Το τελευταίο διάστημα στη χώρα μας η μία γυναικοκτονία διαδέχεται την άλλη αφήνοντας συγκλονισμένο το Πανελλήνιο που μετρά θύματα. Μέσα στους οκτώ πρώτους μήνες του 2021 η χώρα μας έχει ήδη θρηνήσει επτά γυναίκες που δολοφονήθηκαν στυγνά από τα χέρια ανθρώπων που εμπιστεύονταν.
Η χώρα αρχίζει να συνειδητοποιεί τους λόγους που ο όρος «γυναικοκτονία» έχει αναγνωριστεί διεθνώς, μεταξύ άλλων και από την Ευρωπαϊκή Ένωση που κρατά και σχετικά στατιστικά στοιχεία.
Δεν είναι κάθε δολοφονία γυναίκας γυναικοκτονία. Για να αντιληφθούμε τι ακριβώς σημαίνει ο όρος, θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι μιλάμε για εγκλήματα μίσους. Για γυναίκες που δολοφονήθηκαν ακριβώς επειδή πήγαν – κατά τη γνώμη του δολοφόνου τους – κόντρα στην κοινωνική αντίληψη της «γυναίκας». Για γυναίκες που είτε δεν έσκυψαν το κεφάλι, είτε προσπάθησαν να ξεφύγουν από την κακοποίηση, είτε είπαν ένα «όχι» που δεν έγινε δεκτό. Για γυναίκες που πέθαναν για λόγους που ποτέ δεν θα οδηγούσαν στη δολοφονία ενός άνδρα.
Καθώς μετράμε τα θύματά μας, ίσως είναι στιγμή να εξετάσουμε και πάλι τις γυναικοκτονίες εκείνες που διαπράχθηκαν πριν συνειδητοποιήσουμε τη φύση τους ως εγκλήματα. Όταν ακόμη οι τίτλοι των εφημερίδων μιλούσαν για «εγκλήματα πάθους» και για γυναίκες που τις «σκότωσαν γιατί τις αγαπούσαν».
Μια από τις πλέον συγκλονιστικές υποθέσεις ήταν η δολοφονία της 48χρονης Γεωργίας Σακαρέλου από τον σύζυγό της, μέσα στο διαμέρισμά τους. Όλα συνέβησαν στις 24 Μαΐου του 2015.
Η σχέση της άτυχης γυναίκας που καταγόταν από την Θεσσαλονίκη και του 45χρονου εν διαστάσει συζύγου της, χειριστή γερανών Θ.Λ. ήταν ολέθρια. Το θύμα είχε εγκαταλείψει την συζυγική στέγη μαζί με το ένα ανήλικο παιδί της, έχοντας συνάψει άλλη σχέση. Παράλληλα είχε αφήσει στον πρώην σύζυγό της, το δεύτερο ανήλικο παιδί τους.
Την ημέρα του φονικού, το θύμα επέστρεψε στο σπίτι μετά από έκκληση του 14χρονου γιού της, τον οποίο είχε βάλει ο σύζυγος να της τηλεφωνήσει. Μόλις η 48χρονη μπήκε μέσα, ο σύζυγός της την άρπαξε από τα μαλλιά και την έριξε στο κρεβάτι.
Αφού την έδεσε με χειροπέδες πίσω από τον κορμό της, γέμισε την μπανιέρα με νερό και την βύθισε ανάσκελα με το κεφάλι, κρατώντας τα πόδια της ψηλά, για να την ακινητοποιήσει.Την κράτησε μέσα στο νερό για πέντε λεπτά, προκειμένου να βεβαιωθεί ότι είχε πνιγεί. Ο τρόπος με τον οποίο ο 45χρονος έπνιξε την γυναίκα του μέσα στη μπανιέρα, της στέρησε κάθε περιθώριο αντίστασης.
Ο εισαγγελέας που είχε ζητήσει την ενοχή του χωρίς κανένα ελαφρυντικό, είπε ότι δεν αρκεί μια φιλονικία για να αναγνωριστεί ο βρασμός ψυχικής ορμής, ενώ η εξωσυζυγική σχέση που είχε συνάψει το θύμα, ήταν γνωστή από καιρό στον δράστη. Αντιθέτως, ο κατηγορούμενος, επέδειξε αποφασιστικότητα και ακολουθία πράξεων, ενεργώντας με απόλυτη ψυχραιμία.
Η υπεράσπιση προσπάθησε να στοιχειοθετήσει βρασμό ψυχικής ορμής για τον δράστη, λέγοντας ότι το ολέθριο λάθος του, ήταν η παθολογική εξάρτηση που είχε από αυτή την γυναίκα. Απέρριψε ότι ήταν ένα τέρας, εκμεταλλευτής και σαδιστής.
Είχε γνωρίσει την γυναίκα του ως πελάτης στο μπαρ που δούλευε και όταν παντρεύτηκαν, δεν ήθελε να συνεχίσει να δουλεύει σε αυτό το περιβάλλον. Είπε πως την υπεραγαπούσε και την λάτρευε, κάνοντας υπομονή για τις «παρεκτροπές» της. Ισχυρίστηκε ότι είχε συσσωρευμένη οργή και πως δεν μπορούσε να υπάρξει χωρίς αυτήν.
Να σημειωθεί ότι, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, είχε καταδικάσει τον δράστη σε 20 χρόνια κάθειρξη, αναγνωρίζοντάς του τα ελαφρυντικά του πρότερου έντιμου βίου και του βρασμού ψυχικής ορμής. Ωστόσο η συνταρακτική υπόθεση εκδικάστηκε ξανά σε δεύτερο βαθμό στις 9 Μαΐου του 2019 και ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε ομόφωνα από το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Πατρών σε ισόβια κάθειρξη χωρίς ελαφρυντικά.
Πηγή: tanea.gr