Η μεγάλη εξέγερση στον Κορυδαλλό, στις 14 Νοεμβρίου 1995, είχε σαν αποτέλεσμα μια ομάδα καταδίκων να δολοφονήσει έναν συγκρατούμενό τους, ο οποίος ήταν λάθος στόχος.
Ειδικότερα, κατάδικοι στον Κορυδαλλό βασάνισαν και κρέμασαν συγκρατούμενό τους, έπιασαν ομήρους σωφρονιστικούς υπαλλήλους και τελικά αποδείχτηκε ότι δολοφόνησαν λάθος κρατούμενο.
Όλα ξεκίνησαν στις 8 το πρωί της 14ης Νοεμβρίου, όπου σύμφωνα με τη «Μηχανή του Χρόνου», ο ψυχίατρος των φυλακών Ευάγγελος Φιλιππάκης μαζί με τον νοσηλευτή Νίκο Γρίσπο, κάνουν την καθημερινή διανομή των φαρμάκων στους κρατούμενους που την έχουν ανάγκη.
Την ώρα που βρίσκονταν στην 3η πτέρυγα, στην οποία κρατούνται οι βαρυποινίτες, ξαφνικά είδαν να εκτυλίσσονται μπροστά τους συμπλοκές ανάμεσα σε κρατούμενους και πριν προλάβουν να κάνουν οποιαδήποτε κίνηση, κάποιοι από τους κρατούμενους όρμησαν πάνω τους και τους έπιασαν ομήρους.
Στη συνέχεια έφτασαν και κάποιοι σωφρονιστικοί για να τους βοηθήσουν και να τους απελευθερώσουν, ωστόσο, είχαν και αυτοί την ίδια τύχη, με αποτέλεσμα συνολικά πιάστηκαν οκτώ όμηροι, τους οποίους λίγο αργότερα οδήγησαν στα κρατητήρια.
Η μεγάλη εξέγερση στον Κορυδαλλό γενικεύτηκε
Ξεσηκώθηκαν οι υπόλοιπες πτέρυγες η μία μετά την άλλη. Ξεσηκώθηκαν ακόμα και οι νεαροί που κρατούνταν στο Σωφρονιστικό Κατάστημα Ανηλίκων. Οι φυλακισμένοι επιδόθηκαν σε βανδαλισμούς και κατέστρεφαν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους, όπως τζαμαρίες, κρεβάτια, κομοδίνα, τουαλέτες.
Κατά τη μεγάλη εξέγερση, οι φυλακές ήταν ανεξέλεγκτες στο έλεος των κρατουμένων. Κάποιοι από αυτούς είχαν τραυματιστεί από τις συμπλοκές. Ωστόσο, υπήρχε και ένας άλλος μεγάλος κίνδυνος. Στις δεξαμενές πετρελαίου στα μαγειρεία υπήρχαν 31.000 λίτρα πετρελαίου, που αν έβαζαν φωτιά, θα τιναζόταν στον αέρα, όχι μόνο οι φυλακές, αλλά και η γύρω περιοχή. Ισχυρές δυνάμεις των ΜΑΤ υπήρχαν σε όλα τα σημεία μπροστά και γύρω από τις φυλακές. Πυροσβεστικά και ασθενοφόρα ήταν σε κατάσταση ετοιμότητας.
Οι αρχές προσπαθούσαν να καταλάβουν ποιοι πρωτοστατούσαν στη μεγάλη εξέγερση, προκειμένου να μπορέσουν να τους πλησιάσουν και να αρχίσουν οι διαπραγματεύσεις. Όσο περνούσαν οι ώρες τα πράγματα χειροτέρευαν με τις συμπλοκές μεταξύ των φυλακισμένων να γίνονται ανεξέλεγκτες. Τις πρώτες πρωινές ώρες άρχισαν να λεηλατούν το φαρμακείο των φυλακών για ναρκωτικές ουσίες. Αργότερα διαπιστώθηκε ότι κάποιοι από τους κρατούμενους είχαν κάνει όντως χρήση ναρκωτικών. Μάλιστα κάποιοι από αυτούς κατέρρευσαν και οδηγήθηκαν στο νοσοκομείο, ενώ τρεις πέθαναν από υπερβολική δόση.
Την τρίτη ημέρα κατά τη μεγάλη εξέγερση, δολοφονήθηκε ο 27χρονος Δημήτρης Καραμούτης, ο οποίος είχε κλειστεί στην απομόνωση μετά από δικό του αίτημα. Εκεί μπήκαν οι δολοφόνοι και τον τραυμάτισαν στο κεφάλι και στο σώμα με αιχμηρό αντικείμενο. Ίσως χοντρή βελόνα ή λεπτό σύρμα. Του τρύπησαν την καρδιά, τους πνεύμονες και τη σπλήνα, ενώ είχε τραύματα σε όλο το σώμα. Όσο ήταν ακόμη ζωντανός, του πέρασαν ένα σεντόνι στον λαιμό και τον κρέμασαν.
Ο ιατροδικαστής αποφάνθηκε ότι πέθανε μερικές ώρες αργότερα. Οι δράστες όμως δεν σταμάτησαν εκεί. Πήραν πετρέλαιο και έβαλαν στουπιά στις τρύπες του άψυχου κορμιού του 27χρονου, ράντισαν όλο του το σώμα και του έβαλαν φωτιά, που έσβησε μόνη της πριν τον κάψει ολόκληρο. Αργότερα κάποιοι από φυλακισμένους παρέδωσαν σε αυτή την κατάσταση το πτώμα στους δεσμοφύλακες. Ο ιατροδικαστής Δημοσθένης Μπούκης, που το εξέτασε, μίλησε για πρωτοφανή αγριότητα, που όμοιά της δεν είχε συναντήσει στη δουλειά του.
Ο Καραμούτης δεν είχε διαπράξει πολύ σοβαρά αδικήματα. Πρώτη φορά συνελήφθη σε ηλικία 17 ετών, για απόπειρα κλοπής αυτοκινήτου. Στις 14 Οκτωβρίου εκείνου του χρόνου, οδηγήθηκε στον Κορυδαλλό με ποινή 18 μηνών για κλοπή και παράβαση του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας. Μετά τη λήξη της εξέγερσης, ένας άλλος κρατούμενος κατέθεσε ότι οι στασιαστές σκότωσαν λάθος άνθρωπο. Σύμφωνα με τα λεγόμενά του. ήθελαν να σκοτώσουν τον ίδιο, επειδή είχαν «ανοιχτούς λογαριασμούς», αλλά έκαναν λάθος.
«Οι δράστες νόμιζαν ότι είμαι εγώ, γιατί ο Καραμούτης είχε γένια. Είχα κι εγώ γένια. Όμως τα είχα ξυρίσει, επειδή είχα ειδοποιηθεί από τις αρχές του μήνα ότι με κυνηγούν για να με καθαρίσουν», υπογράμμισε το υποψήφιο θύμα. Για «λάθος θύμα» έκανε λόγο κι ένας σωφρονιστικός υπάλληλος, ο οποίος όμως υπέδειξε έναν τρίτο κρατούμενο ως υποψήφιο θύμα.
Η υπόθεση δεν διελευκάνθηκε ποτέ. Εννέα άτομα δικάστηκαν και καταδικάστηκαν για τη δολοφονία και τη μεγάλη εξέγερση, χωρίς όμως να μαθευτεί ποιος ήταν ο πραγματικός στόχος τους και για ποιον λόγο. Πριν από τη λήξη της εξέγερσης, οι όμηροι απελευθερώθηκαν σταδιακά, χωρίς κανείς τους να τραυματιστεί.