Το σπίτι του ζεύγους Κοκοβίκου από την ταινία «Η δε γυνή να φοβείται τον άνδρα» αποτελεί ένα διαχρονικό σύμβολο του ελληνικού κινηματογράφου και της αρχιτεκτονικής της Πλάκας. Αν και η ιστορία της ταινίας είναι φανταστική, το ακίνητο συνεχίζει να προκαλεί ενδιαφέρον τόσο για τη σχέση του με την ταινία όσο και για την πολιτιστική του αξία.
Στα τελευταία λεπτά της ταινίας του Γιώργου Τζαβέλλα, οι πρωταγωνιστές Μάρω Κοντού και Γιώργος Κωνσταντίνου αποχαιρετούν το υπό κατεδάφιση σπίτι, με τη σκηνή να αναδεικνύει τη νοσταλγία για τον χρόνο που περνά. Ωστόσο, το ακίνητο στην Πλάκα παραμένει ανέπαφο, λόγω διαφόρων παραγόντων όπως:
Νομικά και Ιδιοκτησιακά Θέματα: Οι ιδιοκτησίες στην Πλάκα συχνά αντιμετωπίζουν περίπλοκα νομικά καθεστώτα.
Συναισθηματική και Πολιτιστική Αξία: Το σπίτι θεωρείται κομμάτι της πολιτιστικής κληρονομιάς, καθιστώντας την εμπορική του αξιοποίηση δευτερεύουσα.
Κινηματογραφική Σύνδεση: Η φήμη του σπιτιού προσθέτει στη σημασία του ως ιστορικό σημείο αναφοράς.
Το ακίνητο αποτελεί δείγμα αθηναϊκής αρχιτεκτονικής του 19ου αιώνα, με συνολική έκταση οικοπέδου 411,37 τ.μ. και κτισμάτων 266 τ.μ.
Το σπίτι του ζεύγους Κοκοβίκου, που ανήκει στο Υπουργείο Πολιτισμού, τέθηκε σε διαγωνισμό το 2014 από το ΤΑΙΠΕΔ. Η τιμή εκκίνησης ορίστηκε στις 900.000 ευρώ, ωστόσο παραμένει άγνωστο αν ολοκληρώθηκε η διαδικασία. Το διατηρητέο καθεστώς του ακινήτου απαιτεί ειδικές άδειες για ανακαίνιση ή αλλαγή χρήσης, καθιστώντας κάθε είδους παρέμβαση εξαιρετικά περίπλοκη.
Η ταινία «Η δε γυνή να φοβείται τον άνδρα» κυκλοφόρησε το 1965, βασισμένη στο ομώνυμο θεατρικό έργο του Γιώργου Τζαβέλλα. Ο Γιώργος Κωνσταντίνου ως Αντωνάκης και η Μάρω Κοντού ως Ελενίτσα δημιούργησαν ένα από τα πιο αξέχαστα ζευγάρια του ελληνικού κινηματογράφου.
Η πλοκή εστιάζει στην καθημερινότητα ενός αυστηρού δημοσίου υπαλλήλου και της ανεξάρτητης συζύγου του, αποτυπώνοντας τη δυναμική των σχέσεων της εποχής μέσα από χιούμορ και συγκίνηση. Οι εντάσεις και οι διαφωνίες τους καταλήγουν σε αναγνώριση της αξίας της συντροφικότητας, με την ταινία να διατηρεί τη διαχρονική της γοητεία.
Το 1957, ενώ η Αλίκη Βουγιουκλάκη δεν είχε ακόμα συμπληρώσει τα 20 της χρόνια, είχε ήδη συμμετάσχει σε έξι ταινίες και θεωρούνταν ανερχόμενο αστέρι του ελληνικού κινηματογράφου.
Η φήμη της προσέλκυσε το ενδιαφέρον πολλών παραγωγών, ανάμεσα στους οποίους ήταν και ο Μάριος Αδάμης. Εκείνος της πρότεινε πρωταγωνιστικό ρόλο στην ταινία «Η ζαβολιάρα» (ή «Θολά νερά»), μια συνεργασία που έμελλε να προκαλέσει έντονες διαμάχες.
Η Αλίκη υπέγραψε τη συμφωνία και ξεκίνησαν τα γυρίσματα, με εκείνη στον ρόλο της Λενιώς, μιας νέας γυναίκας που τραβούσε την προσοχή των ναυτικών του νησιού. Η ίδια πάντως έδειξε σαφή προτίμηση στον Λάμπρο (Γιώργος Φούντας). Η πλοκή ακολουθούσε την γνωστή μελοδραματική γραμμή της εποχής, σε σενάριο και σκηνοθεσία του ίδιου του Μάριου Αδάμη ο οποίος είχε ιδρύσει και την εταιρία παραγωγής Adams Films.
Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της παραγωγής, οι διαφωνίες και τα προβλήματα συνεννόησης οδήγησαν τη Βουγιουκλάκη να αποχωρήσει πριν την ολοκλήρωση της ταινίας. Στράφηκε προς τη Φίνος Φιλμς, μια κίνηση που αποδείχθηκε καταλυτική για την καριέρα της.
Η διαφωνία κορυφώθηκε την 1η Απριλίου 1960, όταν η Αλίκη είδε να διαφημίζεται η συμμετοχή της στην ταινία, παρά το γεγονός ότι εμφανιζόταν μόνο για 17 από τα συνολικά 81 λεπτά του φιλμ. Όταν το έργο προβλήθηκε λίγες ημέρες αργότερα, διαπίστωσε ότι σε πολλές σκηνές η ίδια είχε αντικατασταθεί από άλλη ηθοποιό, που φαινόταν μόνο από την πλάτη, ενώ η φωνή της είχε ντουμπλαριστεί. Θεωρώντας αυτή την πράξη ως προσβολή της προσωπικότητάς της, η Αλίκη μήνυσε τον παραγωγό, ο οποίος ανταπάντησε με δική του μήνυση.
Η διαμάχη πήρε μεγάλες διαστάσεις, με τα μέσα ενημέρωσης να εμπλέκονται ενεργά. Η εφημερίδα «Ελευθερία» υποστήριξε ότι η Βουγιουκλάκη είχε αντικατασταθεί.
«Η Αλίκη Βουγιουκλάκη μας πληροφορεί με γράμμα της ότι δεν έχει παίξει παρά μόνο ένα μέρος του ρόλου της ηρωίδος και ότι στο υπόλοιπο φιλμ έχει αντικατασταθεί από άλλη ηθοποιό που εμφανίζεται με την πλάτη προς το φακό και σε όλη την ταινία δεν μιλά η ίδια».
Ωστόσο, ο Αδάμης δήλωσε μέσω των «Νέων» ότι η ηθοποιός συμμετείχε πλήρως στην ταινία και ότι η εταιρεία παραγωγής είχε εκπληρώσει όλες τις υποχρεώσεις της, «η διαμαρτυρόμενη καλλιτέχνις μετέχει εξολοκλήρου στην ταινία».
Η αντιπαράθεση συνεχίστηκε με εκατέρωθεν επιστολές, ενώ ακολούθησαν και αγωγές, με την Αλίκη να μιλά για «βαρεία προσβολή» της προσωπικότητάς της και τον Αδάμη για «ηθική και υλική ζημία» από την εγκατάλειψη των γυρισμάτων.
Η υπόθεση έφτασε στο ακροατήριο στις 21 Απριλίου 1961, ύστερα από δύο αναβολές. Στο εδώλιο, πέρα από την Αλίκη και τον Μάριο Αδάμη, κάθισαν και δημοσιογράφοι, όπως ο αρχισυντάκτης των «Νέων», Κώστας Νίτσος, ο εκδότης της «Ελευθερίας», Πάνος Κόκας, και ο διευθυντής του περιοδικού «Οθόνη», Κώστας Αθανασόπουλος. Μετά από ακροαματική διαδικασία επτά ωρών, το δικαστήριο δικαίωσε πλήρως την Αλίκη Βουγιουκλάκη, επιβεβαιώνοντας την προσβολή που είχε υποστεί.
Από καλλιτεχνικής πλευράς, η «Ζαβολιάρα» σημείωσε χαμηλή απήχηση, κόβοντας μόλις 23.205 εισιτήρια και κατατάσσοντας την 30η ανάμεσα στις 52 ταινίες της σεζόν. Αντίθετα, η ταινία «Το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο», παραγωγής Φίνος Φιλμς, θριάμβευσε την ίδια χρονιά, κόβοντας 239.530 εισιτήρια και καταρρίπτοντας κάθε ρεκόρ. Η επιτυχία αυτή εκτόξευσε την καριέρα της Βουγιουκλάκη, καθιστώντας την το απόλυτο αστέρι του ελληνικού κινηματογράφου.