Ο Τζον Κυριακού ήταν ο Ελληνοαμερικανός κατάσκοπος της CIA, ο οποίος αποκάλυψε, μετά το τέλος της θητείας του, τα βασανιστήρια σε μέλη της Αλ Κάιντα και ύποπτους για τρομοκρατία από τις μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ, με αποτέλεσμα να μπει στο στόχαστρο.
Ο Μπάρακ Ομπάμα αρνήθηκε να του δώσει «χάρη» στο τέλος της θητείας του, κάτι μάλλον αναμενόμενο για τον Τζον Κυριάκου. Ο πρώην Ελληνοαμερικανός πράκτορας βρέθηκε στο μάτι του κυκλώνα όταν μετά το τέλος της θητείας του στην CIA αποκάλυψε αρχικά σε τηλεοπτική του συνέντευξη το 2007, τα βασανιστήρια στα οποία υποβλήθηκαν μέλη της Αλ Κάιντα και ύποπτοι για τρομοκρατία από τις μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ.
Πέντε χρόνια μετά, μιλώντας με δημοσιογράφο, του έδωσε το όνομα ενός επιχειρησιακού πράκτορα, το οποίο δεν δημοσιοποιήθηκε ποτέ, αλλά ήταν αρκετό για να στοχοποιηθεί ακόμη περισσότερο. Κατηγορήθηκε για κατασκοπεία και τον Απρίλιο του 2012 δήλωσε ένοχος προκειμένου να λάβει μειωμένη ποινή. Ήταν ο πρώτος πράκτορας της CIA που καταδικάστηκε για την αποκάλυψη διαβαθμισμένων πληροφοριών με την ένδειξη «άκρως απόρρητον».
Αφέθηκε ελεύθερος μετά από δύο χρόνια στην φυλακή και ο Ομπάμα δεν του συγχώρησε ποτέ τα αποκαλυπτήρια για τις μεθόδους της CIA. To 2019 σύμφωνα με δημοσίευμα των New York Times, o Κυριάκου έδωσε 50.000 δολάρια σε κορυφαίο σύμβουλο της καμπάνιας του Ντόναλντ Τραμπ για να λάβει την προεδρική χάρη. Η συμφωνία προέβλεπε άλλα 50.000 δολάρια στην περίπτωση που αυτό συνέβαινε, όμως, όπως έγινε γνωστό η προεδρική «χάρη» είναι τελικά πολύ πιο ακριβή. Συνεργάτης του Ρούντολφ Τζουλιάνι φέρεται να του μετέφερε ότι ο στενός φίλος και σύμβουλος του Ντόναλντ Τραμπ μπορούσε να διασφαλίσει την «χάρη» με 2.000.000 δολάρια!
Ο Κυριάκου απέρριψε την πρόταση, πρωτίστως επειδή δεν υπήρχε περίπτωση να διαθέτει ένα τέτοιο ποσό, το οποίο όμως φαίνεται ότι διαθέτουν άλλοι.Σύμφωνα με τους Times έχει στηθεί μια ολόκληρη φάμπρικα από δικηγόρους και λομπίστες με πρόσβαση στον Τραμπ, που ζητάνε τρελά ποσά για να δοθεί η προεδρική «χάρη». Ο Ελληνοαμερικανός πρώην επιτελικός της CIA δεν την έλαβε, εξακολουθώντας να πληρώνει τα όσα αποκάλυψε για τα βασανιστήρια πολύ ακριβά, παρότι θεωρούνταν ένα πολύ ικανό στέλεχος. Τόσο ικανό, ώστε να συλλάβει το Νο3 της Αλ Κάιντα Αμπού Ζουμπάιντα στο Πακιστάν, ηγούμενος μια επιχείρησης με τριάντα ταυτόχρονες επιχειρήσεις σε ισάριθμα σπίτια ένα βράδυ που δεν ξέχασε ποτέ. Δεν ήταν φυσικά το μόνο.
Ο Τζον ή Γιάννης Κυριάκου δεν είναι απλά ένας κατάσκοπος που βγήκε από το κρύο, πριν από δεκαπέντε χρόνια. Έχοντας μέντορά του τον θρυλικό Γκαστ Αβράκωτο, έδρασε για χρόνια στην Αθήνα, μπήκε στο στόχαστρο της 17Ν και ήταν λίγα μέτρα πιο μπροστά από το αυτοκίνητο του Στέφεν Σόντερς, το πρωινό που ο Βρετανός ταξίαρχος εκτελέστηκε από την τρομοκρατική οργάνωση στην Κηφισίας. Στο πρώτο βιβλίο του «Ο απρόθυμος κατάσκοπος» ο Κυριάκου περιέγραψε την δράση του στην Αθήνα, που περιελάμβανε ανακρίσεις Αράβων σε πάρκα, στρατολογήσεις αξιωματούχων και παραλίγο εμπλοκή με κλέφτη σε κεντρική λεωφόρο της πρωτεύουσας. Η καριέρα του στη CIA ξεκίνησε το καλοκαίρι του 1988 μετά από την παρότρυνση ενός καθηγητή του και λίγο μετά το τέλος των σπουδών του που είχαν αντικείμενο τη Μέση Ανατολή. Πέρασε από όλα τα τεστ αλλά χρειάστηκε να περιμένει μέχρι τις 8 Ιανουαρίου του 1990 για να περάσει την είσοδο του Λάνγκλεϊ στη Βιρτζίνια ως αναλυτής πληροφοριών.
Θα μάθει να μιλάει τέλεια αραβικά και οχτώ χρόνια αργότερα θα εκπαιδευτεί στην περίφημη «Φάρμα» της CIA σε ότι έχει να κάνει με την τρομοκρατία, την εκπαίδευση στα όπλα, την οδήγηση υπό παρακολούθηση και φυσικά την στρατολόγηση πρακτόρων η τρομοκρατών. Στις 6 Ιανουαρίου του 1999 ο Κυριάκου μετατίθεται στην Αθήνα ως στέλεχος του αντιτρομοκρατικού κλιμακίου της CIA στην πρεσβεία των ΗΠΑ. Μαζί του έρχονται η τότε σύζυγος του γυναίκα του Τζο-Ανν και οι δύο γιοι του, Χρήστος και Κώστας. Θα πιάσει δουλειά από την πρώτη κιόλας μέρα, πριν καν εγκατασταθεί στο νέο του σπίτι ανακρίνοντας έναν Άραβα, ο οποίος υποστήριζε ότι ανήκε σε τρομοκρατική οργάνωση που τον είχε στείλει στην Αθήνα για να χτυπήσει Αμερικάνικους στόχους.
Ο Κυριάκου του λέει να φύγει και του δίνει ραντεβού την επόμενη μέρα στις πέντε τα ξημερώματα σε κάποιο δρόμο της Αθήνας. «Αν δεν είσαι εκεί» του λέει «μην κάνεις τον κόπο να ξαναέρθεις στην πρεσβεία». Ο Άραβας όμως είναι συνεπής στο ραντεβού του. Για τις επόμενες τρεις μέρες συναντιέται με τον Κυριάκου, όμως η «ανάκριση» δεν βγάζει πουθενά, αφού κάθε φορά λέει και μια διαφορετική ιστορία.
Την τελευταία μέρα, σε ένα απομακρυσμένο πάρκο της πρωτεύουσας, ένας πράκτορας από την ομάδα του Ελληνοαμερικάνου δεν αντέχει τα παραμύθια του Άραβα, βγάζει το πιστόλι του και το κολλάει στη μύτη του. «Βαρεθήκαμε τα παιχνίδια. Τι θέλεις από μας;» τον ρωτάει και ενώ ο Κυριάκου μεταφράζει στα Αραβικά, ο τρομοκράτης τον διακόπτει απαντώντας σε άπταιστα Αγγλικά: «Υποθέτω ότι κάπου εδώ τελειώνει η μεταξύ μας σχέση». Στη συνέχεια τους εξήγησε τον ρόλο του ως διπλού πράκτορα, που επιζητούσε την αποδοχή των Αμερικανών, πριν οι τελευταίοι τον αφήσουν σε εκείνο το έρημο Αθηναϊκό πάρκο.
Λίγες μέρες αργότερα, ο Ελληνοαμερικανός πράκτορας θα βιώσει μια από τις πλέον δυσάρεστες καταστάσεις, όταν μετακομίζει από το διαμέρισμα που έμενε προσωρινά μαζί με την οικογένειά του στο σπίτι που του νοίκιασε η πρεσβεία. Για λόγους ασφαλείας, οδηγούσε μόνος του μια θωρακισμένη BMW 540, ενώ η γυναίκα του και τα παιδιά του ήταν σε άλλο αυτοκίνητο. «Όπως έστριψα στην Κηφισίας» γράφει «πρόσεξα ένα μοτοσικλετιστή να είναι συνέχεια δίπλα μου στην δεξιά πλευρά του αυτοκινήτου. Κάθε φορά που γύρναγα το κεφάλι μου για να τον δω μείωνε ταχύτητα και έμενε πίσω, ενώ μόλις ξανακοιτούσα μπροστά πλησίαζε πάλι». Ο Τζον επικοινωνεί με τη σύζυγό του και της λέει να επιστρέψει πίσω, τονίζοντας της ότι θα προσπαθήσει να τον ξεφορτωθεί. Οι αισθήσεις του είναι σε εγρήγορση και νομίζει ότι ο μοτοσικλετιστής τον παρακολουθεί στο πλαίσιο μιας επιχείρησης με στόχο τον ίδιο.
Προσπάθησε ακόμα και να τον χτυπήσει, αλλά ο άγνωστος κρανοφόρος είχε φοβερά αντανακλαστικά, ενώ το θέαμα αυτού του περίεργου κυνηγητού είχε γίνει αντιληπτό. Από την Κηφισίας και τον περιφερειακό του Καρέα, τα δύο οχήματα φτάνουν στα Νότια προάστια. Σε ένα κόκκινο φανάρι, ο Κυριάκου βρίσκεται εγκλωβισμένος με αυτοκίνητα δεξιά, μπροστά και πίσω του. Ο μοτοσικλετιστής κατεβαίνει και του φωνάζει να βγει από το αυτοκίνητο, ενώ ο πράκτορας της CIA έχει ήδη βγάλει το όπλο του και τον σημαδεύει. Ο μασκοφόρος γελάει, του λέει «δεν σε φοβάμαι» και βγάζει κι αυτός πιστόλι, τη στιγμή που το φανάρι γίνεται πράσινο και ο Κυριάκου επιλέγει να πατήσει το γκάζι, να χτυπήσει την μοτοσικλέτα και να φύγει. Αν πυροβολούσε η καριέρα του σαν μυστικός πράκτορας θα είχε τελειώσει με τα αποκαλυπτήριά του και την μετάθεσή του στην Αμερική. Από εκείνη την ημέρα και παρόλο που ο μοτοσικλετιστής δεν βρέθηκε ποτέ, ο Κυριάκου ζούσε με την σκέψη μιας απόπειρας εναντίον του.
Μπορεί να ήταν πράκτορας της CIA, αλλά ο Γιάννης Κυριάκου είχε και μια προσωπική ζωή, η οποία μετά την μετάθεσή του στην Αθήνα πήρε την κάτω βόλτα. Τα άστατα ωράρια και οι νυχτερινές επιχειρήσεις οδήγησαν γρήγορα τη γυναίκα του Τζο Ανν στο να πιστέψει ότι ο άντρας της διατηρούσε κρυφό δεσμό. Παρά τις διαβεβαιώσεις του για το αντίθετο, δεν τον πίστεψε και μετά από μερικούς μήνες ερωτεύτηκε έναν Έλληνα. Χρειάστηκαν οι παρατηρήσεις ενός από τους δύο Έλληνες αστυνομικούς που φυλούσαν την κατοικία του και η αθωότητα του μεγαλύτερου γιου του Χρήστου, ο οποίος βλέποντας τον να ξυρίζεται ένα πρωινό τον Απρίλιο του 2000 είπε: «Μπαμπά, είπα στη μαμά ότι δεν πρέπει να φιλάει τον θείο Στέλιο στα χείλη. Μόνο εσένα πρέπει να φιλάει». Ο Τζον μένει άφωνος, διατηρεί όμως την ψυχραιμία του, πηγαίνει στο σαλόνι και ρωτάει τη γυναίκα του ποιος είναι ο Στέλιος. Αυτή αρνείται αρχικά τα πάντα και ο Κυριάκου φεύγει βράζοντας μέσα του.
Θα ξεσπάσει λίγες ώρες αργότερα, όταν η Τζο Ανν θα τρακάρει με έναν Έλληνα. Ο Κυριάκου ειδοποιείται και μαζί με τους δύο Έλληνες αστυνομικούς πηγαίνει να δει τι έχει συμβεί. Ο υπαίτιος του δυστυχήματος δηλώνει ότι δεν φταίει, οι τόνοι ανεβαίνουν και όταν την αποκαλεί πουτ..α ο πράκτορας χάνει τον έλεγχο, τον ρίχνει κάτω, πιάνει το κεφάλι του και το χτυπάει στο πεζοδρόμιο.
Χρειάστηκε να επέμβουν άμεσα οι συνοδοί του για να γλιτώσει ο άτυχος φταίχτης, ενώ η καριέρα του Κυριάκου σαν επιχειρησιακός πράκτορας λίγο έλειψε να τελειώσει εκείνη τη μέρα. Στο αστυνομικό τμήμα όπου μεταφέρθηκαν, δόθηκαν οι απαραίτητες εξηγήσεις, όμως ο τότε πρέσβης Νίκολας Μπερνς ήταν έξαλλος και απαιτούσε να φύγει ο Κυριάκου την επομένη κιόλας μέρα από την Ελλάδα. Έμεινε, μόνο αφού διασφαλίστηκε η απόκρυψη του γεγονότος από τα ελληνικά ΜΜΕ, όχι για πολύ όμως. Η δεύτερη προκήρυξη της 17 Νοέμβρη για τη δολοφονία του Βρετανού ταξίαρχου Στέφεν Σόντερς στην λεωφόρο Κηφισίας, αποδείχτηκε καταλυτική για την φυγή του από την Αθήνα, αφού οι τρομοκράτες τον «φωτογράφιζαν» αναφέροντας συγκεκριμένα: «Την στιγμή της επιχείρησης, στο αμέσως μπροστινό φανάρι ήταν μποτιλιαρισμένος Αμερικάνος οπλισμένος μεγαλοπράκτορας της CIA…».
Ο Κυριάκου ήταν όντως εκείνη τη στιγμή στην Κηφισίας, αν και στο βιβλίο του γράφει ότι βρισκόταν κάποιες εκατοντάδες μέτρα πίσω. Έφυγε εσπευσμένα την επόμενη μέρα για τις ΗΠΑ και λίγους μήνες αργότερα έλαβε ένα e-mail από έναν συνάδελφό του που έμενε πλέον στο σπίτι που είχε αφήσει στην Αθήνα. Τον ρώταγε αν είχε παρατηρήσει ποτέ ένα κόκκινο Τογιότα έξω από την κατοικία. Ο Κυριάκου απάντησε αρνητικά και σε επικοινωνία που είχε με τον συνάδελφό του αυτός του αποκάλυψε ότι το αυτοκίνητο είχε κλεμμένες πινακίδες. Χρειάστηκε να περάσουν κάποιες εβδομάδες και η τακτοποίηση οικογενειακών φωτογραφιών για να διαπιστώσει ο ίδιος την αλήθεια. «Σε μια από αυτές η μητέρα μου μαζί με τους γιους μου στέκονται έξω από το σπίτι μας στην Αθήνα. Πίσω τους ήταν ένα κόκκινο Τογιότα με έναν άνδρα που καθόταν μέσα κοιτώντας τον στόχο του να τραβάει αναμνηστικές φωτογραφίες, ένα ηλιόλουστο απόγευμα».