Η Γιόλα Αναγνωστοπούλου ήταν ο μεγάλος, άγνωστος έρωτας του Παύλου Σιδηρόπουλου. Ποιήτρια και ζωγράφος με μεγάλο ταλέντο και ταυτόχρονα τοξικομανής, με αυτοκαταστροφικές τάσεις, πέθανε, δυστυχώς, σε ηλικία 50 ετών, σε μία κρίση από το κατεστραμμένο συκώτι της.
Γεννήθηκε στις 29 Μαρτίου 1955 και πέθανε στις 15 Μαρτίου 2005. Τοξικομανής από το 1978, εξέφρασε με εξαιρετικά καλλιτεχνικό τρόπο την κουλτούρα του κίτρινου σούρουπου, δηλαδή όλα εκείνα τα ευαίσθητα παιδιά, που υπέφεραν από προσωπικά αδιέξοδα και δεν κατόρθωσαν (ή και δεν θέλησαν) να προσαρμοστούν στην κοινωνία των «υγιών» και «σοβαρών» ανθρώπων.
Άρχισε να γράφει ποιήματα από παιδί, εκφράζοντας μελαγχολία και μοναξιά, ίσως γιατί την βασάνιζε ένα πρόβλημα, που είχε εκ γενετής, στην ράχη.
Η Γιόλα Αναγνωστοπούλου έπινε πάντα ουίσκι και κάπνιζε μανιωδώς, αν και οι γιατροί της τα είχαν απαγορεύσει αυστηρά.
Εξέδωσε την πρώτη της ποιητική συλλογή «Ποιήματα» (1972), ενώ ήταν ακόμη μαθήτρια Γυμνασίου.
Πρόλαβε να τυπώσει άλλες δύο ποιητικές συλλογές, όλες στις εκδόσεις Νίκη, που ανήκαν στον πατέρα της: «Κατ’ Εικόνα και Ομοίωσιν» (1973) και «Οξείς Μετάλλου Ήχοι περιστρέφουν τις Όψεις της Αποθάρρυνσης» (1979).
Όμως, το μεγαλύτερο ποιητικό έργο της παραμένει ανέκδοτο και βρέθηκε μετά τον θάνατό της, σε σκόρπια χαρτιά και σελίδες ημερολογίων. Σπουδαία ποιήματα, γραμμένα ακόμη και σε χαρτοπετσέτες.
Ο έρωτάς της με τον Παύλο Σιδηρόπουλο εξελίσσεται στα χρόνια 1977-1980 κι ενώ ήταν φοιτήτρια στο Παρίσι, όπου σπούδαζε Φιλοσοφία. Ο Παύλος την ερωτεύτηκε με την πρώτη ματιά και σύμφωνα με όλες τις μαρτυρίες, δεν κατόρθωσε ποτέ να την ξεπεράσει. Η σχέση τους έμοιαζε σαν ένα οδήγημα τρελό, πάνω από γκρεμό. Ο Παύλος, στα χρόνια αυτά, παρουσιάζει τα δύο σημαντικότερα έργα του (Φλου και Εν Λευκώ). Η Γιόλα ήταν γι’ αυτόν ένας τεράστιος, δημιουργικός και ταυτόχρονα καταστροφικός επηρεασμός. Η Γιόλα ήταν η μούσα του, αλλά η Γιόλα ήταν και η αιτία που παγιδεύτηκε στην ηρωίνη.
Σε όλα της τα γραπτά η Γιόλα εκφράζει μια μάχη ή μια ανακωχή που κάνει με τον αυτοκαταστροφικό εαυτό της. Είναι χαρακτηριστικό:
Ένα κείμενο της Γιόλας – άτιτλο, έτους 1979.
Ξαπλωμένη ώρες στο κρεβάτι με κλειστά παράθυρα και τραβηγμένες κουρτίνες χωρίς θόρυβο ούτε την ανάσα μου καν και βυθισμένη στη μπαμπακένια νάρκη μπλεγμένη με σωματικά down φοβερά -σαν θάνατος- χωρίς πόνο ή αγωνία, σχεδόν χαρούμενη, παρόλο νεκρή, ήχος κανείς, ομίχλη μόνο που κατεβαίνει, το κουδούνι έπεσε σαν βόμβα μες στο μυαλό. Μπαμ! Τινάχτηκε στον αέρα η επισφαλής ισορροπία μου. Ο άνθρωπος που μου αποκάλυψε η πόρτα, ήταν ο τελευταίος που θα μπορούσε να υπάρχει. Ήμουν εγώ, απέναντί μου, καταματωμένη, εύθραυστα ημίγυμνη με ξεσκισμένα ρούχα μαλλιά κομμένα άτακτα κοντά με ξεραμένα πάνω στα ρουφηγμένα μάγουλα κλάματα και τρέμοντας. Μπήκα μέσα παραπατώντας και σκοντάφτοντας σε μαξιλάρια και εταζέρες και μου είπα «είναι πολύ άγρια και αφιλόξενα εκεί έξω και οι άλλοι δεν με συμπαθούν μη με ξαναβγάλεις μοναχή μην με ξαναδιώξεις γιατί θα είναι η τελευταία θα χαθώ και τι θα κάνεις μοναχή στη ζωή χωρίς εμένα, χωρίς εμένα που είμαι εσύ κι εγώ κι αν χαθώ θα φύγεις κι εσύ για πάντα ή θα μείνεις κουλή και άλαλη».
Είναι κάτι ατμόσφαιρες έτσι περίεργα κοφτερές έτσι επικίνδυνα τραχιές από γυαλόχαρτο φτιαγμένες. Είναι τότε που περιμένεις και δεν έρχεται και από τα νεύρα που τεντώνονται σαν χορδές τόξου μεταπηδάς σε μια κτηνώδη ηρεμία και μετά σκέφτεσαι σχέδια εκδίκησης και νιώθεις ότι αυτή η αναμονή σε καψουρεύει περισσότερο. Έτσι που λες, μια ζωή στο περίμενε. Περίμενε τον γκόμενο, περίμενε τα φράγκα, περίμενε την αναγνώριση, περίμενε το πράμα, περίμενε την έμπνευση, περίμενε τις συνθήκες, περίμενε τον θάνατο. Βαρέθηκα μ’ ακούς; ΒΑΡΕΘΗΚΑ. Βαρέθηκα την αναμονή που με σκοτώνει, βαρέθηκα τις συνθήκες που πάνε να γίνουνε και δεν γίνονται, βαρέθηκα τον κόσμο που μπαίνει ξαφνικά στο ταξίδι μου και το γαμάει, βαρέθηκα τις ανούσιες καταστάσεις με κοινό παρανομαστή τη μιζέρια, βαρέθηκα να παραμονεύω την ευχαρίστηση και το ατέλειωτο κυνηγητό για EXITANTS, βαρέθηκα να μην είμαι αλλά να προσαρμόζομαι στις ανάγκες για να μην χαθώ.
Το 1980, η Γιόλα Αναγνωστοπούλου εγκαταλείπει τον Παύλο Σιδηρόπουλο ξαφνικά, θέλοντας να αλλάξει ριζικά τον τρόπο ζωής της και να «καθαρίσει». Απομακρύνεται από τον Παύλο, αλλά δεν κατορθώνει να απαλλαγεί από τα ναρκωτικά. Έτσι, ζει μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, μέχρι που γίνεται 50 χρόνων και τελικά πεθαίνει μόνη στο σπίτι της, σε μία κρίση από το κατεστραμμένο συκώτι.
Εκτός από εξαιρετική ποιήτρια, η Γιόλα Αναγνωστοπούλου ήταν και καλή ζωγράφος. Ζωγράφιζε κυρίως πρόσωπα, όλα θλιμμένα, που ονόμαζε μάσκες.
Μία από αυτές τις μάσκες είναι ψυχεδελική και την ονομάζουμε Μάσκα της Τζόπλιν. Δεν είναι όμως πορτραίτο της θρυλικής τραγουδίστριας.
Όπως και στις υπόλοιπες, έτσι και σε αυτήν, η Γιόλα αποτυπώνει με συμβολικό τρόπο το δικό της πρόσωπο και τα συναισθήματα θλίψης που βιώνει.
Στο πάνω μέρος του κεφαλιού έχει τοποθετήσει φωτογραφία της Janis Joplin, ενώ στο κάτω μέρος γράφει Who cares for a rock’n’roll suicide? Δυο κόκκινα δάκρυα κρέμονται σαν σκουλαρίκια από την φωτογραφία της Τζάνις και ένα ακόμη, μπλε χρώματος, από το δεξί μάτι. Κάτω από τα χείλη έχει γραμμένο το γράμμα Η, αρχικό της Ηρωίνης.
Είναι φανερό πως με την μάσκα αυτή εκφράζει την έντονη θλίψη της, μέσα από τον θάνατο της Τζόπλιν, που θεωρεί ως μία rock’n’roll αυτοκτονία. Στην πραγματικότητα, είναι η εικόνα της Γιόλας, που ταυτίζεται ψυχικά με την Τζάνις.
Στενοί φίλοι του Σιδηρόπουλου υποστηρίζουν ότι ο τραγουδοποιός δεν κατάφερε ποτέ να αφήσει πίσω του τον έρωτα του για τη Γιόλα και έπεσε σε κατάθλιψη όταν εκείνη τον χώρισε ξαφνικά. Σε μία προσπάθεια να την φέρει ξανά κοντά του ο Σιδηρόπουλος ηχογράφησε σε μία κασέτα δύο ερωτικά τραγούδια με τίτλο “Come to me” και “You Left Me” τα οποίο της έστειλε με δέμα στο Παρίσι, θέλοντας να την κερδίσει και πάλι. Τα κομμάτια έμειναν άγνωστα και ακυκλοφόρητα μέχρι τον θάνατο της Γιόλας Αναγνωστοπούλου το 2005.
Ένα από τα πιο γνωστά ποιήματα της από την συλλογή ΚΑΤ ΕΙΚΟΝΑ ΚΑΙ ΟΜΟΙΩΣΙΝ, που κυκλοφόρησε το 1973.
ΝΥΧΤΕΣ ΜΕ ΛΕΥΚΑ ΦΤΕΡΑ
Ξέρω καλά
τις νύχτες όλες πού κρύβεσαι και τι περνάς
όταν φοράς
τα μαύρα τούλια κι άσπρα φτερά
για να ξεχνάς
Σε βλέπω πάλι
απελπισμένη τον έρωτα ψάχνεις να βρεις
Και ματωμένη στα σκοτάδια
τρόμους παλιούς ιχνηλατείς
Απόψε
μόνη ταξιδεύεις
δρόμους υγρούς και σκοτεινούς
Σκυφτή με μίσος
Απαρνιέσαι
Δεσμούς αναίτιους νοσηρούς
Σε θέλω
έτσι προδομένη
δίχως ελπίδες περιττές
Ένα ταξίδι χωρίς τέλος
στο παραμύθι και στο χτες
Είναι ο έρωτας μια ανάσα
είναι στιγμή που ακροβατεί
Ένα σκοινί στη μια του άκρη
είμαι εγώ
στην άλλη εσύ