Θησαυροί βρέθηκαν στα χωράφια με βαμβάκι στη Λάρισα, με αποτέλεσμα οι αγρότες να λαμβάνουν γερή αποζημίωση.
Όταν μίσθωσε το χωράφι, έξω από την Τερψιθέα Λάρισας, για να σπείρει βαμβάκι, δεν φανταζόταν πως η φρέζα, που επίσης μίσθωσε για να το οργώσει, θα έβγαζε από τα έγκατα της γης έναν πολύτιμο αρχαιολογικό θησαυρό.
Ο κύριος Γιάννης από το διπλανό χωριό, απευθύνθηκε στην αρχαιολογική υπηρεσία και περιμένει τη σύσταση τριμελούς επιτροπής -όπως αποφάσισε το ΚΑΣ- για να εκτιμήσει την αρχαία στήλη και να του ορίσει ένα χρηματικό ποσό ως ανταμοιβή.
«Ο αγρότης ήρθε και μας παρέδωσε μια αρχαία στήλη, την οποία ξέθαψε από το χωράφι που μίσθωσε. Σώζεται το κεντρικό μέρος μιας επιτύμβιας στήλης, ύψους 1 μέτρου, όπου αποτυπώνεται συνομιλία ανάμεσα σε έναν άντρα και μία γυναίκα, ενώ χρονολογείται στην Ύστερη Αρχαιότητα», υπογράμμισε η προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Λάρισας, Σταυρούλα Σδρόλια, μιλώντας στη Voria.
Η διαδικασία για να πάρει κάποιος εύρετρα, μετά την ανεύρεση αρχαιοτήτων σε ιδιωτικό του χώρο, δεν είναι εύκολη, ούτε γρήγορη. Ο Αρχαιολογικός Νόμος ορίζει πως πρέπει να συσταθεί μια τριμελής επιτροπή ειδικών, η οποία θα εκτιμήσει το εύρημα.
Η επίτιμη Γενική Διευθύντρια Αρχαιοτήτων του υπουργείου Πολιτισμού, Πολυξένη Αδάμ- Βελένη, που έχει πολλές φορές οριστεί ως μέλος τέτοιας επιτροπής, επισημαίνει στη Voria, πως η διαδικασία κρατάει σε χρόνο, επειδή πρέπει να αποδειχτεί αφενός η γνησιότητα κι αφετέρου η αξία του αρχαίου αντικειμένου.
«Η δουλειά που έχουν τα μέλη της επιτροπής είναι δύσκολη και χρονοβόρα. Πρέπει να αναζητήσουμε αρχικά βιβλιογραφία, να δούμε αν έχει παράλληλα το συγκεκριμένο εύρημα, να εκτιμήσουμε την αξία των παράλληλων, τη σπανιότητά του, τον τόπου όπου βρέθηκε, την κατάσταση διατήρησης. Η εκτίμηση είναι ένα πολυπαραγοντικό ζήτημα», σημείωσε χαρακτηριστικά η κ. Βελένη.
Αμέτρητοι θησαυροί στον Θεσσαλικό κάμπο
Η περίπτωση του κ. Γιάννη δεν είναι η πρώτη, ούτε η μοναδική στον θεσσαλικό κάμπο, αφού κατά καιρούς αγρότες που οργώνουν τα χωράφια τους, βρίσκουν αρχαιότητες και τις παραδίδουν στην Αρχαιολογική Υπηρεσία.
«Οι περισσότεροι τις παραδίδουν όχι για να πάρουν χρήματα, αλλά ο νόμος προβλέπει αμοιβή, οπότε οι κατά τόπους Εφορείες Αρχαιοτήτων τους ενημερώνουν για τη διαδικασία που θα ακολουθηθεί. Ο νομοθέτης έχει προβλέψει να ευχαριστήσει με τον τρόπο αυτό όσους φέρνουν αρχαιότητες και βοηθούν στην ανασύσταση της ιστορίας. Γνωρίζουμε βέβαια πως αρκετοί επιλέγουν άλλους τρόπους, λ.χ. να τις κρατήσουν ή να τις διοχετεύσουν μέσα από παράνομες διόδους στο εξωτερικό και να τις πουλήσουν», ανέφερε η κ. Βελένη.
Πλούσιοι οι αγρότες μετά την εύρεση των θησαυρών
Η προϊσταμένη της ΕΦΑ Λάρισας θυμάται τουλάχιστον δύο περιπτώσεις το τελευταίο διάστημα, κατά τις οποίες αγρότες βρήκαν στα χωράφια τους αρχαιότητες και τις παρέδωσαν. Και οι δύο αφορούσαν τον αρχαιολογικό χώρο στο Καστρί, μια οχυρωμένη ακρόπολη της πρώιμης βυζαντινής περιόδου, που βρίσκεται ανάμεσα στη Δολίχη και το Λιβάδι Ολύμπου, περιρρέεται από τον ποταμό Σαραντάπορο και παραποτάμους του, στοιχείο που το καθιστούσε κατά τους βυζαντινούς χρόνους οχυρό τόπο, ο οποίος έλεγχε τις διαδρομές από τη Μακεδονία προς τη Θεσσαλία.
«Σε μία περίπτωση αγρότης βρήκε έναν άγαλμα κατά τις καλλιεργητικές εργασίες σε μισθωμένο χωράφι και είναι χαρακτηριστικό πως αμοιβή δόθηκε τόσο στον ίδιο, όσο και στους ιδιοκτήτες του αγρού», τόνισε η κ. Σδρόλια.
Το άγαλμα, σύμφωνα πάντα με την προϊσταμένη της ΕΦΑ Λάρισας, παριστάνει αξιωματούχο -καθώς φορά δαχτυλίδια, κρατά ειλητό-πάπυρο, άρα έχει ανώτερη μόρφωση, στον τύπο του ιματιοφόρου και ίσως είναι ιερέας, φιλόσοφος ή ρήτορας.
«Το άγαλμα χρονολογείται στους ρωμαϊκούς χρόνους, τον 2ο μ.Χ. αιώνα και βρέθηκε στο Καστρί Λιδαβίου/Δολίχης Ελασσόνας σε μικρή απόσταση από τον αρχαιολογικό χώρο στον λόφο Καστρί, στον οποίο η ΕΦΑ έχει φέρει στο φως μια οχυρωμένη παλαιοχριστιανική ακρόπολη και τρεις παλαιοχριστιανικές βασιλικές. Ο χώρος ταυτίζεται, σύμφωνα με τους ανασκαφείς, με την αρχαία πόλη της Δολίχης, η οποία πιθανολογείται ότι εκτείνεται στον χώρο κάτω από την ακρόπολη της παλαιοχριστιανικής περιόδου», συμπλήρωσε η κ. Σδρόλια.
Σε μια άλλη περίπτωση, από την ίδια περιοχή, έξω από τον αρχαιολογικό χώρο της Δολίχης, παραδόθηκαν από ιδιώτες τμήματα επιτύμβιων στηλών με ανάγλυφες παραστάσεις και επιγραφές, που χρονολογούνται στην ελληνιστική και ρωμαϊκή εποχή.
Τον Αύγουστο του 2000, μια είδηση έκανε τον γύρο της χώρας, βγήκε έξω από τα ελληνικά σύνορα και εντυπωσίασε αρχαιολόγους και ιστορικούς σε πολλές χώρες.
Ένας αγρότης βρήκε στον πυθμένα νεροτριβής στη Νέα Απολλωνία, έξω από τη Θεσσαλονίκη, ένα ολόχρυσο -από ατόφιο χρυσάφι μάλιστα- στεφάνι από την εποχή του Φιλίππου Β΄ της Μακεδονίας και το παρέδωσε στην -τότε- ΙΣΤ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων.
Από εκεί, το χρυσό στεφάνι, βάρους μισού κιλού, με φύλλα και καρπούς κισσού, έφτασε στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης. Ήταν σε εξαιρετική κατάσταση διατήρησης και η αξία του τεράστια, καθώς βρέθηκε σε ένα σημείο, το οποίο αποτελούσε το πέρασμα από τη Θεσσαλονίκη προς την Ανατολική Μακεδονία, από όπου αργότερα περνούσε η Εγνατία Οδός.
«Η είδηση για το χρυσό στεφάνι του 4ου π.Χ. αιώνα δημοσιεύτηκε στις εφημερίδες και προκάλεσε μεγάλη εντύπωση. Συγκροτήθηκε άμεσα ειδική επιτροπή, προκειμένου να εκτιμήσει την αξία του και να αποδοθεί ένα μέρος αυτής στον αγρότη που το βρήκε και μας το παρέδωσε, όπως ακριβώς ορίζει ο Αρχαιολογικός Νόμος. Κι ενώ βρισκόμασταν όλοι σε μια ευφορία, δύο μέρες μετά, έρχεται στο γραφείο μου ένας αστυνομικός της ασφάλειας, κλείνει την πόρτα και λέει πως θέλει να μου πει κάτι άκρως εμπιστευτικό», ανέφερε η Πολυξένη Αδάμ- Βελένη, επικεφαλής τότε της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας.
Ο υψηλόβαθμος αξιωματικός της Διεύθυνσης Ασφάλειας Θεσσαλονίκης, της αποκάλυψε ότι ο αγρότης βρισκόταν σε διαπραγματεύσεις τους τελευταίους 6 μήνες με αστυνομικό, ο οποίος εμφανίστηκε ως συλλέκτης, για να του πουλήσει το χρυσό στεφάνι για 60.000.000 δραχμές. Ο αστυνομικός κατάφερε να διεισδύσει σε κύκλωμα αρχαιοκάπηλων και οι συζητήσεις προχωρούσαν, αλλά αίφνης ο αγρότης υπαναχώρησε και το παρέδωσε στους αρχαιολόγους -λέγεται πως είχε αντιληφθεί την ανάσα της αστυνομίας στην πλάτη του. Ο αγρότης συνελήφθη, μαζί και δύο συνεργοί του, δικάστηκε, καταδικάστηκε και πέρασε 5 χρόνια στη φυλακή.
Στην πολύχρονη καριέρα της, η κ. Βελένη κλήθηκε αρκετές φορές από την υπηρεσία να εκτιμήσει αρχαιότητες, ενώ κάποιες άλλες, έγινε ντετέκτιβ, για να βοηθήσει την αστυνομική έρευνα.
«Θυμάμαι πριν από χρόνια, ένα βράδυ με καλούν στο σπίτι μου από την ασφάλεια Θεσσαλονίκης και μου λένε πως πρέπει να πάω σε μία συνάντηση. Τους απαντώ πως ο σύζυγός μου λείπει και δεν μπορώ να αφήσω τέτοια ώρα, μόνα τους τρία μικρά παιδιά. Η ιστορία εξελίχθηκε ως εξής: Φόρεσα τα καλά μου, έβαλα και ένα εντυπωσιακό καπέλο και συνόδευσα έναν επίσης καλοντυμένο αστυνομικό στο ραντεβού που είχαμε σε ένα μικρό, σκοτεινό μπαράκι στην περιοχή της Χαριλάου. Όταν ήρθε το αυτοκίνητο της ασφάλειας για να με παραλάβει, μία αστυνομικός ανέβηκε στο σπίτι και κράτησε τα παιδιά, όση ώρα θα έλειπα. Εμφανιστήκαμε στο ραντεβού ως ζευγάρι, πλούσιων συλλεκτών νομισμάτων, θυμάμαι μάλιστα πως μπήκαμε στο μπαρ, αγκαζέ. Ο τύπος με τον οποίο είχαμε ραντεβού και υποτίθεται θα μας πουλούσε σπάνια και ιδιαίτερης αξίας νομίσματα, έδειξε το … υλικό σε φωτογραφίες. Έκανα νεύμα στον αστυνομικό-συνοδό μου, πως τα νομίσματα ήταν κίβδηλα».
Νέοι αρχαιολογικοί θησαυροί αμύθητης αξίας βρέθηκαν στην Αμάρυνθο
Νέοι αρχαιολογικοί θησαυροί, αμύθητης αξίας, βρέθηκαν στην Αμάρυνθο και συγκεκριμένα στο ιερό της Αμαρυσίας Αρτέμιδος, από τους αρχαιολόγους.
Μετά από την ταύτιση του ιερού της Αμαρυσίας Αρτέμιδος το 2017 και την ανακάλυψη του υστεροαρχαϊκού ναού με ένα πλούσιο αποθέτη το 2020, το φετινό καλοκαίρι συνεχίζονται οι Ελληνο-ελβετικές ανασκαφές ανατολικά της Αμάρυνθου στην Εύβοια και οι νέοι αρχαιολογικοί θησαυροί που βρέθηκαν είναι αμύθητης αξίας.
Από τις πρώτες κιόλας μέρες της νέας ανασκαφικής περιόδου ήρθαν στο φως σημαντικά ευρήματα από το εσωτερικό του ναού, τα οποία συμπληρώνουν τα αναθήματα του β’ μισού του 6ου αι. π. Χ., τα οποία βρέθηκαν το 2020.
Κάτω από τον υστεροαρχαϊκό ναό, από τον οποίο μόνο τα θεμέλια σώζονται (10 × 30 μ.), εντοπίζονται κατάλοιπα τουλάχιστον δύο παλαιότερων αρχιτεκτονικών φάσεων, μεταξύ των οποίων και μία ημικυκλική εστία ή εσχάρα.
Αρχαιολογικοί θησαυροί από τις Ελληνο-ελβετικές ανασκαφές στην Αμάρυνθο
Ταυτόχρονα, ξεκίνησε και η έρευνα στις παρυφές του διπλανού λόφου Παλαιοεκκλησιές, με στόχο την κατανόηση του λόγου της μετατόπισης των ανθρώπινων δραστηριοτήτων από το λόφο στην πεδιάδα και της μετατροπής του προϊστορικού οικισμού σε ιερό.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο προϊστορικός οικισμός στην κορυφή του λόφου ήταν ήδη γνωστός από παλαιότερες ανασκαφές της Εφορείας Αρχαιοτήτων Ευβοίας και αναφέρεται σε πινακίδα Γραμμικής Β γραφής από το ανάκτορο της Θήβας.
Αμέσως κάτω από την επιφάνεια του εδάφους εντοπίστηκε ένα μεσαιωνικό κτήριο, ενώ βαθύτερα, το τμήμα ενός κτηρίου της Εποχής του Χαλκού με άφθονη μυκηναϊκή κεραμική.
Ένας τρίτος ερευνητικός άξονας είναι η επιφανειακή έρευνα ανάμεσα στην Ερέτρια και την Αμάρυνθο, με σκοπό την ιχνηλάτηση της ιεράς οδού που αναφέρεται στις αρχαίες πηγές και η οποία συνέδεε την μητρόπολη με το σημαντικότερο ιερό της.
Στο πλαίσιο της έρευνας αυτής, δε θα πραγματοποιηθούν μόνο αυτοψίες στο πεδίο, αλλά θα γίνει χρήση και σύγχρονων τεχνολογικών μεθόδων, όπως αεροπορικές εικόνες LiDAR.
Το ερευνητικό πρόγραμμα, το οποίο στοχεύει φέτος στην περαιτέρω αποκάλυψη του ναού, είναι μία συνεργασία της Εφορείας Αρχαιοτήτων Ευβοίας, υπό την διεύθυνση της Δρ Αγγελικής Σίμωσι, με την Ελβετική Αρχαιολογική Σχολή στην Ελλάδα, υπό την διεύθυνση του Καθ. Sylvian Fachard.