Ο Ντίνος Ηλιόπουλος ήταν από τους πιο αγαπημένους ηθοποιούς του ελληνικού κινηματογράφου που έχει μοιράσει άπειρες στιγμές γέλιου.
Ο Ντίνος Ηλιόπουλος ήταν ένας από τους πιο αγαπημένους και σημαντικότερους κωμικούς ηθοποιούς της εποχής του, με χιούμορ αστείρευτο όπως και η αγάπη του για το γυναικείο φύλο.
Είναι χαρακτηριστικό, πως ο αγαπημένος ηθοποιός είχε ζητήσει να μπει μια επιγραφή στον τάφο του, η οποία να γράφει «Με συγχωρείτε κυρίες μου που δεν μπορώ να σηκωθώ…».
Ωστόσο, ο Ντίνος Ηλιόπουλος έφυγε από τη ζωή με ένα μεγάλο παράπονο…
Αυτό το είχε αποκαλύψει η Άννα Φόνσου σε συνέντευξή της το 2016, λέγοντας τα εξής:
Όταν μας φωνάζουν εμάς να παίζουμε Σαββατοκύριακο με ένα ποσοστό και μας έρχεται περίπου 10 ευρώ την ημέρα, αν του κόψεις τη σύνταξη, που παίρνει 500 με 600 ευρώ, πώς θα ζήσει με 100 ευρώ το μήνα;
Αυτό είναι τρομερό. Σε όλα τα μέρη του κόσμου, αυτοί οι σπουδαίοι ηθοποιοί, μέχρι να φύγουν από τη ζωή, χρησιμοποιούνται.
Ας κοιτάξει η καινούργια υπουργός Πολιτισμού που είναι και ηθοποιός να μην ‘’φεύγουν’’ με αυτή την πίκρα, όπως είχε ‘’φύγει’’ ο Ντίνος Ηλιόπουλος. Μου έλεγε ‘’πες στον φίλο σου τον Κούρκουλο να παίξω, έστω να περνάω μέσα από τη σκηνή για να παίξω στο Εθνικό Θέατρο’’. Όχι ότι ο Νίκος δεν ήθελε, οι σκηνοθέτες δεν ήθελαν».
Ο Ντίνος Ηλιόπουλος γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου το 1913 από Έλληνες γονείς. Ο πατέρας του καταγόταν από την Κυπαρισσία, ενώ η μητέρα του είχε γεννηθεί στην Υεμένη.
Ο έμπορος πατέρας του καταστρέφεται οικονομικά από το κραχ του 1929 και υποχρεώνεται να μετακομίσει μαζί με τη γυναίκα και τα παιδιά του (δύο αγόρια και τρία κορίτσια) στη Μασσαλία, όπου ο μικρός Ντίνος γράφτηκε στο Δημοτικό και τελείωσε το σχολείο, πετυχαίνοντας με άριστα στις εξετάσεις για το απολυτήριο Λυκείου.
Το 1935 επέστρεψε με την οικογένειά του στην Ελλάδα και γράφτηκε στο «Berkshire High Commercial School», που υπήρχε τότε στην Αθήνα, για να σπουδάσει εμπορικές επιστήμες και να ακολουθήσει το επάγγελμα του πατέρα του.
Αφού πήρε το πτυχίο του και εκπλήρωσε την -παρατεταμένη λόγω πολέμου- στρατιωτική του θητεία, εργάστηκε για σύντομο χρονικό διάστημα σε μια αντιπροσωπεία.
Αναζητώντας συνεχώς κάτι διαφορετικό συνέχισε να αλλάζει δουλειές «σαν τα ξυραφάκια του» όπως έλεγε και ο ίδιος, μέχρι που ανακάλυψε την αγάπη και την κλίση του προς το θέατρο.
Η προσπάθειά του να φοιτήσει στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, δίνοντας εξετάσεις με ένα ποίημα του Καβάφη, ήταν αποτυχημένη, αφού θεωρήθηκε ότι δεν διέθετε τον απαραίτητο, για την εποχή, στόμφο και το ανάλογο παράστημα.
Ο Ντίνος Ηλιόπουλος δεν απογοητεύτηκε, διέθετε πείσμα και υπομονή κι έτσι γράφτηκε στην ιδιωτική σχολή του διεθνούς φήμης διευθυντή του Θεάτρου «Σάρα Μπερνάρ», Γιαννούλη Σαραντίδη.
Ο Σαραντίδης είχε έρθει στην Αθήνα πριν τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο για να σκηνοθετήσει μερικά έργα της Μαρίκας Κοτοπούλη και να επιστρέψει πάλι στο Παρίσι, κάτι που το ξέσπασμα του πολέμου δεν του επέτρεψε κι έτσι παρέμεινε στην Αθήνα ιδρύοντας τη Δραματική σχολή «Γιαννούλη Σαραντίδη», όπου ο Ηλιόπουλος είχε την ευκαιρία να μαθητεύσει δίπλα στους Γιώργο Βακαλό, Θράσο Καστανάκη, Μ. Καραγάτση, Γιώργο Θεοτοκά, Γιάννη Σιδέρη, Αντώνη Γιαννίδη.
Το ξεκίνημά του στο θεατρικό σανίδι έγινε το 1944 με το θίασο της “κυρίας Κατερίνας”, στο έργο του Λέο Λεντς Κυρία, σας αγαπώ. Αργότερα έπαιξε στους θιάσους της Μαρίκας Κοτοπούλη, της Μαίρης Αρώνη, του Δημήτρη Χορν κ.ά. αποκομίζοντας πάντα θετικά σχόλια για τις ερμηνείες του.
Χαρακτηριστικά, ο σπουδαίος ηθοποιός της εποχής Βασίλης Λογοθετίδης είχε πει για τον νεαρό τότε Ηλιόπουλο: “Τι σπουδαίος! Τι φανταστικός κλόουν! Αυτό θα πει θέατρο!”.
Η πρώτη από τις πολλές κινηματογραφικές συμμετοχές του Ηλιόπουλου έγινε το 1948 με την ταινία Εκατό χιλιάδες λίρες. Το κινηματογραφικό κοινό πολύ γρήγορα τον αγκάλιασε και η αναγνωρισιμότητά του του επέτρεψε να ηγηθεί από το 1953 θεατρικού θιάσου (με επιχειρηματία τον Χέλμη) στο Θέατρο Κοτοπούλη-Ρεξ, όπου παρουσίασε την κωμωδία: Θανασάκης ο πολιτευόμενος, με συμπρωταγωνίστρια την Άννα Συνοδινού.
Οι περιοδείες του σε όλη την Ελλάδα και οι ταινίες του, που γυρίζονταν η μία μετά την άλλη, γνώρισαν τεράστια επιτυχία και έτσι το 1963 δημιούργησε τη δική του θεατρική στέγη στο Θέατρο Γκλόρια, ως επιχειρηματίας και θιασάρχης.
Ανέβασε κωμωδίες Ελλήνων και ξένων συγγραφέων, που έγιναν μεγάλες θεατρικές επιτυχίες και μεταφέρθηκαν και στον κινηματογράφο, όπως τα Ξύπνα Βασίλη, Θανασάκης ο πολιτευόμενος, Το κοροϊδάκι της δεσποινίδος, Εξοχικόν κέντρον “Ο Έρως”, Ζητείται ψεύτης, Έκτο πάτωμα κ.ά. Μέσα από τον θίασό του αναδείχθηκαν καινούριες πρωταγωνίστριες, που διέπρεψαν και καθιερώθηκαν στη συνείδηση του θεατρόφιλου κοινού σαν σπουδαίες ερμηνεύτριες, όπως η Άννα Φόνσου και η Μάρω Κοντού.
Ο ηθοποιός τη δεκαετία του ’60 σχεδόν χρεοκόπησε όταν αποφάσισε να γίνει θεατρικός επιχειρηματίας. Αν και είχε σπουδάσει οικονομικά, δεν ήξερε και πολλά από διαχείριση, ούτε και ήταν ο άτεγκτος εργοδότης, με αποτέλεσμα να κινδυνέψει να χάσει όλη την περιουσία του.
Για να ορθοποδήσει έφυγε για την Αμερική, όπου εργάστηκε για περίπου δύο χρόνια. Επέστρεψε στην Ελλάδα και συνέχισε την επιτυχημένη καριέρα του.
Το 1974 έκανε μια περιοδεία σε 60 πόλεις των ΗΠΑ και του Καναδά, με τα έργα: Ζητείται ψεύτης, του Δημήτρη Ψαθά και Θεσμοφοριάζουσες του Αριστοφάνη. Η περιοδεία κράτησε ενάμιση χρόνο, πρωτοφανές διάστημα για ελληνικό θίασο.
Ο Ντίνος Ηλιόπουλος αγαπούσε τον χορό και τη διασκέδαση. Τα πάρτι που διοργάνωνε ήταν θρυλικά για το κέφι και το ξεφάντωμα. Ήταν λάτρης του γυναικείου φύλου και υπήρξε μέγας καρδιοκατακτητής
Ο Ντίνος Ηλιόπουλος παντρεύτηκε δύο φορές. Ο πρώτος του γάμος διήρκησε ελάχιστους μήνες, ενώ από τον δεύτερο, που τελέστηκε το 1963, με την Χίλντεγκαρντ Βίτσερ, αυστριακής καταγωγής, απέκτησαν δύο κόρες, την Εβίτα και τη Χίλντα Ηλιοπούλου.