Πολιτικο-δικαστικός συναγερμός έχει σημάνει για να μπορέσει να κρατηθεί όρθια η σύμβαση του 2016 για την παραχώρηση του ΟΛΠ στην Cosco, καθώς διαπιστώθηκαν ουσιαστικές αντιθέσεις με την Ευρωπαϊκή και Ελληνική νομοθεσία οι οποίες όπως όλα δείχνουν υπάρχει ο κίνδυνος να τιναχθεί στον αέρα η επίμαχη σύμβαση.
Υπενθυμίζεται ότι η συμφωνία πώλησης του 67% του μετοχικού κεφαλαίου της ΟΛΠ Α.Ε. στην Cosco Group (Hong Kong) Limited ήταν 1,5 δισ. ευρώ.
Το 2016 συμφωνήθηκε η πώληση του 67% στην Cosco. Ήδη έχει μεταβιβαστεί το 51% και εκκρεμεί η μεταβίβαση του 16%, ενώ το 23% ανήκει στο Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου (ΤΑΙΠΕΔ). Πάντα κατά την σύμβαση του 2016, η μεταβίβαση του 16% που έχει το ΤΑΙΠΕΔ στην κινέζικη εταιρεία και η είσπραξη του τιμήματος των 88 εκ. ευρώ, εξαρτάται από την ολοκλήρωση των υποχρεωτικών επενδύσεων της Cosco. Εάν δεν γίνουν οι επενδύσεις αυτές, όπως είναι η επέκταση του λιμανιού, τότε το ΤΑΙΠΕΔ δεν θα μπορεί να εισπράξει τα 88 εκ. ευρώ.
Την ίδια στιγμή η Κυβέρνηση μπλόκαρε την επέκταση του επιβατικού λιμένα που είχε δρομολογηθεί για τον ελλιμενισμό κρουαζερορόπλοιων (Νότια ζώνη) του ΟΛΠ, προϋπολογισμού 136.283.800 ευρώ (συν ΦΠΑ), ενώ όπως όλα δείχνουν, λόγω χρόνου, χάνεται η χρηματοδότηση του έργου που ανέρχεται στα 10 εκ. ευρώ.
Η επέκταση του πρώτου λιμανιού της χώρας και οι αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων που κέρδισαν ήδη οι εταιρείες «Τέρνα» και «J&P- ΑΒΑΞ Α.Ε.» κατά της Αρχής Εξέτασης Προδικαστικών Προσφυγών και του ΟΛΠ, όχι μόνο ανέδειξαν πρόβλημα νομιμότητας της σύμβασης με την Cosco, αλλά ανάγκασαν την Κυβέρνηση να κινητοποιήσει την κρατική μηχανή για να σώσει τα πράγματα. Παράλληλα, χρησιμοποιεί κάθε δικονομική δυνατότητα που τις παρέχεται σε μια προσπάθεια να ανατρέψει την ακύρωση της σύμβασης. Μια ακύρωση θα έχει τεράστιες οικονομικές επιπτώσεις και θα διαταράξει τις σχέσεις της Κυβέρνησης με τους δανειστές μας.
Πρόσφατα οι λόγω κατασκευαστικές εταιρείες κέρδισαν στο Συμβούλιο της Επικρατείας τα ασφαλιστικά μέτρα με τα οποία ζητούσαν να ανασταλούν οι αποφάσεις (1 και 2/2018) της Αρχής Εξέτασης Προδικαστικών Προσφυγών, όπως και να ανασταλεί η πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος για την επιλογή αναδόχου επέκτασης του πρώτου λιμένα της χώρας.
Ένα από τα βασικά ζητήματα που είχε τεθεί ήταν κατά πόσο ο ΟΛΠ όταν προκηρύσσει δημόσιους διαγωνισμούς πρέπει να τηρεί την Ευρωπαϊκή νομοθεσία ή όχι.
Οι σύμβουλοι Επικρατείας αποφάνθηκαν (382-383/2019 αποφάσεις) ότι δεν υπήρξε επαρκής δημοσιότητα στην πρόκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος η οποία κατέληξε, τον Απρίλιο του 2016, στην υπογραφή της σύμβασης αγοραπωλησίας με την Cosco.
Με άλλα λόγια, δεν τηρήθηκαν οι κατά το ενωσιακό δίκαιο προϋποθέσεις δημοσιότητας, κάτι που μπορεί «να ασκήσει ουσιώδη επιρροή στην διαμόρφωση του επενδυτικού ενδιαφέροντος και του κύκλου των ενδιαφερομένων επενδυτών».
Παράλληλα, αποφάνθηκε το ΣτΕ ότι ο ΟΛΠ θεωρείται δικαιούχος των δικαιωμάτων που τα παραχωρήθηκαν και εξακολουθεί να έχει την ιδιότητα του αναθέτοντα φορέα, δηλαδή μπορεί να προκηρύσσει διαγωνισμούς.
Πριν ακόμη εκδοθούν οι αποφάσεις των ασφαλιστικών μέτρων σήμανε συναγερμός στην Κυβέρνηση, καθώς εξωδίκως, ενημερώθηκε ότι οι αιτήσεις των δύο εταιρειών, σύμφωνα με όλα τα δεδομένα, θα κερδηθούν στην Ολομέλεια του ΣτΕ και θα τιναχθεί στον αέρα η σύμβαση με την Κινέζικη εταιρεία.
Προ του αδιεξόδου αυτού η Αρχή Εξέτασης Προδικαστικών Προσφυγών ανακάλεσε τις αποφάσεις της του περασμένου έτους για την πρόσκληση εκδήλωση ενδιαφέροντος αναφορικά με τον επίμαχο διαγωνισμό. Αποτέλεσμα της ενέργειας αυτής ήταν οι δίκες που είχαν ήδη ανοίξει ενώπιον της Ολομέλειας του ΣτΕ (μετά τα ασφαλιστικά μέτρα) να καταργηθούν.
Όμως, το ΤΑΙΠΕΔ που σήμερα είναι μέτοχος κατά 23% του ΟΛΠ, όπως και ο ίδιος ο ΟΛΠ, προσέφυγαν με την σειρά τους στο ΣτΕ, στρεφόμενοι κατά της απόφασης της Αρχής με την οποία ακυρώθηκε η προκήρυξη του διαγωνισμού.
Μάλιστα, υπογραμμίζει με νόημα το Ταμείο, ότι η ακύρωση του διαγωνισμού από την Αρχή έγινε πριν γνωστοποιηθεί το «δια ταύτα» και πολύ πριν δημοσιευθεί το πλήρες κείμενο των ασφαλιστικών μέτρων του ΣτΕ επί των αιτήσεων των δύο εταιρειών.
Ακόμη, το ΤΑΙΠΕΔ αμφισβητεί ότι ο ΟΛΠ θεωρείται αναθέτων φορέας και σημειώνει ότι η ακύρωση του διαγωνισμού δεν εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον, ενώ παραβιάστηκαν βασικές συνταγματικές και νομοθετικές αρχές με αποτέλεσμα την οικονομική ζημιά του Ταμείου.
Δεν παραλείπει το Ταμείο να σημειώνει ότι σύμφωνα με την νομολογία του ΣτΕ «η αξιοποίηση περιουσιακών στοιχείων από το ΤΑΙΠΕΔ, για τους σκοπούς της αποπληρωμής του δημοσίου χρέους, συνιστά σκοπό δημοσίου συμφέροντος».
Επιπρόσθετα, ο ΟΛΠ υποστηρίζει ότι είναι ιδιωτική εταιρεία και μπορεί να προκηρύσσει διαγωνισμούς κατά την κρίση του.
Τέλος, η συγκεκριμένη υπόθεση κρίνεται ιδιαίτερα σημαντική για την Ελληνική οικονομία και γι’ αυτό το λόγο αποτελεί αυτοσκοπό να βρεθεί λύση στα κενά που έχουν δημιουργήσει τα νομοθετικά πλαίσια της Ελλάδας και της Ευρώπης για την επέκταση του Λιμανιού του Πειραιά.