Ο Βασίλης Σούφλας, ο πιο ψυχρός εκτελεστής της ελληνικής μαφίας, που σκότωσε τον διευθυντή του club Mercedes, βρήκε τραγικό θάνατο το 1993, όταν το εκτέλεσαν και τον τσιμέντωσαν οι συνεργάτες του.
Πρόκειται για το Νο.1 του «Συνδικάτου Εγκλήματος» με δράση από τα τέλη των 80s μέχρι τα μέσα των 90s, με τα αμέτρητα συμβόλαια θανάτου εκτελεσμένα από τον ίδιο, που σκοτώθηκε από τα χέρια των δικών του συνεργατών του, οι οποίοι, μάλιστα, όταν τον έθαψαν, φρόντισαν να ρίξουν από πάνω και τσιμέντο για να μην τον βρουν ποτέ και εν μέρει το πέτυχαν, καθώς πήρε δύο χρόνια στις αρχές, να βρουν τη σορό του.
Ο Βασίλης Σούφλας είχε μεγαλώσει στην Ελευσίνα και μαζί με τον πατέρα και τον αδερφό του, είχαν το «όνομα» των νταήδων της περιοχής, καθώς τρομοκρατούσαν τους πάντες και δεν δίσταζαν να κάνουν σκοποβολή ακόμα και σε ανθρώπινους στόχους.
Η πορεία του στο έγκλημα ξεκίνησε μαζί με τους Αντώνη Δίπλα, Βασίλη Καλτσά και Θεόδωρο Κατηφίδη, στις ληστείες. Γρήγορα έκαναν «όνομα» στη νύχτα και οι «νονοί» τους καλούν για να «λύνουν» τους λογαριασμούς τους.
Την πρώτη εκτέλεση θα την κάνει ο Βασίλης Σούφλας στις 15 Απριλίου το 1990, όταν θα δολοφονήσει τον Παύλο Κατσαφαρέα και τη σύζυγό του Κανέλα, στο Οίτυλο της Λακωνίας. Μία δολοφονία που εξιχνιάστηκε χρόνια μετά, όταν είχαν συλληφθεί μέλη της εγκληματικής οργάνωσης και άρχισαν να «κελαηδούν». Μέχρι τότε, ύποπτη, όχι μόνο ήταν η κόρη των θυμάτων, αλλά είχε καταδικαστεί σε δύο φορές ισόβια κάθειρξη, μένοντας στη φυλακή μέχρι και το 1995, όταν και το Εφετείο την αθώωσε. «Όσο ζω και υπάρχω θα αρνούμαι ότι σκότωσα τους γονείς μου. Είμαι αθώα. Αγαπούσα τους γονείς μου» φώναζε η ίδια, αλλά ουδείς την «άκουσε».
Ο Βασίλης Σούφλας ήταν ο εκτελεστής και του άτυχου φαντάρου (στις 17 Μαρτίου 1992) στην κεντρική πύλη του στρατοπέδου 305 «Αντισυνταγματάρχη Ρόκα» στην Μάνδρα, Αντώνη Φάμελλο, ο οποίος έκανε σκοπιά στην κεντρική πύλη και τον πυροβόλησαν τέσσερις φορές, προκειμένου να του πάρουν τον οπλισμό του, καθώς ήθελαν «καθαρό» όπλο.
Ήταν και πάλι ο Βασίλης Σούφλας μαζί με ακόμα έναν συνεργό του, που πήραν μέρος στην εκτέλεση του έμπορου αυτοκινήτων Κώστα Ντάκου (στις 3 Μαρτίου 1992) και μάλιστα μέσα στο κατάστημά του, στη συμβολή της λεωφόρου Αθηνών με την οδό Φαβιέρου στο Χαϊδάρι.
Ακολούθησε η ληστεία στο παράρτημα της Εθνικής Τράπεζας στη Νιγρίτα Σερρών, όπου σκότωσαν τον ταμία, Γιώργο Καραγκιόζη (5 Ιουλίου του 1993). Επίσης, ο Βασίλης Σούφλας είχε σκοτώσει με έναν 9άρι πιστόλι, μαζί με τον Σωτήρη Κούση, στις 17 Δεκεμβρίου του ίδιου χρόνου, τον περιπτερά Βασίλη Μπαρτζώκα, καθώς είχαν πληροφορίες ότι κρατούσε πολλά χρήματα.
Τον Αύγουστο του 1992, η αστυνομία κάνει έφοδο στο εξοχικό του Σούφλα στο Πόρτο Γερμενό, συλλαμβάνοντας τα περισσότερα μέλη της πρώτης γενιάς του «Συνδικάτου του Εγκλήματος». Ο Βασίλης Σούφλας, εκμεταλλεύεται την ευκαιρία και γίνεται το Νο.1 στην οργάνωση, που όχι μόνο δεν καταρρέει, αλλά την κρατάει «ζωντανή», στρατολογώντας νέα άτομα.
Στις 13 Φεβρουαρίου το 1993, ο Βασίλης Σούφλας μαζί με τον Γιώργο Καλτσά, αδελφό του συλληφθέντα τότε Βασίλη Καλτσά, σκοτώνουν τον Ευάγγελο Παρασιάκο, έξω από το σπίτι του στη Νέα Ερυθραία. Ήταν ο οικονομικός διευθυντής του φημισμένου βραδινού club της Αθήνας, Mercedes. Κάποιος Θέμης, που παρουσιαζόταν ως μπράβος του club «Λα Μαμούνια», επίσης φημισμένου νυχτερινού club της εποχής είχε πει ότι Παρασιάκος ήταν αντίπαλός του στην προστασία των μαγαζιών και έδωσε δύο εκατομμύρια στον Σούφλα για να τον βγάλει απ’ τη μέση.
Ο Βασίλης Σούφλας δεν ήθελε να εμπλακεί σε ξεκαθάρισμα λογαριασμών νονών της νύχτας. Είχε άλλωστε καλές σχέσεις με το μεγάλο όνομα της προστασίας της δεκαετίας του ‘90, τον Θέμη Καλαποθαράκο, που μάλιστα, πολύ συχνά τον φιλοξενούσε στο ίδιο του το σπίτι ή φρόντιζε να μένει στο ξενοδοχείο «London» της Γλυφάδας. Όχι φυσικά με το όνομά του αλλά με το ψευδώνυμο «Στέφανος Μακρής». Πάρα ταύτα ανέλαβε και εκτέλεσε το συμβόλαιο θανάτου.
Πρόκειται για έναν ψυχικά άρρωστο άνθρωπο, η κατάσταση του οποίου επιδεινώνονταν μέρα με τη μέρα. Ιδίως, από τότε που σκοτώθηκαν σε τροχαίο δυστύχημα ο πατέρας και ο αδερφός του, εκτροχιάστηκε εντελώς, κάτι που δεν άρεσε καθόλου στους συνεργάτες του.
Τον Οκτώβριο του 1991 δεν δίστασε να πυροβολήσει εν ψυχρώ στον Ασπρόπυργο έναν γείτονά του από την Ελευσίνα, γιατί θεώρησε ότι είχε προσβάλλει τον αδελφό του, ενώ στη συνέχεια έβαλε φωτιά στο ταξί του και το έκαψε, με τον ταξιτζή να γλιτώνει την τελευταία στιγμή.
Το 1992 στο Αλεποχώρι, μετά από μια αντικανονική προσπέραση, ο οδηγός του άλλου αυτοκινήτου κόρναρε, αλλά δυστυχώς γι αυτόν, δεν ήξερε που είχε πέσει. Ο Βασίλης Σούφλας σταμάτησε και κατέβηκε κάτω τραβώντας όπλο. Ο Κατηφίδης που ήταν μαζί του τον συγκρατεί μετά κόπων και του λέει ότι θα τραβούσαν την προσοχή των διερχομένων και της αστυνομίας αν πυροβολούσε.
Η συμπεριφορά του όμως δεν ήταν πλέον ανεκτή και έτσι αποφασίζουν να τον βγάλουν από τη μέση οι ίδιοι οι συνεργάτες του. Ιδίως όταν έμαθαν ότι είχαν πλησιάσει τον Σούφλα, για να σκοτώσει τον Καλαποθαράκο.
Την άνοιξη του 1994 ο συνεργάτης του Σωτήρης Κούσης, μαζί με ένα ακόμα άτομο, θα τον πάνε σε μία ερημική τοποθεσία στην Αγριλέζα στον Ωρωπό και θα τον εκτελέσουν. Στη συνέχεια θα τον θάψουν, ενώ έριξαν τσιμέντο από πάνω του, για να είναι σίγουροι ότι ούτε η βροχή, ούτε τα σκυλιά θα αποκάλυπταν το πτώμα άρα και το έγκλημα, ώστε να ξεκινήσουν έρευνες.
Πλέον αρχηγός της συμμορίας αναλαμβάνει ο Κούσης, αλλά το «Συνδικάτο Εγκλήματος» δεν θα αντέξει για πολλά χρόνια και το «τέλος» θα μπει το ΄98. Το 2007 θα έρθει και το τέλος του ίδιου του Κούση.
Βγαίνοντας από ένα ξενοδοχείο στα Μελίσσια, στο οποίο βρισκόταν για λίγες ώρες με μία γυναίκα, έχοντας πάρει άδεια από τις φυλακές Μαλανδρίνου, ένας άγνωστος τον εκτελεί με τέσσερις σφαίρες, με την τελευταία χαριστική βολή να τον βρίσκει στο κεφάλι.