Η Ταϋγέτη Μπασούρη έγινε γνωστή από τους κωμικούς της ρόλους σε ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου. Τις περισσότερες φορές οι ρόλοι που ενσάρκωνε περιστρέφονταν γύρω από την ιδιαίτερη εξωτερική της εμφάνιση και είχαν έντονο το στοιχείο του αυτοσαρκασμού.
Η Ταϋγέτη συγκαταλέγεται, μαζί με τη Γεωργία Βασιλειάδου και την Αθηνά Μερτύρη, στις «άσχημες» του ελληνικού κινηματογράφου. Μάλιστα η ίδια η Βασιλειάδου είχε αναφέρει ότι αν γινόντουσαν καλλιστεία για άσχημες, η ίδια θα έβγαινε σταρ Ελλάς και η Ταϋγέτη Μις Ελλάς!
Η ηθοποιός γνώριζε ότι δεν ήταν όμορφη, ωστόσο δήλωνε ότι είχε φωτογένεια. Σύμφωνα με τα λεγόμενα της, αυτός ήταν και ο λόγος που την προσέλαβαν στον κινηματογράφο. Συμμετείχε σε πολλές ταινίες του Θανάση Βέγγου, καθώς ο αξέχαστος κωμικός της έδειχνε ιδιαίτερη εμπιστοσύνη. Ο ρόλος της θείας με την Ταϋγέτη να φωνάζει: «θα σκοτωθώ» άφησε εποχή.
Σαν ηθοποιός ήταν ευχάριστη και σκορπούσε απλόχερα το γέλιο. Σαν άνθρωπος όμως ήταν μοναχική και αντικοινωνική. Απέφευγε τις κοσμικές εμφανίσεις και σπάνια ακολουθούσε τους συναδέλφους της στα στέκια των καλλιτεχνών όπου σύχναζαν. Δεν παντρεύτηκε ποτέ, αλλά όπως είχε αναφέρει σε συνέντευξή της, σαν κοπέλα είχε τα φλερτ της. Ο μοναχικός της χαρακτήρας εξηγείται από τις δυσκολίες που αντιμετώπισε στη ζωή της. Σε μικρή ηλικία έχασε τη μητέρα της και ανέλαβε προσωπικά τη φροντίδα της αδελφής της, η οποία ήταν φιλάσθενη και χρειαζόταν ιδιαίτερη περιποίηση. Οι δυο τους ήταν πολύ δεμένες και η Ταϋγέτη όταν έχασε την αδελφή της το 1993, παρόλο που ήταν σε προχωρημένη ηλικία, κατέρρευσε.
Εκτός από τα οικογενειακά βάρη, η Ταϋγέτη έζησε και μια εμπειρία που τη σημάδευσε όλη της τη ζωή. Την εξορία. Η ηθοποιός από νεαρή ηλικία είχε ενταχθεί στο ΚΚΕ και συμμετείχε στο ΕΑΜ θεάτρου. Όσοι την έζησαν μιλούν για μια δυναμική και δραστήρια αγωνίστρια. Η ίδια ποτέ δεν έκρυψε τα πολιτικά της φρονήματα και τιμωρήθηκε για αυτά. Συνελήφθη και οδηγήθηκε στην εξορία. Πρώτα στο Τρίκερι, μετά στη Γυάρο και στη συνέχεια στη Μακρόνησο. Όπως οι περισσότερες εξόριστες, έτσι και η Ταϋγέτη, στους τόπους εξορίας έζησε ακραίες και δύσκολες συνθήκες. Η ίδια είχε εκμυστηρευτεί στους φίλους της ότι είχε φάει ξύλο από χωροφύλακες, ακόμα και κατάβρεγμα με νερό μέσα στο χειμώνα.
Ακόμα και σε προχωρημένη ηλικία και πάσχοντας από γεροντική άνοια, το μόνο που επαναλάμβανε ήταν τα περιστατικά βίας σε βάρος της. Η αγωνίστρια ηθοποιός ανέφερε με ικανοποίηση ότι δεν υπέκυψε και δεν υπέγραψε την περίφημη δήλωση μετανοίας. «Ήμουνα κομμουνίστρια. Δεν μετάνιωσα για ό,τι πέρασα», έλεγε περιγράφοντας τις σκέψεις και τα συναισθήματα χιλιάδων αριστερών που έζησαν τις ίδιες εμπειρίες.
Μετά την εξορία η Ταϋγέτη επανήλθε στα καλλιτεχνικά δρώμενα. Εμφανίστηκε σε πολλές κινηματογραφικές ταινίες σε δεύτερους ρόλους και συμμετείχε σε αρκετές θεατρικές παραστάσεις. Το 1984 ήταν ήδη σε προχωρημένη ηλικία και δεν είχε καταφέρει να συγκεντρώσει τα απαραίτητα ένσημα για τη συνταξιοδότησή της. Πάντως κανείς δε γνώριζε την ηλικία της μιας και δεν ανέφερε ποτέ τη χρονολογία γέννησής της . Η Μελίνα Μερκούρη, ως υπουργός πολιτισμού τη βοήθησε να προσληφθεί στο Εθνικό Θέατρο, όπου εμφανιζόταν μέχρι το 1992, και έτσι κατάφερε να πάρει σύνταξη.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής της ζούσε στο σπίτι μιας ξαδέλφης της, που τη φρόντιζε αφού δεν είχε δημιουργήσει δική της οικογένεια. Πέθανε τον Ιανουάριο του 2003 από εγκεφαλικό μετά από νοσηλεία αρκετών ημερών. Δεν γράφτηκαν πρωτοσελιδα, δεν ετάφη με τιμές και κιλλίβαντες, αλλά σίγουρα το πέρασμά της δεν ήταν αδιάφορο. Ήταν μια γυναίκα που δεν έμεινε σπίτι, αλλά αγωνίσθηκε για τις ιδέες και την τέχνη και δεν το μετάνοιωσε ποτέ.