Υπάρχουν δύο ελληνικές επιχειρήσεις που ξεπέρασαν πολυεθνικές εν μέσω πανδημίας του κορονοϊού και δεν είναι άλλες από τον “Σαράντη” και τον “Παπουτσάνη”.
Ειδικότερα, μπορεί ο κορονοϊός να ταλαιπωρεί σύσσωμο τον πλανήτη για μισό και πλέον χρόνο, είχε οδηγήσει σε lockdown περισσότερα από 4.000.000.000 κόσμου, ενώ έχει στοιχίσει την ζωή- μέχρι αυτή την στιγμή- σε σχεδόν 600.000 ανθρώπους, ωστόσο, ορισμένες επιχειρήσεις, που απασχολούν πληθώρα εργαζομένων, είδαν τις πωλήσεις τους να εκτοξεύονται στην στρατόσφαιρα.
Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα όλων είναι ο «Σαραντής» (Καλλυντικά ευρείας διανομής), καθώς επίσης και ο «Παπουτσάνης» (Η πρώτη εταιρία παραγωγής σαπουνιού στην Ελλάδα)- δύο φίρμες που εν μέσω πανδημίας κατάφεραν να ξεπεράσουν τις πολυεθνικές, που κατείχαν εδώ και πάρα πολύ καιρό τα πρωτεία.
Τι συνετέλεσε, ωστόσο, στο να έρθει αυτή η σημαντική (κι ελπιδοφόρα, για τα εντός των συνόρων ζητήματα) αλλαγή; Πρώτο και κυριότερο, το γεγονός πως και οι δύο πέραν των κλασικών προϊόντων που προσέφεραν στο καταναλωτικό κοινό (είδη προσωπικής υγιεινής και οικιακής χρήσης) διεύρυναν τους… ορίζοντές τους, «μπαίνοντας» και στην παραγωγή των αντισηπτικών. Η συγκεκριμένη κίνηση αποδείχτηκε ματ, μιας και τα αντισηπτικά έγιναν ανάρπαστα από τα μέσα Μαρτίου και μετά.
Πέραν, όμως, του προφανούς, σημαντικότατο ρόλο έπαιξε και το, αίφνης τονωμένο, αίσθημα εθνικής στήριξης των εγχώριων παραγωγών. Πράγματι, ο Έλληνας στράφηκε σε σημαντικό βαθμό προς τα «δικά μας» προϊόντα, με το γεγονός πως η χώρα μας τα πήγε πολύ καλά αρχικά στην αντιμετώπιση του ιού (και, ως εκ τούτου, δεν ελλόχευε μεγάλος κίνδυνος επιμόλυνσης των αγαθών) να συμβάλει σημαντικά σε αυτή την αγοραστική στροφή.
Παράλληλα, οι αλλεπάλληλες καραντίνες σε ολόκληρη την υφήλιο δημιούργησαν πρόβλημα στην εφοδιαστική αλυσίδα, με τις εισαγωγές (ειδικά την πρώτη περίοδο του «σκληρού εγκλεισμού») να κατακρημνίζονται, κάτι που έφερε στην επιφάνεια, φυσικά, τα ελληνικά προϊόντα.
Είναι χαρακτηριστικό πως, σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη της Nielsen, οι συνολικές εισαγωγές αγαθών μειώθηκαν κατά 9,7% σε τρέχουσες τιμές για την περίοδο Ιανουαρίου-Απριλίου του 2020, ενώ το Μάιο η πτώση… εκτοξεύτηκε, αγγίζοντας στο εκκωφαντικό -39%.
Τέλος, δεν πρέπει να παραβλέπουμε και το ότι, σε μια αναντίρρητα δύσκολη εποχή για την συντριπτική πλειονότητα του κόσμου, οι τιμές των ελληνικών αγαθών εν συγκρίσει με των ξένων ήταν σταθερά χαμηλότερες, διευκολύνοντας σημαντικά τις, πληγείσες οικονομικά, ελληνικές οικογένειες.
Είναι σαφές, λοιπόν, πως εν μέρει «έτυχε» κι εν μέρει «πέτυχε»: οι ελληνικές εταιρίες ύψωσαν ανάστημα στην πιο σκοτεινή περίοδο των τελευταίων πάρα πολλών ετών, εκτοπίζοντας τις κραταιές πολυεθνικές.
Δεν το λες και μικρό κατόρθωμα, έτσι δεν είναι;