Η τελευταία εκτέλεση στην Ελλάδα ήταν του Βασίλη Λυμπέρη, ο οποίος δολοφόνησε την οικογένειά του και συγκλόνισε την κοινή γνώμη.
Οι σημερινοί υποψήφιοι έφεδροι αξιωματικοί πεζικού της ΣΕΑΠ Ηρακλείου πιθανότατα να εξασκούνται στο ίδιο πεδίο βολής στον οποίο έπεφτε νεκρός πριν από 45 χρόνια ο τελευταίος Έλληνας που εκτελέστηκε, ενώ είχε καταδικαστεί σε θάνατο.
Λεγόταν Βασίλης Λυμπέρης και το έγκλημά του είχε σοκάρει τους πάντες εκείνη την εποχή. Με τη βοήθεια τριών συνεργών του, έβαλε φωτιά κι έκαψε ζωντανά τα μέλη της οικογένειάς του. Την πεθερά του (που όπως υποστήριξε ήταν ο βασικός στόχος του), την εν διαστάση σύζυγό του και τα παιδιά του. Την κόρη του που ήταν 2,5 ετών και τον μόλις ενός έτους γιο του…
Το πρωτόγνωρο για τα ελληνικά δεδομένα έγκλημα συνέβη τα ξημερώματα της 5ης Ιανουαρίου του 1972 στο Χαλάνδρι. Τον Μάιο του ίδιου έτους το δικαστήριο τον καταδίκασε τετράκις εις θάνατο. Μια καταδίκη για κάθε ένα από τα θύματα. Και τον Αύγουστο, στην περιοχή Δύο Αοράκια του Ηρακλείου (που τώρα πια την έχουμε συνδέσει με το κλειστό γήπεδο μπάσκετ), εκτελέστηκε.
Όπως προέβλεπαν οι νόμοι, καθώς η θανατική ποινή βρισκόταν ακόμη σε ισχύ. Ήταν ο τελευταίος των τελευταίων και με το δικό του αίμα σφραγίστηκε οριστικά (;) η περίοδος που θεωρείτο νόμιμο ένα κράτος να σκοτώνει ως τιμωρία τους πολίτες του.
Ο δημοσιογράφος Ν. Γερακάρης είναι ουσιαστικά η μοναδική πηγή άντλησης πληροφοριών για τις συνθήκες κάτω από τις οποίες ο Λυμπέρης οδηγήθηκε στο απόσπασμα. Και από τις δικές του διηγήσεις μαθαίνουμε για εκείνες τις τραγικές, ύστατες στιγμές που όμοιές τους δεν έχουν επαναληφθεί ποτέ, αφού η θανατική ποινή έχει περάσει στο χρονοντούλαπο της ιστορίας.
Όλα έγιναν με βάση το μακάβριο τελετουργικό που προηγείται μιας εκτέλεσης. Στις φυλακές της Νέας Αλικαρνασσού ο κρατούμενος ενημερώνεται πως η αίτηση χάριτος απορρίφθηκε. Καταρρέει καθώς τίποτα δεν τον χωρίζει πια από το απόσπασμα. Ένας ιερέας τον κοινωνεί και ακούει την εξομολόγησή του. Το προηγούμενο βράδυ ο Λυμπέρης συντάσσει ένα γράμμα προς τη μάνα του. Ναι, ακόμη και οι εγκληματίες έχουν μία στην οποία προστρέχουν τέτοιες ώρες… Ζητάει συγγνώμη για τον πόνο που προκάλεσε σ΄εκείνη και τ’ αδέλφια του. Όχι, όμως, από τα θύματά του. Στο ολιγόλογο κείμενο δεν υπάρχει η παραμικρή αναφορά καν για τα παιδιά του.
Ωστόσο ακόμη και οι σκληροτράχηλοι φύλακες επηρεάζονται από την εικόνα ενός ανθρώπου που πλέον μόνο στο έλεος του Θεού μπορεί να ελπίζει αφού η μοίρα του σ’ αυτόν τον κόσμο έχει σφραγιστεί. Του προσφέρουν τσιγάρο, μα δεν έχει τη δύναμη να το κρατήσει στο χέρι του.
Η θανατική ποινή δια τυφεκισμού προϋποθέτει εθελοντές. Δώδεκα για την ακρίβεια. Ο διοικητής της ΣΕΑΠ απευθύνθηκε στους στρατιώτες του Λόχου Διοικήσεως, περιγράφοντας με γλαφυρότητα τα εγκλήματα του Λυμπέρη. Δεν χρειαζόταν ιδιαίτερη προσπάθεια για να τους πείσει.
Ο τότε 27χρονος εγκληματίας από καιρό έψαχνε να βρει έναν τρόπο να εκδικηθεί την πεθερά του, την οποία κατηγορούσε για τα προβλήματα του γάμου του. Μαζί με άλλα τρία άτομα, σχεδόν 8 μήνες νωρίτερα, πήγε τα ξημερώματα στο σπίτι που ζούσε μαζί με τη σύζυγο και τα παιδιά τους. Κρατούσαν 3 μπιτόνια βενζίνη, ενώ από ένα περίπτερο αγόρασαν σπίρτα. Πρώτα έβαλε φωτιά στο δωμάτιο της πεθεράς του. Η γυναίκα του ξύπνησε και προσπάθησε να αμυνθεί. Την πέταξε στις φλόγες και κλείδωσε την πόρτα πίσω του. Το αλκοόλ που είχε καταναλώσει με τους συνεργούς του τον έκανε να «λησμονήσει» ότι στο ίδιο σπίτι κοιμόνταν και δύο μικρά παιδιά. Τα παιδιά του που κάηκαν ζωντανά…
Τριάντα έφεδροι κάνουν εκείνο το βήμα μπροστά αποφασισμένοι να γίνουν κομμάτι της διαδικασίας απονομής δικαιοσύνης. Δώδεκα από αυτούς συνθέτουν το εκτελεστικό απόσπασμα. Όμως μόνο στα έξι από τα τυφέκια Μ-1 υπάρχουν κανονικές σφαίρες ούτως ώστε κανείς να μην γνωρίζει με σιγουριά ποιοι σκότωσαν, έστω και νόμιμα, έναν συνάνθρωπό τους.
Το παράγγελμα «πυρ» ακολουθείται από το κροτάλισμα των όπλων. Αμέσως μετά η σιωπή που σπάει από την κραυγή της μάνας. Με ένα σπαραχτικό «Βασίλη μου» αποχαιρετά το παιδί της που χάνει για πάντα.
Ο επικεφαλής υπολοχαγός είναι εκείνος που οφείλει να δώσει τη χαριστική βολή. Κάπου εκεί όμως αποδεικνύεται ότι ακόμη και οι στρατιωτικοί εν καιρώ ειρήνης μπορεί να λυγίσουν όταν δεν καλύπτονται από την ανωνυμία της ομάδας. Ταραγμένος από τη θέα ενός ανθρώπου που ψυχορραγεί, δειλιάζει και αρνείται να εκτελέσει τον Λυμπέρη.
Δίνει διαταγή στον επιλοχία, ο οποίος όμως επίσης μοιάζει να λυγίζει. Αφήνει στην άκρη το περίστροφό του και παίρνει ένα αυτόματο όπλο. Στρέφει το βλέμμα του σε άλλη κατεύθυνση, αλλά αντί για ένα πάτημα της σκανδάλης, αφήνει μια ολόκληρη ριπή να διαπεράσει το σώμα του θανατοποινίτη, με αποτέλεσμα να παραμορφωθεί το πρόσωπό του.
Περίπου 6 μήνες αργότερα ο επιλοχίας θα απαλλαγεί των καθηκόντων του από τον διοικητή της ΣΕΑΠ. Όλο αυτό το διάστημα είχε μετατραπεί σε σκιά του παλιού εαυτού του. Ένας άντρας με στολή που είχε γίνει αγρίμι που μονολογούσε πως εκείνος ήταν που τον σκότωσε. Ένα βάρος που θα κουβάλαγε για το υπόλοιπο της ζωής του και δίνει και μια κάποια απάντηση στους υποστηρικτές της αναγκαιότητας της θανατικής ποινής. Πολλοί είναι εκείνοι που την υποστηρίζουν. Δύσκολο είναι όμως να βρεις αυτούς που θα την κάνουν πράξη…
Όπως είπαμε πιο πάνω, ο Λυμπέρης είχε και τρεις συνεργούς. Οι δύο από αυτούς καταδικάστηκαν σε ποινές φυλάκισης, όχι όμως και ο Παύλος Αγγελόπουλος, για τον οποίο το κακουργιοδικείο επίσης αποφάσισε να σταλεί στο απόσπασμα.
Κανονικά θα έπρεπε να εκτελεστεί την ίδια μέρα στην Κέρκυρα, όμως ο δικτάτορας Παπαδόπουλος δεν επικύρωσε τη απορριπτική στην αίτηση χάριτος γνωμοδότηση του συμβουλίου. Την εποχή τέλεσης του φονικού δεν είχε κλείσει τα 18 και του έδειξε έλεος.
Μετά την πτώση της χούντας, η εσχάτη των ποινών μετατράπηκε σε ισόβια, ενώ στα μέσα της δεκαετίας του ’90 αποφυλακίστηκε. Ήταν πλέον 45άρης και είχε περάσει πάνω από τα μισά από τα χρόνια του σ΄ένα κελί.
Θα μπορούσε να είναι ο πρωταγωνιστής της ιστορίας, αλλά τελικά η φιλευσπλαχνία ενός χουντικού τον έκανε μια υποσημείωση. Με αυτόν τον τρόπο απέφυγε όλα τα παράδοξα μιας εκτέλεσης. Όπως η αναγκαιότητα να εξεταστεί ο θανατοποινίτης από γιατρό πριν τουφεκιστεί, αφού πρέπει να είναι υγιής. Ή το να αφαιρείται μια ζωή τα ξημερώματα, μόλις χαράξει, για να δει μια τελευταία ανατολή.
Σε αντίθεση με τον Λυμπέρη, κανείς δεν του έκλεισε τα μάτια με λευκό μαντίλι για να μην αντικρίσει τον ερχομό του θανάτου. Έζησε και πήρε μια δεύτερη ευκαιρία. Μακάρι να μην την πέταξε και με το παράδειγμά του να δικαίωσε όσους πιστεύουν σ’ αυτές.