Η “Ανοσία της αγέλης” στη Σουηδία έχει οδηγήσει σε αυξημένο αριθμό κρουσμάτων, αλλά και θανάτων από τον κορονοϊό, κυρίως σε οίκους ευγηρίας.
Στις 13 Απριλίου οι εντυπώσεις της παγκόσμιας κοινής γνώμης για το σουηδικό μοντέλο αντιμετώπισης της πανδημίας του κορονοϊού τελούσαν υπό… ανατροπή.
Για τρίτη σερί ημέρα η Σουηδία είχε ανακοινώσει πολύ περιορισμένο αριθμό θανάτων, σε σχέση με το προηγούμενο διάστημα. Το peak έως τότε ήταν οι 114 θάνατοι της 7ης Απριλίου. Το τριήμερο 11-13/04 ανακοινώθηκαν αθροιστικά 49 θάνατοι. Τέθηκε υπό έλεγχο η εξάπλωση του ιού και ξεκίνησε η αντίστροφη μέτρηση για την «επιπέδωση» της επιδημικής καμπύλης; Δικαιώθηκε η σουηδική κυβέρνηση για την αιρετική στάση της ως η μοναδική χώρα στον κόσμο που επιμένει στην «ανοσία της αγέλης»;
Τίποτε τελικά δεν ήταν τόσο… καλό όσο φαινόταν και αυτό ήταν κάτι που προφανώς γνώριζε το Υπουργείο Υγείας της χώρας, που απέφυγε ευλαβικά τις τυμπανοκρουσίες. Άλλωστε οι ενεργές περιπτώσεις (active cases) παρέμεναν σε πολύ υψηλά επίπεδα. Το επόμενο τριήμερο ήταν μακράν το χειρότερο από την έναρξη της επιδημίας. Από τις 14 έως τις 16 Απριλίου η Σουηδία μέτρησε 414 θανάτους από κορονοϊό και 1592 κρούσματα. Τα συνολικά επιβεβαιωμένα κρούσματα ξεπέρασαν τα 12.500 και οι θάνατοι τους 1300.
Νούμερο υπερδιπλάσιο από αυτό που έχουν μαζί οι άλλες τρεις σκανδιναβικές χώρες, Φινλανδία (75 θάνατοι), Νορβηγία (152) και Δανία (321), που πήραν δραστικά μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης. Ο πληθυσμός και των τριών αυτών χωρών μαζί είναι περίπου 1,7 φορές μεγαλύτερος από τη Σουηδία των 10,2 εκατ. κατοίκων. Και οι τρεις αυτές χώρες έχουν κλείσει προ πολλού τα σύνορα τους με τη Σουηδία, φοβούμενες την εισαγωγή κρουσμάτων από χώρα που ο ιός έχει αφεθεί να αλωνίζει.
Στη Σουηδία σχολεία (για τα παιδιά κάτω των 16 ετών), μπαρ, καφέ, εστιατόρια, αθλητικοί χώροι και κινηματογράφοι παραμένουν ανοιχτά. Η προσδοκία είναι ότι «κάποια στιγμή μέσα στον Μάιο θα έχει επιτευχθεί σε ικανοποιητικό βαθμό ανοσία στον πληθυσμό», όπως δήλωσε ο υπεύθυνος επιδημιολόγος για τη χάραξη της στρατηγικής, Άντερς Τέγκνελ.
Η κουλτούρα είναι τελείως διαφορετική και η στήριξη της οικονομίας παραμένει επίκεντρο της προσέγγισης. «Εδώ αγοράζουμε καφέ ακόμα και αν δεν έχουμε πρόθεση να τον πιούμε προκειμένου να στηρίξουμε τις καφετέριες. Ξέρω ανθρώπους που κλείνουν δωμάτια ξενοδοχείων και δεν πάνε ποτέ σε αυτά για να κινείται η αγορά», λέει ο Έλληνας Νίκος Σάπκαρης, που εργάζεται ως ψυχολόγος στο Μάλμε. Χαρακτηρίζει την προσέγγιση των Σουηδών ως «ένα από τα μεγαλύτερα ψυχολογικά πειράματα στην ιστορία».
Ένα πείραμα που φαίνεται όμως πια ότι οδεύει προς αποτυχία. Στις 12 Απριλίου η εφημερίδα «Dagens Nyheter» δημοσίευσε επιστολή υπογεγραμμένη από 22 επιστήμονες – ερευνητές σε Ινστιτούτα και Πανεπιστήμια της χώρας (ιολόγοι και επιδημιολόγοι στην πλειονότητά τους), με την οποία καλούσαν την κυβέρνηση να κλείσει, έστω και τώρα, σχολεία και επιχειρήσεις για να αποφευχθούν τα χειρότερα.
Την ίδια ημέρα, ο σουηδικός Τύπος αποκάλυψε ένα έγγραφο προερχόμενο από το ερευνητικό Ιατρικό Κέντρο Karolinska Institute της Στοκχόλμης (μεγαλύτερο στη χώρα), σύμφωνα με το οποίο οι οδηγίες που δίνονται πλέον στα νοσοκομεία της χώρας δείχνουν ότι το Σύστημα Υγείας έχει ουσιαστικά καταρρεύσει.
Το έγγραφο, το οποίο μοιράστηκε στους γιατρούς του νοσοκομείου, βασίζεται σε κατευθυντήριες γραμμές που εκπόνησε το Εθνικό Συμβούλιο Υγείας και Πρόνοιας της Σουηδίας σχετικά με τον τρόπο αντιμετώπισης καταστάσεων που ενδέχεται να προκύψουν όταν υπάρξουν περισσότεροι ασθενείς από κρεβάτια ΜΕΘ, ως αποτέλεσμα της πανδημίας.
Σύμφωνα με αυτό, το ιατρικό προσωπικό δεν πρέπει να δέχεται άτομα ηλικίας άνω των 80 ετών στις μονάδες εντατικής θεραπείας, σε περίπτωση έξαρσης της επιδημίας. Προτείνεται επίσης να μην γίνονται δεκτά άτομα άνω των 70 που παρουσιάζουν «σημαντική ανεπάρκεια οργάνων» σε περισσότερα από ένα όργανα, καθώς και άτομα άνω των 60 που έχουν ανεπάρκεια σε περισσότερα από δύο όργανα.
Συνίσταται επιπλέον ότι άτομα που εντάσσονται σε οποιαδήποτε από αυτές τις κατηγορίες και βρίσκονται ήδη σε εντατική θεραπεία θα πρέπει να απομακρύνονται από τις ΜΕΘ σε περίπτωση που προκύψει μια κατάσταση κρίσης, προκειμένου να δοθεί χώρος στους άλλους με περισσότερες πιθανότητες επιβίωσης! Το ίδιο ισχύει και για όσους εμφανίζουν ανεπάρκεια οργάνων ενώ υποβάλλονται σε θεραπεία σε ΜΕΘ.
Ήταν τελικά ικανό να αντέξει την επιλογή μιας τέτοιας τακτικής το πολυδιαφημισμένο Σύστημα Υγείας της Σουηδίας; Ή μήπως κακώς είχε διαφημιστεί τόσο; Η αλήθεια είναι μάλλον κάπου στη μέση. Η χώρα που έχει το μεγαλύτερο ποσοστό επιβίωσης στον κόσμο σε περιστατικά καρκίνου, πιθανόν να στερείται τις υποδομές για να αντέξει ένα κύμα επιδημίας.
Σύμφωνα με άρθρο που δημοσιεύτηκε τo 2018 στο επιστημονικό περιοδικό του Ιατρικού Συλλόγου Σουηδίας, Läkartidningen, οι θέσεις νοσηλείας στη χώρα ήταν οι λιγότερες μεταξύ των χωρών της Ε.Ε. με αναλογία 2,4 ανά 1000 κατοίκους.
Η τελευταία επίσημη καταγραφή για τον αριθμό κλινών ΜΕΘ στις χώρες της Ε.Ε. είναι του 2012 και διενεργήθηκε από το επιστημονικό περιοδικό Intensive Care Medicine. Η Σουηδία ήταν προτελευταία σε αυτή τη λίστα (κάτω και από την Ελλάδα), πάνω μόνο από την Πορτογαλία, με 5,8 ανά 100.000 κατοίκους, ενώ ο ευρωπαϊκός μέσος όρος ήταν 11,5.
Ο αριθμός των ΜΕΘ αυτή τη στιγμή στη Σουηδία μοιάζει με… επτασφράγιστο μυστικό, ενώ πέπλο μυστηρίου καλύπτει και άλλες παραμέτρους που έχουν να κάνουν με την επάρκεια ή όχι του Συστήματος Υγείας.
«Η Σουηδία γενικά έχει παράδοση στην διαφάνεια διαχείρισης του δημόσιου χρήματος και των πόρων. Αυτή την στιγμή, είναι ίσως η πρώτη φορά που δεν γνωρίζουμε τίποτα. Είναι πρωτόγνωρο και για εμάς. Ειλικρινά δεν ξέρουμε αν υπάρχει επάρκεια προστατευτικού εξοπλισμού και διαγνωστικών τεστ και για πόσο καιρό. Ελπίζουμε να υπάρχει κάποιο σχέδιο», δήλωσε πρόσφατα στη «Huffingtonpost» ο Έλληνας γιατρός Νίκος Γενημάκης, που κατοικεί στη Στοκχόλμη και εργάζεται στο Ακαδημαϊκό Κέντρο Υγείας Λιλιεχόλμεν.
Στις αρχές Απριλίου, η πνευμονολόγος Μαριέττα Κοκκάλα, η οποία εργάζεται στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο του Λίνσεπινγκ, δήλωσε στα «Νέα» ότι «μου ζητούν να αποκλείσω ανθρώπους από τη ΜΕΘ». Η ανάγκη επιλογής για το ποιος ασθενής θα ζήσει είναι ήδη υπαρκτή και για πολλούς Σουηδούς πίσω από αυτήν κρύβεται η μερική ιδιωτικοποίηση του σουηδικού συστήματος υγείας. Μια ιδιωτικοποίηση, που όπως υποστηρίζουν, οδήγησε μία από τις πιο πλούσιες χώρες της Ευρώπης, με το 10ο μεγαλύτερο κατά κεφαλήν εισόδημα στην ήπειρο, να έχει εξαιρετικά περιορισμένο αριθμό ΜΕΘ – ανήμπορο να ανταποκριθεί σε μια κατάσταση εθνικής υγειονομικής κρίσης.
Αυτός είναι πιθανότατα και ο λόγος που την τελευταία εβδομάδα έχει αυξηθεί κατακόρυφα ο αριθμός των θανάτων στους οίκους ευγηρίας. Κρεβάτια στις ΜΕΘ δεν υπάρχουν για όλους και η κοινή γνώμη είναι πλέον διχασμένη, καθώς αυξάνονται ολοένα οι υποστηρικτές της ιδέας του lockdown. «Δεν είναι αποτυχία όλης της στρατηγικής, αλλά αποτυχία να προστατεύσουμε τους ηλικιωμένους στους οίκους ευγηρίας», δήλωσε τη Μεγάλη Τετάρτη ο Άντερς Τέγκνελ, που κινδυνεύει πλέον να πάρει πάνω του το κρίμα του πιο ακραίου νεοφιλελεύθερου πειράματος στη σύγχρονη ευρωπαϊκή ιστορία.
«Πόσες ζωές είναι πρόθυμοι να θυσιάσουν, ώστε να μην πάνε σε lockdown και να διακινδυνεύσουν μεγαλύτερες επιπτώσεις στην οικονομία;» διερωτήθηκε πρόσφατα ο Σουηδός καθηγητής επιδημιολογίας Joacim Rocklöv.
Από την απάντηση θα εξαρτηθεί αν θα καταρρεύσει οριστικά ο μύθος μιας χώρας – υπόδειγμα κοινωνικού κράτους και ευημερίας με καμάρι της, μεταξύ άλλων, το σύστημα υγείας.
Η Σουηδία δέχεται πλέον πυρά στο εσωτερικό, καθώς πολλοί εκτιμούν πως το τίμημα «πληρώνουν» οι ηλικιωμένοι.
Ο Guardian μεταδίδει την μαρτυρία του Magnus Bondesson, ιδρυτή νεοσύστατης εταιρείας. Λίγες μέρες μετά την απαγόρευση των επισκέψεων στον οίκο ευγηρίας, όπου ζει η μητέρα του στην Ουψάλα, στις 3 Απριλίου, άρχισε να ανησυχεί. Λέει πως σε μια κλήση Skype είδε δύο υπαλλήλους χωρίς μάσκες και χωρίς γάντια. «Όταν τηλεφώνησα ξανά λίγες μέρες αργότερα, ρώτησα γιατί δεν χρησιμοποίησαν μάσκες και απάντησαν ότι ακολουθούσαν απλώς τις οδηγίες».
Την ίδια εβδομάδα υπήρχαν πολλές αναφορές στα εθνικά μέσα ενημέρωσης της Σουηδίας σχετικά με το πόσο άσχημα είχαν αρχίσει να πλήττονται τα γηροκομεία, με εκατοντάδες κρούσματα να επιβεβαιώνονται στη Στοκχόλμη.
Έκτοτε, έχει αυξηθεί η πίεση στην κυβέρνηση για να εξηγήσει πώς, παρά τον δηλωμένο στόχο της προστασίας των ηλικιωμένων από τους κινδύνους της πανδημίας, το ένα τρίτο των θανάτων ήταν άνθρωποι που ζουν σε κέντρα φροντίδας.
Την περασμένη εβδομάδα, καθώς στοιχεία που δημοσίευσε η Υπηρεσία Δημόσιας Υγείας της Σουηδίας έδειξαν ότι 1.333 άτομα είχαν πλέον πεθάνει από κορονοϊό, ο κρατικός επιδημιολόγος Anders Tegnell της χώρας παραδέχτηκε ότι η κατάσταση στα κέντρα φροντίδας ήταν ανησυχητική.
«Αυτός είναι ο μεγάλος προβληματικός τομέας μας», δήλωσε ο Tegnell. Την ίδια μέρα, ο πρωθυπουργός Στέφαν Λεβέν, είπε ότι η χώρα αντιμετώπισε μια «σοβαρή κατάσταση» στα γηροκομεία της και διέταξε τους επικεφαλής υγείας να διεξάγουν έρευνα.
Η Lena Einhorn, ιολόγος που πρωτοστατεί στην κριτική κατά τη κυβέρνησης της Σουηδίας, δήλωσε στον Observer ότι η κυβέρνηση και ο οργανισμός υγείας εξακολουθούν να μην δίνουν εξηγήσεις. «Πρέπει να παραδεχτούν ότι είναι μια τεράστια αποτυχία, αφού συνεχώς λένε ότι ο κύριος στόχος τους ήταν η προστασία των ηλικιωμένων», είπε. «Αλλά αυτό που είναι πραγματικά περίεργο είναι ότι ακόμα δεν αναγνωρίζουν το λάθος. Λένε ότι είναι πολύ ατυχές, ερευνούν και ότι είναι θέμα κατάρτισης του προσωπικού, αλλά δεν θα αναγνωρίσουν ότι η προ-συμπτωματική ή ασυμπτωματική εξάπλωση είναι ένας παράγοντας».
Η συμβουλή στους εργαζομένους και νοσηλευτές που φροντίζουν ηλικιωμένους, όπως η 69χρονη μητέρα του Bondesson, είναι ότι δεν πρέπει να φορούν προστατευτικές μάσκες ή να χρησιμοποιούν άλλο προστατευτικό εξοπλισμό, εκτός εάν έχουν να κάνουν με κάποιον σε οίκο ευγηρίας για τον οποίο έχουν λόγους να υποπτεύονται ότι είναι μολυσμένος.
«Όπου εργάζομαι, δεν έχουμε καθόλου μάσκες προσώπου και συνεργαζόμαστε με τους πιο ευάλωτους ανθρώπους», δήλωσε ένας υπάλληλος σε οίκο ευγηρίας, ο οποίος ήθελε να παραμείνει ανώνυμος. «Δεν έχουμε απολυμαντικό χεριών, μόνο σαπούνι. Αυτό είναι όλο. Όλοι ανησυχούν γι ‘αυτό. Είμαστε όλοι ανήσυχοι», προσθέτει.
«Το χειρότερο είναι ότι εμείς, το προσωπικό, μεταφέρουμε τη λοίμωξη στους ηλικιωμένους», είπε μια νοσοκόμα στο σουηδικό δημόσιο ραδιοτηλεοπτικό οργανισμό SVT. «Είναι θαύμα ότι περισσότεροι από αυτούς δεν έχουν μολυνθεί. Είναι σκάνδαλο».
Η Einhorn ήταν μια από τους 22 σε ερευνητική ομάδα που ζήτησαν την Τρίτη από τους πολιτικούς της Σουηδίας να γίνει αλλαγή στρατηγικής για τον έλεγχο στη Σουηδία. Υποστηρίζει ότι ο λόγος για τον οποίο η Σουηδία έχει πολύ μεγαλύτερο αριθμό κρουσμάτων σε κέντρα φροντίδας από ό, τι η Νορβηγία και η Φινλανδία δεν οφείλεται στα ίδια τα γηροκομία, αλλά λόγω της απόφασης της Σουηδίας να διατηρήσει ανοιχτά τα σχολεία και τα νηπιαγωγεία και να μην κλείσει εστιατόρια ή μπαρ.
«Δεν μεταδίδεται από το ένα γηροκομείο στο άλλο. Έρχεται ξεχωριστά. Υπάρχει ένα βασικό σφάλμα συστήματος στο πώς το αντιμετωπίζουμε», λέει.
Η συνάδελφος του Tegnell, AnnaSara Carnahan, δήλωσε την Παρασκευή στο Sveriges Radio ότι ο αριθμός των θανάτων που αναφέρθηκαν από τα οίκους φροντίδας ηλικιωμένων ήταν «πιθανώς υποτιμημένος», καθώς οι περιφερειακές μονάδες για την υγεία ανέφεραν ότι πολλοί ηλικιωμένοι που πέθαναν δεν ελέγχθηκαν για κορονοϊό.