Αλίκη Βουγιουκλάκη: Η Ελληνίδα ηθοποιός αποφάσισε να ανεβάσει την «Αντιγόνη» στα τέλη της δεκαετίας του 80′ και δέχθηκε πολύ κακές κριτικές.
Η Αλίκη στα τέλη της δεκαετίας του 80, αναζητούσε μια νέα δημιουργική πρόκληση. Το σινεμά που την είχε δοξάσει, ήταν πια ένα «πεδίο μάχης» ανάμεσα στην βιοτεχνία της «άρπα-κόλλα» ταινίας για βίντεο και στον κινηματογράφο των σκηνοθετών όπως ο Θεόδωρος Αγγελοπουλος, ο Παντελής Βούλγαρης, ο Σταύρος Τσιώλης και ο Γιώργος Πανουσόπουλος.
Η τηλεόραση δεν φαινόταν να τη συγκινεί ιδιαίτερα – αν και αυτό θα άλλαζε σύντομα με τη συμμετοχή της στο «Και Εύθυμη και Χήρα» του ΑΝΤ1, το 1991 – και το θέατρο έμοιαζε το μοναδικό φιλόξενο καλλιτεχνικό σπίτι για ‘κείνη.
Το έλεγε και το έκανε η Αλίκη Βουγιουκλάκη, γινόταν ξανά «μαθήτρια» ενός σκηνοθέτη και μεταφραστή, του Μίνωα Βολανάκη, σε έναν σπουδαίο θίασο.
Ας θυμηθούμε τους συντελεστές: Κοστούμια έκανε η Λαλούλα Χρυσικοπούλου. Μουσική, ο Μίκης Θεοδωράκης. Ερμήνευσαν: Αλίκη Βουγιουκλάκη (Αντιγόνη), Αθηνά Τσιλύρα (Ισμήνη), Πέτρος Φυσσούν (Κρέων), Τίμος Περλέγκας (Φύλακας), Αντώνης Θεοδωρακόπουλος (Αίμωνας), Ηλίας Λογοθέτης (Τειρεσίας), Στέφανος Κυριακίδης (Άγγελος).
Στον χορό των γερόντων: Στέλιος Μάινας, Άντρος Κρητικός, Απόστολος Σοφιανός, Γιάννης Μάνιος, Βασίλης Στογιαννίδης, Γιάννης Σιαμσιάρης, Φώτης Κεπελής, Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης, Τάσος Αποστόλου, Αλέξανδρος Ζαχαρίας, Νίκος Σιδέρης, Γιώργος Νικοδήμου, Γιώργος Βασιλείου, Λεωνίδας Λοϊζίδης, Νίκος Σαρρόπουλος.
Η παράσταση εκτός της Επιδαύρου, παρουσιάστηκε και στην Καβάλα, τη Θεσσαλονίκη, τη Λάρισα, τα Ιωάννινα, την Πάτρα, τη Μεγαλόπολη και τον Πειραιά. Σύμφωνα με το catisart.gr, η παράσταση έκανε ρεκόρ εισιτήριων στην Επίδαυρο, που μπορεί να συγκριθεί μόνο με τα αντίστοιχα ανεβάσματα της Αντιγόνης από την Άννα Συνοδινού (1956) και της Αμαλίας Μουτούση σε σκηνοθεσίας Βογιατζή, αλλά και με τη Λυσιστράτη του Θύμιου Καρακατσάνη.
Η Ελένη Βαροπούλου στο Βήμα έσφαξε «με το γάντι» την Αλικη: «Το “πακέτο Αλίκη” αποδείχθηκε στην Επίδαυρο ένα τρομερό καλλιτεχνικό φιάσκο. Αυτό, διότι η εντυπωσιακή και εισπρακτικά αποδοτική αλχημεία “Βουγιουκλάκη – Βολανάκη – Θεοδωράκη” έδωσε ένα σοβαροφανές, εκφραστικά ετερόκλιτο, κούφιο και βαθιά αδιάφορο θέαμα. Μια παράσταση άλλοτε εικονογραφική, μελοδραματική και αισθηματολογική. Ήταν σε επίπεδο δακρύβρεχτου οικογενειακού δράματος, με κακούς βασιλιάδες και αλύγιστες βασιλοπούλες. Άλλοτε μοντερνίζουσα στην όψη, με αναγωγές σε συμβολισμούς και αφαιρετικά σχήματα. Άλλοτε ηθογραφική, φολκλορική, με ψευτολαογραφικά στοιχεία. Επίσης, είχε τη Θεοδωρακική μελωδία ως σανίδα σωτηρίας και υπόμνηση της ελληνικότητας».
«Νιάου νιάου η Αντιγονούλα», ήταν ο τίτλος της κριτικής του Θόδωρου Κρητικού στην Ελευθεροτυπία, που ο θρύλος λέει πως η Αλίκη διάβασε και απογοητεύτηκε οικτρά: «Άνθρωποι σαν την κ. Βουγιουκλάκη δεν έρχονται στην ορχήστρα ενός θεάτρου με στόχο να υπηρετήσουν το όραμα ενός μέγιστου ποιητή. Έρχονται για να βάλουν τον Σοφοκλή να υπηρετήσει το φανταχτερό όραμα της δικής τους δημόσιας προσωπικότητας, του ειδώλου που συστηματικά καλλιεργούν και προωθούν προς τις μάζες. Ούτε στιγμή δεν θα σταθούν να αναρωτηθούν αν το ερμηνευτικό τους ταλέντο έχει κάτι να προσφέρει στην ποιητική μορφή της Αντιγόνης. Εκείνο που τους αποσχολεί είναι τι μπορεί να προσφέρει η Αντιγόνη σ’ αυτούς. Πώς μπορούν να εκμεταλλευτούν ένα φημισμένο κείμενο, ένα επιβλητικό αρχαίο θέατρο και ένα καταξιωμένο φεστιβάλ, για να βελτιώσουν το “ίματζ” που πουλούν στο κοινό».
«Αντιγόνη σε πλαστική συσκευασία», ήταν ο τίτλος της κριτικής του Χρήστου Χειμάρα στην «Πρώτη»: «Ας το πούμε μια και καλή. Η “Αντιγόνη” στην Επίδαυρο μέτρησε τα κύτταρα αντοχής του ήθους μας, την έκπτωση σε βαθμό εκφυλισμού του τραγικού στις μέρες μας, την παραχάραξη μέχρι κοινωνικής παθογένειας των θεατρικών γεγονότων από τους μηχανισμούς προβολής και την εξαθλίωση του καλλιτεχνικού γούστου».
Η Κατερίνα Δασκαλάκη στη στήλη της με τίτλο «Τραγικά πράγματα» στη «Μεσημβρινή»: «…γιατί, στον Θεό σας, πρέπει να παίξει και την Αντιγόνη ντε και καλά; Δεν της φτάνει το “δικό της” κοινό; […] Το “δικό της” κοινό τη θέλει και την αγαπάει εξίσου είτε παίζει την “Εβίτα” είτε τη “Μανταλένα”. Με άλλα λόγια, η Αντιγόνη της κ. Βουγιουκλάκη ήθελε να πει στο κοινό αυτό ότι ακριβώς δεν της αρκεί. Γιατί; Είναι το ερώτημα. Αλλά το θέμα δεν ανάγεται στο πεδίο της τέχνης. Άπτεται μάλλον της ψυχανάλυσης».
Στη «μέση οδό» στάθηκε η κριτική του Βάιου Παγκουρέλη, με τίτλο «Θόρυβος χωρίς αντίκρισμα…», στον «Ελεύθερο Τύπο»: «Η δημοφιλής πρωταγωνίστρια, μη έχοντας ασκήσει τα τραγικά υποκριτικά της μέσα, καταφεύγει -με τη βοήθεια της σκηνοθεσίας και ολόκληρης της παράστασης- σε δραματικές λύσεις (η “Αντιγόνη”, όμως, είναι τραγωδία, δεν είναι δράμα…). Λύσεις που συγκινούν τους θαυμαστές. Αυτό, διότι δεν φαντάζουν “ψεύτικες” ή “μιμητικές”. Επίσης, δεν προωθούν την τέχνη γενικότερα ή το συγκεκριμένο έργο και την παρουσίασή του ειδικότερα».
«Ικανά προσόντα για να υπηρετήσει κάθε είδους τέχνη», αναγνωρίζει στη Βουγιουκλάκη ο Κώστας Γεωργουσόπουλος στην κριτική του με τίτλο «Λινάτσες, πλεξιγκλάς και πλήξη» στα «Νέα». Ο ίδιος στράφηκες ευθέως κατά του σκηνοθέτη. «Κάπου στις τελευταίες δουλειές του κ. Βολανάκη διακρίνει κανείς μια αυτοκαταστροφική μανία. Έχεις την εντύπωση πως παρασύρει σαγηνευτικά κάποιους ανθρώπους στο χείλος του γκρεμού. Τους σπρώχνει ή παραπλανητικά τους οδηγεί στο αδιέξοδο. Από μακριά καγχάζει για το κατόρθωμά του».
Δυο χρόνια αργότερα η Αλίκη Βουγιουκλάκη παραδέχθηκε ότι όντως η παράσταση δεν ήταν καλή λόγω του σκηνοθέτη.