Η κατάσταση στη μελισσοκομία της χώρας είναι εξαιρετικά ανησυχητική, καθώς οι φετινές εκτιμήσεις προβλέπουν μια δραματική μείωση στην παραγωγή μελιού. Σύμφωνα με τις τελευταίες πληροφορίες, η παραγωγή αναμένεται να είναι μειωμένη κατά ποσοστά που φτάνουν έως και το 90% σε ορισμένες παραγωγικές περιοχές, γεγονός που δημιουργεί σοβαρές ανησυχίες για το μέλλον του κλάδου.
Οι μελισσοκόμοι, οι οποίοι έχουν επίγνωση της κρισιμότητας της κατάστασης, προειδοποιούν για τον κίνδυνο αφανισμού, τόσο της επαγγελματικής δραστηριότητας όσο και των μελισσών, που αποτελούν το ζωικό κεφάλαιο της παραγωγής.
Οι αρνητικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, οι οποίες περιλαμβάνουν την εκτενή ξηρασία και τουςς πρώιμους και έντονους καύσωνες, έχουν προκαλέσει σοβαρές βλάβες στη διαδικασία παραγωγής του μελιού. Από τον Έβρο έως τη Γαύδο, οι συνθήκες αυτές έχουν επηρεάσει αρνητικά την παραγωγή. Ιδιαίτερα στην Κρήτη και τα νησιά, η μείωση του μελιού αναμένεται να φτάσει μέχρι και το 80% με 90%, ενώ στις υπόλοιπες περιοχές της χώρας η μείωση εκτιμάται γύρω στο 60%.
Η αύξηση του κόστους παραγωγής και η ανησυχητική παρουσία εισαγόμενων μελιών που υπονομεύουν την αγορά προσθέτουν ένα ακόμη εμπόδιο στην ήδη επιβαρημένη κατάσταση της μελισσοκομίας, δημιουργώντας ένα ασφυκτικό περιβάλλον για τους παραγωγούς και καθιστώντας την προοπτική της μελισσοκομίας ακόμα πιο αβέβαιη.
«Φέτος είναι μια τραγική χρονιά. Είμαι από παιδί μελισσοκόμος και τέτοια χρονιά δεν θυμάμαι ποτέ», λέει στον ΟΤ, ο Κώστας Λεονταράκης, πρόεδρος της Ομοσπονδίας Μελισσοκομικών Συλλόγων Ελλάδας (ΟΜΣΕ).
Οι καλοκαιρινές ποικιλίες, όπως το παλιούρι, το έλατο ή ακόμα και το θυμάρι έχουν σχεδόν χαθεί. «Στην Κρήτη, που είναι η μάνα του θυμαρίσιου μελιού δεν τρυγήσαμε καθόλου», λέει χαρακτηριστικά ο κ. Λεονταράκης.
Το μέλι, όπως και πολλά άλλα αγροτικά προϊόντα, έχει υποστεί σοβαρές επιπτώσεις από τις επιδράσεις της κλιματικής αλλαγής. Σύμφωνα με τις ανησυχητικές παρατηρήσεις των μελισσοκόμων, οι μέλισσες παρουσιάζουν δραματική πτώση πληθυσμού και συνοδεύονται από σημαντικά προβλήματα στην ολοκλήρωση του βιολογικού τους κύκλου. Αυτό το φαινόμενο οδηγεί σε σοβαρές δυσλειτουργίες στην παραγωγή μελιού, με αποτέλεσμα την έντονη μείωση της παραγωγής και την επικείμενη κρίση στον τομέα της μελισσοκομίας. «Έχουμε φτάσει στο σημείο να υπάρχει λιμοκτονία των μελισσών, ενώ παρατηρείται και μεγάλη μείωση του ζωικού μας κεφαλαίου, το οποίο αυτή την στιγμή κινδυνεύει και αν συνεχιστεί έτσι η κατάσταση, τότε θα αποδεκατιστεί», υπογραμμίζει ο κ. Λεονταράκης.
Σημειώνει δε, ότι η μελισσοκομία είναι ένας δυναμικός κλάδος της Ελλάδας, ο οποίος βρίσκεται εκτός ενισχύσεων, επιδοτήσεων από την ΚΑΠ, αποζημιώσεων από τον ΕΛΓΑ: «Κρατιόμαστε μόνοι μας από τον κόπο μας. Η πολιτεία οφείλει να αγκαλιάσει το επάγγελμά μας. Σαν Ομοσπονδία προσδοκούμε σε μια γενναία ενίσχυση από την πολιτεία γιατί αλλιώς δεν θα υπάρξει μελισσοκομία στην Ελλάδα. Κανένας μελισσοκόμος δεν μπορεί να αντέξει τα υψηλά κοστολόγια. Δεν μπορούσαμε να τα αντέξουμε σε φυσιολογικές συνθήκες πόσο μάλλον φέτος».
Τα βαφτισμένα εισαγόμενα μέλια ως ελληνικά έχουν κατακλύσει την αγορά. «Οι τζίροι που γίνονται από τη νοθεία και τις ελληνοποιήσεις είναι τεράστιοι. Το πιο τραγικό στην όλη κατάσταση δεν είναι ότι καταστρέφεται μόνο ο μελισσοκόμος, αλλά έχουν διοχετευθεί στην αγορά επικίνδυνα μέλια, τα οποία κυκλοφορούν με παραπλανητικές ετικέτες. Το καμπανάκι ηχεί καθημερινά για την υγεία των καταναλωτών. Όμως, για την καταπολέμηση αυτών των πρακτικών, εδώ και χρόνια η πολιτεία φαίνεται ότι αδιαφορεί, καθώς δεν έχει πάρει κανένα δραστικό μέτρο έτσι ώστε να προστατέψει τον Έλληνα παραγωγό και τους καταναλωτές», τονίζει στον ΟΤ ο κ. Λεονταράκης.
Ταυτόχρονα, όπως επισημαίνει, τα χαμηλής ποιότητας και φθηνά μέλια που εισάγονται από την Ουκρανία χωρίς δασμούς ή από την Κίνα με χαμηλές τιμές, «εμείς δεν μπορούμε να τα ανταγωνιστούμε. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να είναι τα μέλια μας υποτιμημένα, να μην πιάνουν την τιμή που πρέπει αλλά και αδιάθετα στις αποθήκες γιατί την θέση τους την έχουν πάρει αυτά τα επικίνδυνα μέλια».
Οι ειδικοί επισημαίνουν με έμφαση ότι η πολιτεία οφείλει να εντείνει τους ελέγχους της και να κλείσει τα νομοθετικά κενά που επιτρέπουν στους επιτήδειους να εκμεταλλεύονται την κατάσταση. Η εφαρμογή αυστηρών μέτρων, περιλαμβάνοντας την επιβολή υψηλών προστίμων σε όσους παραβαίνουν τους κανονισμούς, είναι απαραίτητη για την προστασία του κλάδου.
Η κλιματική αλλαγή δεν πλήττει μόνο την παραγωγή μελιού και τους μελισσοκόμους, αλλά επηρεάζει επίσης αρνητικά επιχειρήσεις και αγροτικούς συνεταιρισμούς, προσθέτοντας τους στη μακρά λίστα των θυμάτων της περιβαλλοντικής κρίσης.
Η κλιματική αλλαγή, εκτός από τη σημαντική επίπτωση που έχει στην αγροτική παραγωγή και τους μελισσοκόμους, έχει επίσης επηρεάσει αρνητικά επιχειρήσεις και αγροτικούς συνεταιρισμούς. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της κατάστασης είναι ο Αγροτικός Μελισσοκομικός Συνεταιρισμός Νικήτης Χαλκιδικής, ο οποίος ιδρύθηκε το 1955 και είναι γνωστός για το μέλι του με την επωνυμία «Σίθων». Ο συνεταιρισμός αυτός, ο οποίος συγκαταλέγεται στους λίγους και μεγαλύτερους μελισσοκομικούς συνεταιρισμούς της χώρας, βρίσκεται τα τελευταία τρία χρόνια σε δεινή θέση.
Οι βασικοί παράγοντες που έχουν οδηγήσει τον Συνεταιρισμό στα πρόθυρα της χρεωκοπίας περιλαμβάνουν τη δραματική μείωση της παραγωγής μελιού, την πίεση από τα τραπεζικά δάνεια, καθώς και την αύξηση των εισαγωγών μελιού. Ο πρόεδρος του Μελισσοκομικού Συνεταιρισμού, Αχιλλέας Παπαστεργίου, έχει επανειλημμένα επισημάνει την κρισιμότητα της κατάστασης, η οποία απειλεί τη βιωσιμότητα της επιχείρησης και τη συνέχιση της λειτουργίας της.
«Εδώ και τρία χρόνια η παραγωγή είναι μειωμένη, με τους παραγωγούς να μην έχουν μέλι να παραδώσουν. Η μείωση ξεκίνησε από το 40%, πρόπερσι έφτασε στο 60%, πέρσι στο 70% και φέτος στο 80%», εξηγεί στον ΟΤ ο κ. Παπαστεργίου, τονίζοντας ότι χωρίς την απαιτούμενη συγκέντρωση μελιού, ο Συνεταιρισμός δεν μπόρεσε να ανταπεξέλθει στα έξοδα.
Παράλληλα, η κατάσταση επιδεινώνεται και από τις αλόγιστες εισαγωγές μελιού, οι οποίες συμβάλλουν σημαντικά στην κρίση. Σύμφωνα με αναφορές, οι εισαγόμενες ποσότητες μελιού συχνά υποβάλλονται σε νοθεία, με αποτέλεσμα να αναμιγνύονται με άλλα συστατικά και να διατίθενται στην αγορά υπό την επωνυμία ελληνικού μελιού. Αυτό έχει ως συνέπεια την πώληση του προϊόντος σε χαμηλότερες τιμές, κάτι που επιβαρύνει περαιτέρω τους ντόπιους παραγωγούς και μελισσοκόμους. «Έρχονται μέλια από την Ουκρανία με 0,80 ευρώ/κιλό και εμείς αγοράζουμε με 4 ευρώ/κιλό. Πώς μπορούμε να ανταπεξέλθουμε σε αυτό», επισημαίνει.
Η επικρατούσα κατάσταση, όπως τονίζει ο πρόεδρος του Συνεταιρισμού στον ΟΤ, έχει οδηγήσει σε σημαντικά προβλήματα χρηματοδότησης, με συνέπεια την αδυναμία εξόφλησης δανείων προς την τράπεζα. Το 2023, η τράπεζα προχώρησε σε δέσμευση των λογαριασμών POS του Συνεταιρισμού λόγω των ανείσπρακτων χρεών. Οι συνολικές οφειλές προς την τράπεζα ανέρχονται σε 2,1 εκατομμύρια ευρώ, ενώ οι υποχρεώσεις προς το Δημόσιο, τα ασφαλιστικά ταμεία, προμηθευτές και άλλους τρίτους φτάνουν το 1 εκατομμύριο ευρώ.
Αυτή η κρίσιμη οικονομική κατάσταση έχει οδηγήσει τον Συνεταιρισμό σε κατάσταση υπολειτουργίας. Για να αποφευχθεί η πλήρης κατάρρευση, οι υπεύθυνοι του Συνεταιρισμού βρίσκονται σε εντατικές διαπραγματεύσεις με την τράπεζα, με στόχο την εξεύρεση λύσεων για την αποπληρωμή των χρεών, καθώς και με ενδεχόμενους επενδυτές που ενδιαφέρονται να συμβάλουν στην αναδιάρθρωση και διάσωση της επιχείρησης. «Βρισκόμαστε στο τραπέζι των συζητήσεων και μέχρι το τέλος του Αυγούστου αναμένονται οι τελικές αποφάσεις», επισημαίνει ο κ. Παπαστεργίου.
«Είμαστε ένας από τους ελάχιστους συνεταιρισμούς στο χώρο της μελισσοκομίας με μπράντα το μέλι Σίθων. Αυτό που ζητάμε είναι μια αναδιάρθρωση του χρέους. Αν ο Συνεταιρισμός κλείσει, τελειώνει και η μελισσοκομία. Και αυτό όχι γιατί κάνουμε μεγάλη παραγωγή αλλά γιατί είμαστε το αντίβαρο ώστε με τις παρεμβάσεις μας να μπορούμε να διασφαλίζουμε την τιμή του παραγωγού», σημείωσε.