν μπορούσα να βρω δουλειά χωρίς κάποιον να μου κρατάει τα παιδιά. Δεν μπορούσα να βρω κάποιον να μου κρατάει τα παιδιά χωρίς χρήματα… Όσα χρήματα είχαμε τα είχε όλα εκείνος. Πρακτικά δεν μπορούσα να φύγω γι’ αυτό έμεινα. Μου έλεγε συνεχώς πως είμαι ένα τίποτα και έτσι σιγά-σιγά τον πίστεψα και έγινα αυτό το τίποτα που ήθελε. Εκμεταλλεύτηκε την απελπισία μου και με χρησιμοποίησε ελέγχοντας κάθε κίνησή μου όπως το ζώο που πίστευε ότι ήμουν.
Για πολλά χρόνια απλώς υπήρχα. Ήμουν εκεί χωρίς πραγματικά να είμαι. Είχα παγιδευτεί και είχα αφεθεί στη μοίρα μου. Η ντροπή που ένιωθα πως με είχε μολύνει είχε σφραγίσει τα χείλη μου μέχρι που ήρθε εκείνη η νύχτα, η νύχτα που παραλίγο να με σκοτώσει, η νύχτα που μου είπαν ότι αν ήθελα μπορούσα να φύγω, αλλά όχι το παιδί μου. Αν δεν μπορούσα να προστατεύσω τον εαυτό μου, πώς θα προστάτευα την κόρη μου;
Η κακοποίηση δεν είναι μία ταινία που παρακολουθούμε στην τηλεόραση – δύο κλαμένα μάτια, μαυρισμένα από το ξύλο και ένα σύστημα που λειτουργεί στην εντέλεια και είναι έτοιμο να σε βοηθήσει να ξαναβρείς τον εαυτό σου και να πάρεις τη ζωή σου πίσω. Η πραγματικότητα της κακοποίησης είναι σκληρή.
Είναι η αστυνομία που δεν ξέρει ποιον και αν πρέπει να τον συλλάβει. Είναι τα καταφύγια κακοποιημένων γυναικών που δεν είναι σε θέση να σου παρέχουν μακροχρόνια στέγαση και νομικές υπηρεσίες και έτσι όταν φεύγεις δεν είσαι καλύτερα απ’ ότι όταν μπήκες εκεί. Είναι τα χρήματα, τα οποία δεν έχεις, αλλά πρέπει να βρεις και να πληρώσεις ένα καλό δικηγόρο μήπως και καταφέρεις να νικήσεις το σύστημα, που πιστεύει τις ψευτιές του πρώην άντρα σου και να πάρεις την επιμέλεια των παιδιών σου.
Ο πόνος μαζεύεται μέχρι που στο τέλος σε συντρίβει σαν τσουνάμι που παρασέρνει τα πάντα στο πέρασμά του. Ουρλιάζεις αλλά είσαι πολύ μακριά για να ακούσει κανείς τις κραυγές σου.
Έτσι ακριβώς ένιωθα όταν είχα φτάσει στο τέλος, όταν απλώς «επέπλεα» και προσευχόμουν ένα γρήγορο θάνατο. Κάποιος όμως άκουσε τις κραυγές μου. Σώθηκα γιατί κάποιος με είδε.
Είπα σε κάποιον τι μου συνέβαινε και ότι χρειαζόμουν βοήθεια και τότε για πρώτη φορά σε όλη μου τη ζωή το άτομο εκείνο έκανε αυτό που όλοι οι άλλοι στη ζωή μου είχαν αποτύχει να πετύχουν: αγωνίστηκε για μένα και το μέλλον μου, για το οποίο δεν μπορούσα να αγωνιστώ εγώ η ίδια.
Με βοήθησε να πάρω διαζύγιο, να παλέψω για την επιμέλεια των παιδιών μου, να διαχωρίσουμε τα οικονομικά και τα περιουσιακά μας στοιχεία με τον πρώην άντρα μου και να βρω τη ζωή που είχα χάσει. Μου θυμίζει και μου θυμίζει συνεχώς ότι δεν ήταν δικό μου το λάθος. Με βοήθησε να αφήσω το παρελθόν στο παρελθόν και να αποκτήσω μέλλον.
Η ενδοοικογενειακή βία είναι μία μάχη που σπανίως μπορεί να κερδηθεί μόνη της. Το ξέρω γιατί παραλίγο να πεθάνω προσπαθώντας. Οι άνθρωποι συχνά με ρωτούν γιατί έμεινα και δεν έφυγα νωρίτερα. Έμεινα γιατί δεν μπορούσα να φύγω…».