Η υιοθεσία παιδιού είναι μια πράξη αγάπης και μια ιδιαίτερη ένωση καθώς ζευγάρια που αναζητούν παιδί και ορφανά που έχουν ανάγκη από γονείς ενώνονται και γίνονται οικογένεια.
Τις τελευταίες δεκαετίες δυστυχώς ολοένα και αυξάνονται το ποσοστό των ζευγαριών που θέλουν αλλά δεν μπορούν να κάνουν παιδιά. Νέοι άνθρωποι με όρεξη να μεγαλώσουν ένα παιδί ξοδεύουν όλες τους τις οικονομίες με την ελπίδα πως η εξωσωματική γονιμοποίηση θα είναι η λύση που αναζητούν.
Τον περασμένο Απρίλιο ανακοινώθηκε η έναρξη λειτουργίας της ηλεκτρονικής πλατφόρμας για την αναδοχή και την υιοθεσία παιδιών.
Μέχρι σήμερα, σε λιγότερο δηλαδή από δύο μήνες, οι αιτήσεις που υποβλήθηκαν από υποψήφια ζευγάρια ανέρχονται σε 739!
Η αναπληρώτρια υπουργός Κοινωνικής Αλληλεγγύης Θεανώ Φωτίου, σε σε πρόσφατη εκδήλωση που οργάνωσε το Κέντρο Κοινωνικής Πρόνοιας δήλωσε:
«Αυτά τα στοιχεία δείχνουν το τεράστιο ενδιαφέρον, αλλά και τις προσδοκίες του ελληνικού λαού πάνω σε αυτό το θέμα. »
Μέχρι τη θέσπιση του νόμου που άλλαξε τα δεδομένα της υιοθεσίας στην Ελλάδα, δεν υπήρχαν σαφείς διαδικασίες, καθώς δεν υπήρχαν ψηφιοποιημένα δεδομένα. Δεν υπήρχε δηλαδή η δυνατότητα να γνωρίζει κανείς το σύνολο των παιδιών που βρίσκονται σε ιδρύματα και έχουν ανάγκη από μια οικογένεια. Τώρα, όμως, το κάθε παιδί έχει το δικό του ηλεκτρονικό φάκελο.
Έτσι η διαδικασία αναδοχής και υιοθεσίας γίνεται μια ευχάριστη διαδικασία με απόλυτη διαφάνεια.
Στην συνέχεια διευκρίνισε ότι ένας υποψήφιος γονιός δεν χρειάζεται πλέον να περιμένει 6 ή 8 χρόνια για αναδοχή ή υιοθεσία, αφού πλέον ο χρόνος αναμονής θα συντομεύσει στο διάστημα 8 έως 12 μηνών.
Στο σύστημα, όπως είπε βρίσκονται ήδη 71 ατομικοί φάκελοι παιδιών. Από 18 χρονών θα υπάρχει η δυνατότητα για τους ενδιαφερόμενους να αναζητήσουν τις ρίζες τους στο εθνικό μητρώο. «Επίσης αλλάζει η νοοτροπία του λαού. Δεν χρειάζεται πλέον να κρύβει μια τεράστια πράξη γενναιοδωρίας και αγάπης.» επισημαίνει η κ. Φωτίου.
Κάθε υποψήφιος γονιός θα εκπαιδευτεί, πριν κριθεί ότι είναι κατάλληλος για να προχωρήσει στην αναδοχή ή την υιοθεσία.