Πίσω από το χαμόγελο της πάντα ευδιάθετης Πόπης Τσαπανίδου κρύβονται πολλές δυσκολίες που συνάντησε κατά τη διάρκεια της ζωής της.
Λένε πολλές φορές, ότι οι χαρούμενοι άνθρωποι κρύβουν πίσω από αυτό το χαμόγελο στιγμές δυστυχίας, που έχουν περάσει. Η Πόπη Τσαπανίδου αποτελεί την επιβεβαίωση αυτού του άγραφου κανόνα, έχοντας βιώσει τη δική της τραγωδία, όταν χάθηκε πρόωρα ο σύζυγός της.
Η Θεσσαλονικιά Πόπη Τσαπανίδου, για την οποία τα πράγματα εξελίσσονται δύσκολα στο Open, ξεκίνησε μικρή την πορεία της στη δημοσιογραφία. Ηταν μόλις 16 χρονών όταν άρχισε την πρακτική της στην εφημερίδα Ελληνικός Βορράς. Δυναμική και πεισματάρα, φαίνεται πως θα ακολουθήσει το επάγγελμα που ονειρεύεται, όταν σε ηλικία 19 χρονών, ο έρωτας μπαίνει στη ζωή της. Ο κρητικός Ευτύχης Μανωλαράκης, θα γίνει ο άντρας για το οποίο η Πόπη Τσαπανίδου, θα αφήσει τη δημοσιογραφία στην άκρη για να… κατέβει στην Αθήνα.
Παντρεύονται και λίγο αργότερα αποκτούν το πρώτο τους παιδί, την Εύα. Τρία χρόνια αργότερα η Πόπη μαθαίνει ότι είναι πάλι έγκυος, αυτή τη φορά σε δίδυμα. Τίποτα δεν φαινόταν ότι μπορεί να επισκιάσει την ευτυχία του νεαρού ζευγαριού, όμως η ζωή είχε άλλα σχέδια για τη νεαρή Πόπη. Μία μόλις εβδομάδα μετά τον υπέρηχο που έδειξε στο ζευγάρι, ότι περιμένουν δίδυμα, ο Ευτύχης σκοτώνεται. Ηλεκτρολόγος στο επάγγελμα, και μέτοχος του καλύτερου -τότε- κλαμπ των Αθηνών, της «Αυτοκίνησης» που εκείνη την εποχή μεταφερόταν στον χώρο του «Club 22» στη Βουλιαγμένης, ο Ευτύχης, έκανε μία δουλειά για το μαγαζί και έπεσε πάνω σε κάτι καλώδια. Το πόρισμα του ιατροδικαστή: «Ηλεκτροπληξία». Η Πόπη, έγκυος σε δίδυμα και με ένα μωρό στο σπίτι, σε μία ξένη πόλη, παγώνει. Οι επιλογές που έχει είναι ελάχιστες. Αποφασίζει να επιστρέψει στη γενέτειρά της, να μείνει με τους γονείς της για να έχει βοήθεια με τα παιδιά ώστε να μπορέσει να δουλέψει. Χρειάζεται χρήματα.
Φίλοι και γνωστοί κινητοποιούνται για να τη βοηθήσουν. Είναι 1992, η Πόπη έχει βγάλει πια τα μαύρα ρούχα, ζει στη Θεσσαλονίκη και ξεκινά μία ραδιοφωνική εκπομπή στον AΝΤ1. Δουλεύει πολύ και ταυτόχρονα κάνει ό,τι μπορεί για να κρύψει τη θηλυκότητά της. Μισοφαγωμένα νύχια λόγω νευρικότητας, ατημέλητα μαλλιά, ξεβαμμένα τζιν, ορειβατικά μποτάκια, μεγάλα πουκάμισα και ξεχειλωμένα πουλόβερ, την κάνουν να νιώθει πιο ασφαλής σε ένα περιβάλλον ούτως ή άλλως ανταγωνιστικό που όλοι την αντιμετωπίζουν ως χήρα. Δεν θέλει να την λυπούνται. Σκληραίνει.
Η δουλειά της Πόπης Τσαπανίδου έχει γίνει η κινητήριος δύναμή της και δεν αργεί να έρθει στον δρόμο της η τηλεόραση. Δεν ήθελε, αλλά τα χρήματα που της εξασφάλιζε η τηλεοπτική δουλειά, ήταν πολύ καλύτερα.
Βγαίνει καθημερινά στο δελτίο ειδήσεων του σταθμού για να πει τα νέα της Θεσσαλονίκης. Ταυτόχρονα όμως, παραμένει και στο ρεπορτάζ. Τη μεγάλη της αγάπη. Η μεγάλη της μανία, ήταν να κάνει αποκλειστικό ρεπορτάζ που δε θα το είχε το MEGA.
«Σε τρόμαζε η επιμονή της» αναφέρει συνάδελφός της, στο σημερινό «Πρώτο Θέμα». Χωρίς πολλούς φίλους και κλειστός άνθρωπος δεν άφηνε το περιθώριο να την πλησιάσεις. «Προτιμούσε να κάθεται σε μία γωνιά και να παίζει tetris, παρά να μιλάει» συμπληρώνει η συνάδελφος από τα παλιά.
«Είχα απωθήσει στο πίσω μέρος του μυαλού μου, τα γεγονότα. Ξέρεις πότε το ξεπέρασα. Πριν από τρία χρόνια, πριν από τρία χρόνια έκλαψα για πρώτη φορά» εξομολογήθηκε στην εκπομπή «Βράδυ» του Πέτρου Κωστόπουλου.
Η νεαρή μητέρα Πόπη, ανάμεσα στη δουλειά, προσπαθεί να ξαναζήσει. Ενας γοητευτικός φαρμακοποιός, ερωτευμένος μαζί της από τότε που και οι δύο ήταν παιδιά, θα σταθεί πλάι της. Γνωρίζει τα παιδιά της, ζουν σαν κανονική οικογένεια, περνούν τις διακοπές τους στη Χαλκιδική. Και το σημαντικότερο όλων; Την αφήνει να δουλεύει. Και η Πόπη δουλεύει πολύ.
Καλύπτει το ρεπορτάζ των Σκοπίων, δηλώσεις πολιτικών, εγκλήματα, φωτιές. Οτιδήποτε που μπορεί να τη στείλει στη πρώτη γραμμή. Και τότε η καριέρα της απογειώνεται. Ο «Τίγρης των Βαλκανίων», Αρκάν, κατά τη διάρκεια του εμφυλίου στην πρώην Γιουγκοσλαβία, της εμπιστεύεται μία αποκλειστική συνέντευξη. Ακολουθούν η πτώση του Γιάκοβλεφ τον Δεκέμβρη του 1997 και τα αποκλειστικά πλάνα των καμεραμάν του ΑΝΤ1 μαζί με την Τσαπανίδου να κάνει ζωντανές συνδέσεις. Είναι πια αναγνωρίσιμη στο ευρύ κοινό.
Και τότε μπαίνει στη ζωή της το MEGA, το οποίο της προτείνει να κατέβει στην Αθήνα για να αναλάβει την πρωινή ζώνη απέναντι στο Γιώργο Παπαδάκη. Προβληματίζεται αφενός για το αν θα μπορέσει να σταθεί απέναντι στον κυρίαρχο Παπαδάκη, και αφετέρου για το τι θα κάνει με τα κορίτσια της.
Τελικά έρχεται στην Αθήνα. Η εκπομπή δεν θα πάει καλά, αλλά η Τσαπανίδου μαζεύει τηλεοπτική εμπειρία. Ακολουθούν οι εκπομπές στη ΝΕΤ, παρέα με τη Ρίκα Βαγιάνη, αλλά και η εκπομπή που την καθιερώνει τελικά στα τηλεοπτικά δρώμενα, το «Συμβαίνει τώρα», στο ίδιο κανάλι.
Η μεταμόρφωσή της έχει ξεκινήσει. Τακούνια, στενά φορέματα, μακριά μαλλιά. Το σεξαπίλ της απελευθερώνεται.
Η Πόπη Τσαπανίδου, είναι καλά και στην προσωπική της ζωή. Ο Κώστας Βαξεβάνης, φίλος από τα παλιά, είναι ο νέος της σύντροφος. Γίνεται ο πατέρας για τις κόρες, της δημοφιλούς παρουσιάστριας.
Το όνειρό τους να φτιάξουν ένα σπίτι, δεν αργεί να πραγματοποιηθεί . Αγοράζουν ένα οικόπεδο στη Δροσιά και χτίζουν το σπίτι σχεδόν με τα χέρια τους. Ενα ονειρεμένο σπίτι, μισό ξύλο μισό πέτρα, σαν να βγήκε από παραμύθι. Ενα σπίτι για πολλά παιδιά (τρία της Πόπης και δύο του Κώστα Βαξεβάνη).
Όμως ο χωρισμός έρχεται. Αμέσως μετά έρχεται και το διαζύγιο με την ΝΕΤ.
Στη ζωή της μπαίνει ο ΣΚΑΙ και οι μετοχές της θα απογειωθούν. Το κανάλι βρίσκει στο πρόσωπό της, την σταρ του. Οσο για τα δωδεκάποντα; Οπως λέει η ίδια «τα δωδεκάποντα δεν υπονομεύουν την εγκυρότητα του δημοσιογράφου»…
Για τις πολύ δύσκολες στιγμές στη ζωή της -και όχι μόνο για αυτές- μίλησε η Πόπη Τσαπανίδου, όταν βρέθηκε στο πλατώ της εκπομπής Μία με την Τατιάνα Στεφανίδου. H δημοσιογράφος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη σε μια φτωχή οικογένεια. Στα 16 της ξεκίνησε να γράφει σε εφημερίδα. Από τα παιδικά της κιόλας χρόνια έμαθε πώς όσα δύσκολα και να είναι τα πράγματα πρέπει αν πηγαίνεις μπροστά. «Οι γονείς μου μου έμαθαν ότι αποφασίζεις να είσαι χαρούμενος ακόμα και στα δύσκολα», είναι μια από τις φράσεις που συχνά αναφέρει, όταν μιλά για εκείνη την περίοδο της ζωής της. Η Πόπη Τσαπανίδου μίλησε και για την αδερφή της τη Λία με την οποία μοιάζουν, ενώ αποκάλυψε μια πολύ δυσάρεστη ανάμνηση που είχε πριν αρκετά χρόνια με σοκαριστική άνεση.
Χαμογέλασε -προφανώς αυτή είναι η εσωτερική της άμυνα για να μην την ρίχνει συναισθηματικά- και το ανακοίνωσε. Είχε μία ακόμη αδερφή που πέθανε όταν η δημοσιογράφος ήταν στην ευαίσθητη ηλικία των 15 ετών. Η αδερφή της ήταν μόλις 12 και πέθανε στα χέρια της. Ένα πρωί ξύπνησαν και έπαθε εγκεφαλικό ανεύρυσμα. Έπειτα γεννήθηκε η Λία.
«Θέλω να μοιραστώ τη δικιά μου την εμπειρία, με ανθρώπους που έχουν περάσει τα ίδια, για να λειτουργήσω σαν πάτημα για αυτούς. Πραγματικά κάνει ένα κρακ η γη και πέφτεις μέσα και νομίζεις ότι τελειώσαν όλα. Δεν τελειώσαν όλα. Σταματάει για λίγο, αλλά μετά θέλει να πάρεις την απόφαση και να πεις τώρα θα σταθώ στα πόδια μου. Ό,τι κερδίζεις στη ζωή μετά, ένα βηματάκι μπροστά, την απολαμβάνεις και είσαι ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος στον κόσμο».
Για τη δύσκολη περίοδο της ζωής της, όταν έχασε το σύζυγό της λέει στην Τζοβάννα Βλαχάβα και στο περιοδικό Hello:
«Η ζωή μου δεν ήταν γεμάτη μόνο πίκρες, αλλά και χαρές. Κι αυτό είναι που θέλω να κρατήσουν οι μητέρες που μεγαλώνουν μόνες τα παιδιά τους. Οι γυναίκες που η ζωή τους άλλαξε προς αυτή τη δύσκολη φάση… Εντελώς αυθόρμητα μου βγαίνει να πω ότι ‘’καταστράφηκε η ζωή τους’’. Δυστυχώς έτσι νιώθεις όταν χωρίζεις ή πεθαίνει ο άντρας σου. Η πρώτη σου αίσθηση είναι ότι καταστράφηκε η ζωή σου και ότι δεν θα μπορέσεις ποτέ ξανά να σταθείς στα πόδια σου. Ο λόγος, λοιπόν, για τον οποίο αναφέρομαι σ’ αυτή τη φάση της ζωής μου, είναι επειδή θέλω να καταλάβουν αυτές οι γυναίκες πως τίποτα δεν αλλάζει για πάντα. Είναι μια δύσκολη περίοδος που παλεύεται και μπορείς να πας παρακάτω».
Και στη συνέχεια εξομολογήθηκε ότι παίρνει μηνύματα από γυναίκες που μεγαλώνουν μόνες τους τα παιδιά τους: «Πολύ συχνά λαμβάνω μηνύματα γι’ αυτό το ζήτημα στα social media. Είναι συγκινητικό και καταλαβαίνω 100% πως αισθάνονται εκείνες όταν γράφουν, όπως επίσης και τι έχουν ανάγκη να ακούσουν από σένα. Χαίρομαι που κάποιες γυναίκες παίρνουν δύναμη από τα λόγια μου. Αυτή τη δύναμη εγώ την έψαχνα στα βιβλία, γιατί δεν υπήρχαν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ούτε ήξερα άλλες γυναίκες που να βρίσκονται στην ίδια φάση με εμένα. Είχα φίλους, όμως εκείνοι ζούσαν κανονικές ζωές, σύμφωνα με την ηλικία τους, και ήμουν η μόνη ανάμεσά τους που δεν είχα κανονική ζωή».
Η ίδια με αφορμή τον χαμό του συζύγου της δήλωσε σε συνέντευξή της στο Votre Beaute: «Όταν έχεις πονέσει πολύ, θωρακίζεσαι. Όταν πέθανε ο άντρας μου, ράγισε η καρδιά μου.
Ντύθηκα με ατσάλι. Η “στολή” βγαίνει μόνο όταν απέναντι μου έχω κάποιον που μπορώ να εμπιστευτώ απόλυτα».
Ενώ σε άλλο σημείο με αφορμή την οικονομική κρίση και το πόσο έχει «παγώσει» τους ανθρώπους φέρνει παράδειγμα μέσα από την ίδια της τη ζωή:
«Βλέπω, γύρω μου κάποιους ανθρώπους έχουν ξυπνήσει, έχουν δει τι γίνεται και κάνουν το πρώτο βήμα. Τοποθετούν τον εαυτό τους στην επόμενη μέρα, έτοιμοι να φέρουν τη ζωή τους τούμπα. Οι εποχές, μέσα στην τραγικότητα τους, προσφέρονται και για σπουδαίες αλλαγές. Προσφέρουν ευκαιρίες για δημιουργία νέων, σημαντικών πραγμάτων: μπορείς να ανακαλύψεις πτυχές του εαυτού σου που αγνοούσες, ν’ ακολουθήσεις όνειρα που δεν σου δινόταν η ευκαιρία να πραγματοποιήσεις. Ξέρεις γιατί κατάφερα να κάνω τα πράγματα στη ζωή μου; Γιατί ρίσκαρα, επειδή δεν είχα τίποτα να χάσω! Ήμουν μόνη μου με τρία παιδιά, πάμφτωχη, και τολμούσα τα απίστευτα άλματα. Κι αν αποτύγχανα, τι είχα να χάσω; Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε πως η ζωή θέλει τόλμη, φαντασία, ρίσκο. Πρέπει να τη ζήσουμε, γιατί μπορεί να σταματήσει ανά πάσα στιγμή! Είναι βαρύ αυτό που λέω, ίσως να διαβάζει τη συνέντευξη μια γυναίκα που δεν έχει λεφτά για να πάρει στα παιδιά της ψωμί. Εχω βρεθεί κι εγώ σ’ αυτή τη θέση. Η ζωή, όμως, απαιτεί να βάλεις τον εαυτό σου στο αύριο σου. Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε πως δεν σταματάει επειδή η οικονομία μας έπεσε έξω! Θα συνεχίσουμε να ζούμε, αρκεί να μην τα περιμένουμε από τους άλλους. Πρέπει να δράσουμε μόνοι μας».