Ο ηθοποιός Πάνος Σταθακόπουλος είναι ένας από τους αγαπημένους κωμικούς της Ελλάδας, και το ελληνικό κοινό του τρέφει μεγάλη αδυναμία καθώς και σαν άνθρωπος είναι ένας απλός και προσιτός άνθρωπος. Πέρσι τον απολαύσαμε στην μικρή οθόνη στην τηλεοπτική σειρά «Συμπέθεροι από τα Τίρανα» που σαρώσε σε τηλεθέαση ενώ θεατρικά βρέθηκε στο Κέντρο Πολιτισμού Ελληνικός Κόσμος όπου με μια πλειάδα ηθοποιών πρωταγωνίστησαν στο ξεκαρδιστικό έργο «Εκτός Ελέγχου» του Αρκά
Ο ηθοποιός δεν είχε εύκολα παιδικά χρόνια και σε μια συνέντευξή του υπήρξε αποκαλυπτικός. Ο Πάνος Σταθακόπουλος μίλησε για τα φτωχικά παιδικά χρόνια που πέρασε χωρίς ρεύμα και με το σπίτι του να πλημυρίζει. Μίλησε για τις σπουδές του σε ιερατική σχολή, τα πρώτα δύσκολα χρόνια στην Αθήνα, όταν δούλευε ως μικροπωλητής στον δρόμο, αλλά και πώς η αγία Μαρίνα τού έσωσε τη ζωή από σοβαρό ατύχημα που είχε. Ο ηθοποιός, μάλιστα, δεν αποκλείει το ενδεχόμενο μελλοντικά να γίνει ιερέας…
Τι αναμνήσεις έχετε από τα παιδικά σας χρόνια;
Γεννήθηκα στην Αμαλιάδα, πολύ κοντά στην Αρχαία Ηλιδα. Το χωριό μου λέγεται Αγιος Δημήτριος. Έμεινα στο χωριό μου μέχρι 12 χρονών που τελείωσα το δημοτικό. Τα χρόνια ήταν πολύ δύσκολα οικονομικά. Παρότι το χωριό μου είναι κοντά στην Αμαλιάδα, το ρεύμα ήρθε όταν πήγαινα στη δευτέρα δημοτικού. Εδώ στην Αθήνα έχω το λυχνάρι που ανάβαμε σπίτι μας για να διαβάζουμε με τον αδελφό μου. Μέναμε σ’ ένα πλίνθινο σπίτι που, επειδή ήταν τέτοια η θέση του, πλημμύριζε σχεδόν κάθε χειμώνα. Θυμάμαι χαρακτηριστικά τους γονείς μου να μας βγάζουν νύχτα από το παράθυρο, εμένα και τον αδελφό μου, για να μας σώσουν από βέβαιο πνιγμό. Νερό στο σπίτι δεν είχαμε και βγάζαμε από τα πηγάδια, ενώ οι γυναίκες έπλεναν τα ρούχα στα λαγκάδια. Θέρμανση δεν είχαμε, παρά μόνο το τζάκι. Λόγω του ότι τα καλοκαίρια δουλεύαμε κάθε μέρα στα χωράφια και μαζεύαμε πιπεριές για τουρσί, δεν μπορούσαμε να πάμε στη θάλασσα. Από όλες αυτές τις δυσκολίες που ανέφερα θα περίμενε κανείς να έχω άσχημες αναμνήσεις, συμβαίνει όμως ακριβώς το αντίθετο. Εχω τις πιο όμορφες αναμνήσεις, γιατί είχα και έχω μια υπέροχη και αγαπημένη οικογένεια, που μας έδωσε πολλή αγάπη, χαρά, αισιοδοξία, γλέντια, τραγούδια, αστεία, και μας έμαθε να ζούμε με αρχές και να αρκούμαστε και με τα λίγα.
Τελειώνοντας το δημοτικό, έφευγε ο αδελφός μου για την Αθήνα και ο ξάδελφός μου, ίδια ηλικία με μένα, έφευγε για την Ιερατική Σχολή της Πάτμου για να γίνει ιερέας. Ζήλευα που έφευγε ο αδελφός μου και έπρεπε να βρω κάποιον σοβαρό λόγο για να με αφήσουν οι γονείς μου να φύγω κι εγώ από το χωριό. Η μόνη καλή δικαιολογία ήταν να πω ότι θα πάω μαζί με τον ξάδελφό μου, γιατί ήθελα κι εγώ να γίνω παπάς. Επειδή όμως οι θέσεις στην Πάτμο ήταν κλεισμένες, εγώ πήγα στην Τήνο. Εκεί έμεινα πέντε χρόνια. Αυτά τα πέντε χρόνια στην Τήνο αποκόμισα πάρα πολλές εμπειρίες. Άνοιξα τα φτερά μου. Ένιωθα ότι πήρα τη ζωή μου στα χέρια μου και πήγα εκεί που ήταν επιλογή μου. Επειδή ήταν οικοτροφείο και υπήρχε αυστηρό πρόγραμμα, έμαθα να υπακούω, να συνεργάζομαι, να μοιράζομαι πράγματα και πειθαρχία. Ευτύχησα να έχω πολύ καλούς καθηγητές και έναν φωτισμένο διευθυντή, που ήταν ιερομόναχος, χωρίς παρωπίδες, ο οποίος, βλέποντας την κλίση μου και την αγάπη μου για το θέατρο, μου έδινε την άδεια και ανέβαζα παραστάσεις στη σχολή και με παρότρυνε να πάω σε δραματική σχολή για να βρω τον δρόμο μου.
Οι γονείς μου ήταν αντίθετοι στο να γίνω ηθοποιός για συγκεκριμένους, λογικούς και σοβαρούς λόγους. Τα χρόνια τότε ήταν τελείως διαφορετικά. Η νοοτροπία σχεδόν όλων ήταν να βρεις μια δουλίτσα, κυρίως στο Δημόσιο. Δεν είχαμε κανέναν γνωστό στον καλλιτεχνικό χώρο και ήταν σε όλους μας ένας άγνωστος κόσμος με απίστευτη ανασφάλεια. Ασε που το να γίνεις θεατρίνος ήταν σαν ντροπή. Βλέποντας όμως την επιμονή μου, την αγάπη μου και την αφοσίωσή μου στην υποκριτική, άρχισαν να συμβιβάζονται με την ιδέα. Οταν σχεδόν αμέσως μετά τη σχολή μπήκα στο Εθνικό Θέατρο, άρχισα και έπαιζα στην τηλεόραση και έβλεπαν ότι ζω από τη δουλειά μου και είμαι ευτυχισμένος, το αποδέχτηκαν και μάλιστα καμαρώνουν και χαίρονται, επειδή με βλέπουν στην τηλεόραση, αλλά κυρίως όταν ακούν και γνωρίζουν ανθρώπους του χώρου να μιλούν για εμένα με τα καλύτερα λόγια.
Τα πρώτα χρόνια που ήρθατε στην Αθήνα δουλεύατε ως μικροπωλητής για να τα βγάλετε πέρα οικονομικά, σπουδάζοντας ταυτόχρονα και θέατρο. Δύσκολες εποχές;
Ναι, δύσκολες εποχές. Αλλά ήταν τέτοιο το πάθος μου για το θέατρο και ήμουν τόσο νέος, που οι δυσκολίες μού έδιναν δύναμη να παλέψω μόνος μου για τα όνειρά μου. Ήρθα στην Αθήνα και έμενα στις θείες μου μέχρι να βρω σπίτι και δουλειά. Τότε ήταν πολύ δύσκολο να βρεθεί σπίτι και μάλιστα με χαμηλό ενοίκιο. Έπειτα από αρκετό ψάξιμο βρήκα ένα υπόγειο στην περιοχή Γκύζη. Ήταν πολύ μικρό, με υγρασία, με μια παλιά τρίφυλλη ντουλάπα που έτριζε, έναν καναπέ τρισάθλιο και μια ασπρόμαυρη τηλεόραση που είχε μόνο εικόνα. Ένιωθα όμως βασιλιάς. Εμένα μόνος και έπαιρνα τη ζωή στα χέρια μου. Έκανα διάφορες δουλειές για να πληρώνω τις υποχρεώσεις μου. Έπρεπε όμως να βρω μια δουλειά που θα μου επέτρεπε να έχω όλα τα απογεύματα ελεύθερα για να πηγαίνω στη δραματική σχολή. Έτσι λοιπόν αποφάσισα και έγινα μικροπωλητής και είχα πάγκο σε Αιόλου και Ευριπίδου. Δούλευα από το πρωί μέχρι τις 3 και μετά πήγαινα στη σχολή έως τις 10 το βράδυ.
Φέτος πρωταγωνιστείτε τηλεοπτικά στη σειρά του Mega «Συμπέθεροι απ’ τα Τίρανα». Περιμένατε ότι θα είχε τέτοια επιτυχία;
Τον Μιχάλη Ρέππα τον γνώρισα στο σπίτι του Σακελλάριου όταν ήμουν στη σχολή. Στην πορεία ευτύχησα να γνωρίσω και τον Θανάση Παπαθανασίου και να δουλέψω μαζί τους σε πολλές δουλειές και στην ταινία «Το κλάμα βγήκε απ’ τον Παράδεισο». Φέτος με φώναξαν να υποδυθώ τον δήμαρχο Κουδουναρίου Περικλή Μπακλάφα στους «Συμπέθερους απ’ τα Τίρανα». Όταν μου έστειλε και τα 26 επεισόδια, τα διάβασα σε δύο μέρες και αμέσως τον πήρα τηλέφωνο και του είπα ότι πάμε για μεγάλη επιτυχία. Ήταν τέτοια η πλοκή, με έξυπνες και γρήγορες ατάκες και σε συνδυασμό με τους ηθοποιούς που θα τους υποδύονταν, που η επιτυχία ήταν δεδομένη.
Θα ήθελα να αναφερθούμε στην πίστη σας στον Θεό και σε δύο θαύματα που βιώσατε, καθώς είχατε σοβαρά τροχαία ατυχήματα. Θα μας αναφέρετε τι είχε συμβεί, αλλά και για την προστάτιδά σας, την αγία Μαρίνα;
Οντως δύο φορές γλίτωσα από βέβαιο θάνατο. Η μία ήταν στην εθνική όπου, χωρίς να καταλάβω πώς και γιατί, τούμπαρε τρεις φορές το αμάξι και βγήκα χωρίς αμυχή, και η άλλη ήταν σε περιοδεία με το Εθνικό Θέατρο, όπου ήμουν στο αυτοκίνητο με άλλους τρεις συναδέλφους και από θαύμα δεν πέσαμε σε μια μεγάλη χαράδρα. Ηταν 17 Ιουλίου, ανήμερα της αγίας Μαρίνας!
Η ζωή είναι δώρο και σαν δώρο τη χαίρομαι και την απολαμβάνω όσο καλύτερα μπορώ. Από τη στιγμή που γεννιόμαστε το μόνο σίγουρο και το μόνο δεδομένο είναι ο θάνατος. Ως εκ τούτου, ως ρεαλιστής ξέρω ότι θα έρθει και εύχομαι να αργήσει. Όμως, αν τύχει για κάποιον λόγο να επέλθει το μοιραίο, δεν με φοβίζει. Το μόνο που με φοβίζει και με τρομάζει είναι να μου συμβεί κάτι άσχημο που θα με καθηλώσει σε ένα κρεβάτι να πονάω και να υποφέρω, με τη βεβαιότητα ότι δεν υπάρχει βελτίωση. Με μια λέξη, με φοβίζει η ανημποριά.
Ο Πάνος Σταθακόπουλος και το θέατρο
Ή μικρός μικρός παντρέψου ή μικρός καλογερέψου… Εγώ ήθελα να γίνω ηθοποιός και αυτό υπηρετώ. Έχω όμως πολλούς γνωστούς ιερείς και ιερομόναχους που κάνω παρέα. Έμαθα μάλιστα πρόσφατα ότι ένας 85χρονος χειροτονήθηκε διάκος γιατί το ήθελε από μικρός. Ο ιερομόναχος Αναστάσιος, με τον οποίο βρισκόμαστε το τελευταίο διάστημα, πιστεύει ότι κάποια στιγμή θα φορέσω τα ράσα και, επειδή είμαι αναγνωρίσιμος, κοινωνικός και χαμογελαστός, θα βοηθήσω πολύ κόσμο. Οπότε, ενώ εγώ λέω πως δεν θα ασχοληθώ ενεργά με την Εκκλησία ως ιερέας, έρχονται οι ιεράρχες και οι ιερομόναχοι που πιστεύουν το αντίθετο… Τι να πω… Ποτέ μη λες ποτέ…
Κλείνοντας, θα ήθελα να αναφερθούμε στην πετυχημένη παράσταση στην οποία πρωταγωνιστείτε, «Αρκάς», στον Ελληνικό Κόσμο. Οι εντυπώσεις σας μέχρι σήμερα;
Σε αυτή την παράσταση πρωταγωνιστεί ο ίδιος ο Αρκάς… Από την πρεμιέρα μέχρι σήμερα αυτό που μου κάνει εντύπωση είναι ότι οι θεατές είναι από παιδιά εφτά χρονών, έφηβοι, ενήλικες, μέχρι και άτομα πολύ μεγάλης ηλικίας. Το θέατρο είναι γεμάτο και αυτό δείχνει τη δύναμη που έχει η διαχρονική πένα του Αρκά.